Ο Ελληνισμός της διασποράς και ο ρόλος της Εκκλησίας!

on .

Πολλές φορές, όταν βρισκόμαστε μακριά από την Πατρίδα, αναρωτιόμαστε, ποιο είναι εκείνο που καθορίζει, που δένει με ισχυρούς και άρρηκτους δεσμούς τους απόδημους Έλληνες με τη γη των πατέρων τους, με τις πατρογονικές ρίζες. Ποιο είναι εκείνο το βαθύ και ανερμήνευτο που κάνει τους ταξιδεμένους μας να ταξιδεύουν νοερά στην πατρίδα και να αναπολούν νοσταλγικά γεγονότα και πράξεις που σημάδεψαν τη ζωή τους και κυκλοφορούν χωρίς σταματημό στις σκέψεις και στο αίμα τους. Βέβαια, για να απαντηθούν σε βάθος και λεπτομερειακά οι προβληματισμοί και τα ερωτήματα αυτά χρειάζεται χρόνος, έρευνες και μελέτες.
Έχουμε τη γνώμη ότι το απέραντο γαλάζιο, το καθαρό φως που λούζει την Πατρίδα, οι γαληνεμένες θάλασσες, οι τόποι που ευωδιάζουν από θρούμπη και θυμάρι, οι γεροπλάτανοι στα μεσοχώρια, οι κληματαριές στις αυλές, τα στενοσόκακα με τα γκαλντερίμια, οι χθόνιες προγονικές φωνές και οι μνήμες από τα παλιά, όλα αυτά και πολλά άλλα, είναι εκείνα που συνδέουν ψυχικά και συναισθηματικά τους ταξιδεμένους Έλληνες με τα πατρικά χώματα.
Έχει παρατηρηθεί πως, όταν ο Έλληνας βγαίνει έξω από την πατρίδα, όταν η ανάγκη της επιβίωσης τον αναγκάζει να εγκαταλείψει το πατρικό σπίτι, συγγενείς και φίλους, τότε νιώθει πιο πολύ Έλληνας, τότε αισθάνεται την ανάγκη να προβάλει προς κάθε κατεύθυνση την ελληνικότητά του.
Μακριά από την πατρίδα, σε ξένους τόπους και άγνωστους ανθρώπους, έρχεται πρώτα αντιμέτωπος με τον εαυτόν του, ελευθερώνεται από τα πάθη και, ελεύθερος πια, αντιπαρατίθεται με εκείνους που αμφισβητούν την ταυτότητα και καταγωγή του και έρχονται επικριτές και τιμητές. Αρκετές φορές πληγώνεται, εξανίσταται, θυμώνει και οργίζεται από τον παραγκωνισμό και την αδιαφορία της Μητρόπολης, αλλά και πάλι λησμονεί, συγχωρεί και παραμένει Έλληνας.
Με πολλούς απόδημους είχα την τύχη να έχω επαφή και επικοινωνία. Συζήτησα με πολλούς για τη ζωή και την προοπτική στη θετή τους Πατρίδα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπου συχνά βρισκόμουν στο παρελθόν προς επίσκεψη συγγενών και φίλων. Εκεί, στο κοιμητήρι του North Bergen του New Jersey αναπαύονται οι γονείς μου, ο παππούς μου, οι θείοι μου και άλλοι συγγενείς και εκεί εργάζονται και δημιουργούν τα τρία αδέρφια μου με τις οικογένειές τους. Η συχνή επαφή μαζί τους μου έδωσε την ευκαιρία να αποκομίσω αρκετά στοιχεία από τη ζωή τους, καθώς και τις προθέσεις και επιδιώξεις τους. Γνώρισα τις αγωνίες και τις προσπάθειές τους για στήριξη και βοήθεια της γενέτειρας και γενικά τους προβληματισμούς τους για θέματα που αφορούν τον τόπο της καταγωγής τους και για προβλήματα που απαιτούν λύσεις από τη Μητρόπολη, ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν την εθνική ιδιαιτερότητά τους και να αποφύγουν την αφομοίωση μέσα στην πανσπερμία φυλών, θρησκειών και δογμάτων και στη χοάνη του αμερικανικού τρόπου ζωής.
Για πολλά θέματα που αφορούν τη ζωή τους στην ξενιτιά, για τον συγχρονισμό με την αμερικανική κοινωνία, για τη σχέση τους με την Εκκλησία, για την εκπαίδευση των παιδιών τους, ώστε να διατηρηθεί ο δεσμός και να μην αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος με τα πατρικά χώματα, δεν γνώριζα πολλά πράγματα. Ο τρόπος που οι ξενιτεμένοι μας αντιμετωπίζουν τα προβλήματα αυτά εντυπωσιάζει.
Ζουν οι απόδημοι Έλληνες σε ένα μωσαϊκό φυλών και θρησκειών. Η νοσταλγία διάχυτη, ο πόνος της Πατρίδας μαρτυρικός, οι πληγές από τον αναγκαστικό αποχωρισμό αγιάτρευτες και η επιστροφή στην πατρίδα μακρινή, φευγαλέα και άπιαστη. Τεράστιες οι προσπάθειες να κρατήσουν την πίστη τους, τη μητρική τους γλώσσα, τα πατρογονικά έθιμα. Η ξενιτιά βαριά και ασήκωτη, πλανεύτρα μάγισσα, που τους κρατάει ζηλότυπα και απομακρύνονται τα όνειρα της επανόδου.
«…Μαγεύει τα καράβια
και δεν ξεκινούν.
Εμάγεψε και μένα
και δεν έρχομαι.
Σελλώνω τ’άλογό μου,
ξεσελλώνεται.
Σίντας κινώ για να’ρθω
χιόνια και βροχές
κιόντας γυρίζω πίσω,
ήλιος, ξαστεριά».
Κραυγή πόνου και πίκρας του ξενιτεμένου Έλληνα. Με τόσες δυσκολίες, με τόσα ασήκωτα προβλήματα της ξενιτιάς είναι να μην «ξεσελλώνεται» το άλογο και να μην υπάρχουν όταν ξεκινούν να γυρίσουν «χιόνια και βροχές»;
Μου έλεγε ένας ογδονταπεντάρης γέροντας από τα μέρη μας: «Πονάω πολύ για τον τόπο μου. Εκεί άφησα την καρδιά μου. Εδώ όμως στην Αμερική, αναπαύεται η γυναίκα μου, εδώ μεγάλωσα τα παιδιά μου και χαίρομαι τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Πώς να φύγω; Πού να πάω;».
Κάτι που αποτυπώνεται στο μυαλό και στην ψυχή του επισκέπτη είναι οι στιγμές της Θείας Λειτουργίας στις ορθόδοξες εκκλησίες, που γεμίζουν κάθε Κυριακή και γιορτή, θρησκευτική και εθνική. Είναι στιγμές ανεπανάληπτες, ανθρώπινες, ελληνικότατες. Ιερείς αφιερωμένοι στην Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό αγωνίζονται να υπερβούν δυσχέρειες και εμπόδια, να καθοδηγούν, να συμβουλεύουν και να κατευθύνουν ιδίως τις νέες γενιές, να τις μυήσουν στην πατρογονική πίστη και στην ιδέα του Ελληνισμού.
Ο ακρογωνιαίος λίθος της στήριξης των Ελλήνων στις προγονικές παραδόσεις, ο κύριος μοχλός, ο άξονας γύρω από τον οποίον περιστρέφεται η ομογένεια για τη διατήρηση των δεσμών με την Πατρίδα είναι, χωρίς αμφιβολία, η Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι η κλώσσα που σκεπάζει κάτω από τα φτερά της τον απόδημο Έλληνα. Αξιοπρόσεκτο και θαυμαστό το έργο που επιτελεί η Εκκλησία με τη λειτουργία ελληνικών σχολείων τα απογεύματα σε παρακείμενους ειδικούς χώρους στους ναούς, όπου τα ελληνόπουλα διδάσκονται την ελληνική γλώσσα και ιστορία, έστω και στοιχειωδώς, από Έλληνες δασκάλους που αμείβονται ελάχιστα από τις Εκκλησίες. Κάθε Κυριακή οι εκκλησιαζόμενοι, μετά τη Θεία λειτουργία, δίνουν τον οβολό τους για τη συντήρηση των σχολείων και την αμοιβή των δασκάλων. Άξιο προσοχής είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίον παρακολουθούν με ευλάβεια και κατάνυξη τη λειτουργία. Όταν οι ιερείς, με την απόλυση της λειτουργίας, μιλούν, οι ομιλίες τους είναι βαθύτατα πατριδολατρικές.
Συγκλονιστική η ώρα της προσέλευσης του εκκλησιάσματος για την θεία κοινωνία. Γέροντες και γερόντισσες, άντρες και γυναίκες, νέοι και νέες, παιδιά με τους γονείς τους, προσέρχονται με τάξη και πειθαρχία να μεταλάβουν. Τα παιδιά στη σειρά με σταυρωμένα τα χέρια τους σε προσευχή μεταλαμβάνουν. Σκέπτεται ο επισκέπτης τον θόρυβο και την αταξία που επικρατεί στις εκκλησίες της Πατρίδας την ώρα της μετάληψης και στενοχωριέται. Μακάρι, να μπορούσαμε να παραδειγματιστούμε από τον κατανυκτικό τρόπο προσευχής των Ελλήνων της διασποράς. Φαίνεται πως οι Έλληνες κάτι που έχουν δεν το λογαριάζουν, τους γίνεται συνήθεια και δεν δίνουν την προσήκουσα σημασία.
Μέσα σε ένα πέλαγος από ναούς άλλων θρησκειών και δογμάτων η Εκκλησία παλεύει στην κυριολεξία να κρατήσει την ορθόδοξη πίστη και να βρει νέους δρόμους για τη συγκράτηση του ορθόδοξου ποιμνίου. Ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνισμού, έξω από τον Μητροπολιτικό χώρο, αλλά ζυμωμένο από το ίδιο χώμα, ομοούσιο και αδιαίρετο με τους «εντός των τειχών» Έλληνες, ζωντανό και ακμαίο, με φρέσκες ιδέες, με πνευματικότητα και φιλοπατρία.

ΝΙΚΟΣ ΥΦΑΝΤΗΣ