Κρήτη: Ένα νησί ηρώων και μνήμης

on .

Ο λόγιος, με τη σπάνια διανοητική ελευθερία, λάτρης της Ελλάδας και ήρωας πολέμου στην κατεχόμενη Κρήτη το 1944, Πάτρικ Λη Φέρμορ (Patrick Leigh Fermor), συγγραφέας του βιβλίου «Η απαγωγή του Στρατηγού Κράϊπε», όπου αποτίθεται το βιωματικό υλικό του, αφυπνίζοντας με τη μυσταγωγική γραφή του τον κεκοιμημένο κόσμο της συλλογικής μνήμης, αναδεικνύει μία «εκστατική αλήθεια»: ότι το εύρος της συμβολής των κρητικών στην απαγωγή του Στρατηγού Κράϊπε και τον πόλεμο - που γέννησε νικητές και θύματα – χρήζει αναγνώρισης και σεβασμού.
Η αφήγηση, με την δική του εκδοχή του παρελθόντος, συμπλέκεται με τα νήματα της ιστορίας μέσα από τα σπαράγματα εικόνων και ζωής και μας γυρίζει πίσω στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Το ίζημα που αφήνει στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι η ενσυναίσθηση και η μεγάλη ευαισθησία του συγγραφέα για την Κρήτη και τους κρητικούς που πλούτισαν τη ζωή του με την ανθρώπινη ζεστασιά, τα συναισθήματα στην εγγύτητά τους και τη διαχρονική τους υπεραξία. Και παρά την απόσταση από τα πράγματα, εφόσον το ασυνείδητο διατρέχει όλη τη ζωή των υποκειμένων, το συναίσθημα είναι άχρονο και συγκλονιστικό.
«Επικέντρωσε» μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του σ’ αυτούς που αγάπησαν παράφορα την Κρήτη και θαύμασαν την κρητική ιδιαιτερότητα που ο θάνατος για την πατρίδα ήταν ο επίλεκτός της χαρακτήρας γεννήθηκαν σε αυτήν ή βρέθηκαν τυχαία σε αυτήν ως μαχητές – ένα ξένο τόπο με τη σαγηνευτική και απόκοσμη ανθρωπογεωγραφία – έχασαν εδώ τη ζωή τους πολεμώντας, που σφράγισαν έστω ακούσια τη μοίρα της, μέσα από το άθροισμα της αόρατης ενέργειας των πολλών.
Ο συγγραφέας μετοικεί σαν παρεπίδημος σε ένα στερέωμα από τοπία της ψυχής συναντιέται με πρόσωπα πολύ δικά του – φίλους, κουμπάρους – σύμβολα του πνεύματος της κρητικής αντίστασης, ενόσω ατενίζει αλλόκοτες εικόνες, οι οποίες πενθούν θαρρείς την ομορφιά που αποθεώνουν. Επιτυγχάνει τη γοητευτική πρόσμειξη της αισθητικής με την τεκμηρίωση, όταν μεταγγίζει στο χαρτί την πανδαισία ξημερωμένων νυχτών στην Κρήτη, με την ομορφιά των εικόνων και των ήχων, φορτισμένων με το άφατο βάρος του πολέμου να έχει συγχρόνως κάτι το απελπιστικό.
Οι λέξεις του βιβλίου φαντάζουν σαν διαβατήριες τελετές, που κατευθύνουν προς το κοινό μεταίσθημα, τελεσίδικα αμετάφραστο, της εφιαλτικής μεθορίου του πολέμου, των καταστροφών, του ολοκαυτώματος πυρπολήσεων και εκτελέσεων, των οδυνηρών αναχωρήσεων και αφίξεων στην κατεχόμενη Κρήτη και σε όλα όσα σημάδεψαν αυτήν και τον πολυκύμαντο περασμένο αιώνα.
Πώς να χωρέσουν όμως στις σελίδες ενός βιβλίου όλα όσα έκαναν την κρητική αντίσταση που συνέχεται από τις ζοφερότερες στιγμές της ιστορίας, θαυμαστή και ταυτόχρονα τραγική; Παραταύτα, για το συγγραφέα προέχει η κατανόηση ότι οι νεκροί της κρητικής αντίστασης έχουν όνομα και πρόσωπο και πως αν μη τι άλλο η μνήμη οφείλει να επωμισθεί τον χαμό τους.
Επιζητεί, κινούμενος ίσως από ένα αναστοχασμό, μία εξομολόγηση, ενδεχόμενη απολογία για το δυσανάλογο κόστος των σκληρών γερμανικών αντιποίνων, της απαγωγής του Στρατηγού Κράϊπε, σε σχέση με το αποτέλεσμα, αφού η νίκη ήταν απλώς θέμα μηνών. Για το λόγο αυτό, ίσως είναι ένα βιβλίο που μοιάζει με σιωπηλό ψαλμό σε τοπία επιμνημόσυνα, για τα αναρίθμητα θύματα, θρηνημένα και απένθητα της κρητικής αντίστασης. Για το μεγαλείο του καθενός!
«Επικέντρωσε» επίσης σ’ ένα μοναδικό φαινόμενο με εξαιρετικά ασυνήθιστες απαρχές: στην αδιανόητη εγγύτητα των ειδών, διαφορετικών φυλών∙ των βρετανών με τους κρητικούς, με τους τελευταίους ορεσίβιους κυρίως αντάρτες, χωρίς καμία θέση στη διαστρωμάτωση της κοινωνίας και χωρίς καμία κοσμική φιλοδοξία, μέσα από τους πολλούς δεσμούς φιλίας που είχαν αναπτυχθεί και την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα του αγώνα. Ενίοτε, σε μία παράξενη στιγμή της ιστορίας, η απροσμέτρητη απόσταση αναπνέει στην ακραία εγγύτητα. Είναι αρχετυπικό θέμα∙ στο φόντο μίας κοινωνίας που νιώθει ότι την προδίδει ό,τι παρωδεί τη «γενναιοδωρία» τη χαρακτηριστικότερη σύνοψη της κρητικής ιδιοσυγκρασίας – υποσύνολο απεικόνισης του ευρύτερου κρητικού μεγαλείου – δεν εκπλήσσει η ενσωμάτωση ηρώων με διαφορετικές καταγωγές και προσωπικότητες, έως και μετά την αναπόφευκτη ανυπαρξία – «ο Ψηλορείτης δεν ρωτά στην έγνοια μπλιο δεν μπαίνει∙ το ζηλευτό του άρχοντα στς αγκάλες του ζεσταίνει».
Για τον Πάτρικ Λη Φέρμορ υπάρχει ένα κεφάλαιο ορόσημο∙ η παραμονή του στην Κρήτη, ένα ξένο τόπο, επικίνδυνο, συναρπαστικό και νέο, που γεφυρώνει ως εμπειρία χώρες, σχολές και παραδόσεις. Όσο όμως και αν η ιστορία διεκδικεί ένα  πιο ζωηρό φως από τις αναμνήσεις του συγγραφέα, η λάμψη τους από τα θρυλικά ριζίτικα και τις εμπνευσμένες μαντινάδες, στα ξεφαντώματα στις οροσειρές της Κρήτης που ξόρκιζαν θαρρείς το φόβο του θανάτου, θαμπώνει μες στη μαρμαρυγή εκείνης της τόσο εφιαλτικής αιωνιότητας.
Είναι κοινή η πεποίθηση ότι τα τραγικά γεγονότα και οι εφιαλτικές εμπειρίες που δεν στερούνται ηρώων και αίματος, ταυτόχρονα δεν στερούνται και κάποιων συγκλονιστικών στιγμών υψηλής αισθητικής συγκίνησης και πλούτου θετικών συναισθημάτων. Αυτό μεταξύ των άλλων, συμπυκνώνεται στο τραγικό τραγούδι της ματαιότητας που ζωογονεί ύστατες ψευδαισθήσεις του Λέοναρντ Κοέν “Dance me to the end of love” που αναφερόταν στη φρίκη και τη κτηνωδία του Άουσβιτς και περιγράφει με ανατριχιαστικό λυρισμό την ελπίδα πως η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο.
Το κομβικό μήνυμα που εκπέμπει ο συγγραφέας μέσα από τη συσσωρευμένη εμπειρία του συνδέεται αναπόδραστα με το πάθος των κρητικών, που ζουν επικίνδυνα, συμφιλιωμένοι με το θάνατο που τον αντικαθιστούν με ένα σύμβολό του∙ σύμβολο που συνοψίζεται και οιστρηλατείται από το όραμα της ελευθερωμένης Κρήτης. Αναδεικνύει την κυρίαρχη πτυχή των κρητικών, εμβληματικά κωδικοποιημένη στη στάση τους απέναντι στη ζωή που είχε κάτι το αριστοκρατικό και μποέμικο ταυτόχρονα∙ στην υπερηφάνεια για τον τόπο τους, την αγάπη τους για τις φιλίες, την παρέα, τη συζήτηση, το χιούμορ, τη διασκέδαση, το χορό, τη μουσική και μία εκρηκτική ζωντάνια, που επαναφορτίζεται διαρκώς.
Η Κρήτη, το νησί με τις ανεξάντλητες σχεδόν επιστρώσεις μνήμης, τις δημογραφικές μεταλλάξεις, τις εθνοτικές εκκαθαρίσεις, τις επάλληλες απελευθερώσεις και τις πολυπολιτισμικές πυκνώσεις, διαφέρει από τον υπόλοιπο κόσμο σε πολλά πράγματα και η αταβιστική αντίδραση των κρητικών απέναντι στην παραβίαση του νησιού τους ανατρέπει τον υπολογισμό της σχέσης αιτίου - αιτιατού. Εν τέλει, το βιβλίο του Πάτρικ Λη Φέρμορ είναι ο ύψιστος αποχαιρετισμός του συγγραφέα στην Κρήτη και τους κρητικούς: δεν είναι πένθος αλλά απειρόβαθη ευγνωμοσύνη!

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΠΕΖΑ-ΤΣΟΥΡΟΥΠΑΚΗ