Ο τοίχος του κυρ Αναστάση...

on .

-  Του ΧΡΗΣΤΟΥ  ΠΛΑΤΩΝΑ

 Ξηρότοιχος ήταν ο τοίχος της αυλής του κυρ-Αναστάση. Με τα πρώτα πρωτοβρόχια κατρακύλισε ένα μεγάλο μέρος του. Το έδαφος ήταν κατηφορικό.
«Πρέπει να κτιστεί γρήγορα πριν μας πιάσει ο χειμώνας και μας φύγει το χώμα της αυλής», λέει στην γυναίκα του την Αναστάσαινα. Εκείνη συμφώνησε. Το μυαλό του Αναστάση πήγε στο μάστρο Σπύρο, στο διπλανό χωριό. Καλός τεχνίτης, γερός άνδρας και πολύ σκληρός στη δουλειά. Τηλέφωνο όμως δεν υπήρχε. Εστάλη λοιπόν γράμμα διά χειρός και την ίδια κιόλας μέρα έφτασε ο μάστρο-Σπύρος. Κοίταξε τη δουλειά, συμφώνησαν το μεροκάματο και  αμέσως  έβαλε  μπροστά.  «Κασμά  καλόν  και φτυάρι θα χρειαστούμε κυρ-Αναστάση». «Από αυτά πούχομε άλλο καλό» του λέει ο Αναστάσης. Μπήκε στο κατώι του σπιτιού και έψαξε να τα βρει. Σαν δεν τα βρήκε ρωτάει την κυρά του: Τι έγιναν τα εργαλεία εδώ που τάχα; Τάχε πάρει ο γείτονας, Αναστάση, από μέρες τώρα και δεν τάφερε.
Τρεχάλα η Αναστάσαινα πήγε να τα συμμαζέψει. Αφού τάφερε τα κοίταξε ο μάστρο-Σπύρος στα χάλια που ήταν, με σπασμένο στυλιάρι ο κασμάς, στραπατσαρισμένο φτυάρι, κούνησε το κεφάλι και του λέει: «Αμ δεν κάψου έχεις προκοπής εργαλεία μωρ-κυρ-Αναστάση».
Ο Αναστάσης που ήταν μερακλής και νοικοκύρης δεν τούλειπε τίποτε στο σπίτι του στενοχωρημένος του λέει: Αμ καλά ήταν μάστρο Σπύρο τα εργαλεία μου, αλλά για να τα παίρνει ο ένας κι ο άλλος βλέπεις πώς τα κατήντησαν; Καλά λένε, ότι όλα τα πράγματα στα ξένα χέρια κακοπερνούν και ότι ένα πράγμα μόνο καλοπερνάει!
Ο μάστρο-Σπύρος περίεργος να μάθει ποιο είναι αυτό το πράγμα που καλοπερνάει στα ξένα χέρια στέκεται σε θέση προσοχής κοιτάζοντάς τον στα μάτια και τον ρωτάει: «Ποιο είναι αυτό κυρ-Αναστάση που καλοπερνάει στα ξένα χέρια;». Κι ο Αναστάσης του λέει: «Η γυναίκα μάστρο-Σπύρο, αυτή μόνον καλοπερνάει στα ξένα χέρια, όλα τ’ άλλα κακοπερνούν». Σοφές κουβέντες έλεγε ο κυρ-Αναστάσης, σοφές κουβέντες ακούς από απλούς ανθρώπους του λαού.
Του μάστορα του άρεσε πολύ να ακούει τέτοιες σοφές κουβέντες. Αλλά και ο ίδιος δεν έπεφτε έξω. Χρόνια μάστορας. Έχει αλλάξει πολλά αφεντικά και έχει νταραβεριστεί με πολύ κόσμο.
Τα θεμέλια ανοίχτηκαν βαθειά και φαρδιά. Έτσι πρέπει να είναι. Φαρδύς ο τοίχος στα θεμέλια με μεγάλες και στρωτές πέτρες και ανεβαίνοντας να στενεύει. Τότε με τίποτε δεν γκρεμίζεται και ας είναι και ξηρολίθι. Αυτά είπε στον κυρ-Αναστάση ο μάστρο-Σπύρος.
Από τα χαράματα μέχρι το ηλιοβασίλεμα δούλευε ο μαστρο-Σπύρος, πολύ σκληρός στη δουλειά. Η Αναστάσαινα μέσα και έξω στη μαγειρική να φέρνει τους καφέδες και το ρακί, να περιποιηθεί το μάστορα να κάμει καλή δουλειά και να φύγει από το σπιτικό της φχαριστημένος. Ο μάστορας, έλεγε ο Αναστάσης, κοιτάζει τι θα φάει και τι θα πιεί και όχι το μεροκάματο, γιατί εκείνο τόχει που τόχει.
Η γιαγιά, μάνα του Αναστάση, περασμένα τα ενενήντα της χρόνια, από μακρινό χωριό του Ζαγοριού, παντρεμένη στα Κουρεντοχώρια, στριφογύριζε συνέχεια γύρω-γύρω από το μάστορα. Δεν ήθελε να βλέπει το παιδί της τον Αναστάση να κουβεντιάζει με το μάστορα λέγοντας ιστορίες και να τον χασομεράει, μην κάνει κάνα μεροκάματο παραπάνω.
Όλο κοίταζε να τον απασχολεί με δουλειές του σπιτιού. Άσε που έβλεπε και τον μάστορα που πήγαινε μακριά να παίρνει λιθάρια, ενώ είχε μπροστά του σωρούς από αυτά. Πού νάξερε η γιαγιά πως ο μάστορας έπρεπε να βρει την πέτρα που του ταιριάζει, γι’ αυτό δεν προτιμούσε αυτές που είχε μπροστά του.
Ήξερε όμως ο μάστορας πως η πατρίδα της γριάς πριν παντρευτεί  ήταν κάποιο χωριό του Ζαγοριού πολύ μακριά από τα Κουρεντοχώρια.
Για μια στιγμή δεν άντεξε στον πειρασμό η γιαγιά που έβλεπε το μάστορα να φέρνει γύρω-γύρω και να διαλέγει τις πέτρες και του λέει: «Σε κάμω χάζι τόση ώρα μάστρο-Σπυρο που έχεις τόσα λιθάρια μπροστά σου και δεν τα προτιμάς και εκεί κάτω πας και παίρνεις»!
Ο μάστρο-Σπύρος κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε η γιαγιά, αλλά στην ετυμολογία του και στις έξυπνες απαντήσεις δεν τούβγαινε κανείς. Δεν άργησε και της έδωσε την απάντηση: «Αμ και συ μωρ γιαγιά ένα σωρό γαμπρούς είχες στην πατρίδα σου, αλλά δεν ταίριασες με κανέναν και ήρθες εδώ μακριά και βρήκες γαμπρό και ταίριαξες. Έτσι κι εμένα τα λιθάρια που είναι μπροστά μου δεν μου ταιριάζουν και θα πάω πιο κάτω να βρω αυτό που μου ταιριάζει».
Κόκκαλο η γιαγιά. Τι νάλεγε; Έσκυψε το κεφάλι, κάνει μεταβολή και μπαίνει στο σπίτι μονολογώντας: «Τι με χρειάζονταν εμένα να ανοίξω το στόμα μου;».
Τυχόν ομοιότητα σε πρόσωπα είναι εντελώς συμπτωματική.