ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ: 80 χρόνια από τον θάνατό του και τα έργα του πάντα επίκαιρα!

on .

Με αφορμή την σημερινή εκδήλωση στη Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη (6.30 μ.μ.) για την θέση της γυναίκας στο έργου του Χρήστου Χρηστοβασίλη, αλλά  και την συμπλήρωση 80 χρόνων από τον θάνατο του Ηπειρώτη δημοσιογράφου, λογοτέχνη και πολιτικού (1855-1937), ο «Π.Λ.» δημοσιεύει σε τρεις συνέχειες αποσπάσματα από τη Συλλογή του «Διηγήματα του βουνού και του κάμπου»:
Α’ μέρος
Του βουνού και του κάμπου
Τες Κυριακές όμως τες πόρευε καλά. Μάζευε όλα τα παλληκάρια του χωριού, τάχα για κυνήγι, κι άμα έβρισκε στο λόγγο κανένα σιάδι όμορφο, τους έβανε όλους στη γραμμή και τους γύμναζε:
- Φέρτεεεεε αρμ!
Πού κυνήγι! Τότε κυνηγούσε καλά ο Κώστας ο Ντόντος, όταν πήγαινε μοναχός του ή όταν δεν είχε πιότερο από τρεις συντρόφους. Όταν είχε πιότερο από τρεις, τους έβανε στη γραμμή και δος του: «Εν – δυο, εν – δυο! Ένα στο αριστερό!»... Όταν είχε λίγους έκανε το δεκανέα· όταν είχε πιότερους, έκανε το λοχία, κι όταν είχε πολλούς-πολλούς, έκανε τον αξιωματικό. Τι χαρά είχε όταν έβανε στη γραμμή καμιάν εκατοστή παλληκάρια από το χωριό μου κι από άλλα γειτονικά χωριά, κ’ έκανε τον αξιωματικό! Τέντωνε το κορμί του σα λαμπάδα και φαίνουνταν τρεις πιθαμές ψηλότερος απ’ ό,τι ήταν.
Κάθε Κυριακή λοιπόν ή κάθε βαρειά γιορτή, έτρεχαν όλα τα παλληκάρια από τα πλησιόχωρα στο χωριό του Κώστα-Ντόντου, για να γυμναστούνε.
Με τους πολλούς έτρεξα κ’ εγώ μια μέρα να γυμναστώ, μ’ ένα καριοφίλι στον ώμο. Ήμουν τότες ως δέκα χρονών και κοντότερος απ’ ό,τι έπρεπε για την ηλικία μου. Μαζευτηκαμε σε μια όμορφη ράχη, που’χε στην κορφή της ένα λαμπρό σιάδι. Ήμασταν πιότεροι από εκατό, αλλά σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, γιατί περιμενόντανε κι άλλοι. Όντας συμμαζεύτηκαν όλοι, ο Κώστας φώναξε με μια δυνατή φωνή:
- Σαλπιχτή! Χτύπα συνάθροιση.
Το σαλπιχτή έκανε ένας γύφτος, που ήτανε πρώτος στο κλαρινέττο, ο καημένος ο Τράκας – Θεός σχωρέσ’τονε κι αυτόν! Ο Τράκας άρχισε να λαλάη με το κλαρινέτο:
- Τουτουτουουουουουου!!!!.. Τουτουτουουουουουου!!!!..
Μαζευτήκαμε όλοι γύρα του, όπου στέκονταν αυτός με μια πάλα βγαλμένη. Ακούμε ένα δυνατό πρόσταγμα:
- Στη γραμμή!
Μπήκαμε όλοι στη γραμμή, κι όσοι είχαν τύχει κι άλλη φορά στο γυμνάσιό του, είχανε το τουφέκι πιασμένο με το δεξί χέρι κι ακουμπισμένο καταγής, δίπλα στο δεξί ποδάρι. Όσοι όμως, σαν εμένα, παραβρεθήκαμε για πρώτη φορά, το είχαμε στον ώμο ή κρεμασμένο ή παραμάσκαλα, τέλος πάντων ακανόνιστα.
- Παρά – πόδα τα όπλα! φώναξε με θυμό. Παρά – πόδα τα όπλα, τουρκοραγιάδες!
Αλλά πού να καταλάβουμε εμείς! Τότε πέρασε μόνος του μπροστά στη γραμμή κ’ έπιασε με τα χέρια του τα τουφέκια εκεινών που τα είχαν ακανόνιστα και τα έβανε κανονικά, καθώς το απαιτούσε το πρόσταγμά του.
Όταν έφτασε μπροστά μου, αν και με γνώριζε πολύ καλά, με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα άγριο και σοβαρό, από πάνω ως κάτω, σαν να μ’ είχε ιδεί για πρώτη φορά, και μου’πε με πρόσωπο σκυθρωπό:
- Έβγα όξω από τη γραμμή εσύ, γιατ’ είσαι ανήλικος! Όντας θα κλείσης τα δεκαοχτώ χρόνια, τότε να’ρθης. Μαρς!
Το «μαρς» δεν το’ξερα τι θα ειπή, αλλά τ’ άλλα λόγια του, που τα είχα καταλάβει, με κάνανε να τα χάσω και να μην κουνιούμαι από τη θέση μου. Τότε αυτός μ’ έπιασε από τον ώμο και μ’ έβγαλε όξω από τη γραμμή. Αλλά εγώ, θωρώντας τον εαυτό μου προσβαλμένο, μέσα σε τόσον κόσμο, άναψα από το θυμό μου και στη στιγμή γυρίζω το τουφέκι και «μπαμ» φωτιά κατ’ απάνω του! Αυτός όμως με τη σκούλη της πάλας του χτύπησε το λαμνί του καριοφιλιού μου και το βόλι πήρε άλλο δρόμο. Τότε πια έπεσα στη διάκρισή του! Αλλ’ αυτός, αντί να θυμώση και να με τιμωρήση, μου είπε:
- Αυτό πούκανες λέγεται «βιαιοπραγία κατ’ ανωτέρου» κι ο στρατιωτικός νόμος το τιμωρεί με θάνατο...
Τα’χασα εγώ και τ’ αυγά και τα καλάθια... Αυτός εξακολούθησε:
- ... Αλλά εδώ, επειδή δεν έχουμε αληθινό στρατό δικό μας ακόμα, γι’ αυτό το στρατοδικείο θα σε καταδικάση ψεύτικα... Μα τι λέγω; Εσύ είσαι ανήλικος! Δεν είσαι καν ούτε στρατιώτης!..
Κ’ ύστερα από λίγη σιωπή, μου είπε:
- ... Είσαι αληθινό παλληκάρι. Έχεις μέσα σου ελληνικιά ψυχή! Αλλά σου χρειάζεται πειθαρχία.
Λέγοντας αυτά τα λόγια, με φίλησε και με ξανάβαλε στη γραμμή, όπου φαινόμουνα μισός από τους άλλους, γιατί όλοι οι άλλοι ήσαν απάνω από δεκάξη χρονών. Έτσι ικανοποιήθηκα κ’ έβαλα όλη μου την έγνοια να κάμω καλά τα γυμνάσια. Και τόσο τα έκανα όπως μας τα’λεγε αυτός, που, σαν τελειώσαμε το βράδυ, μ’ ονόμασε υποδεκανέα!
Πέρασε ένας χρόνος, χωρίς να’χη από καμιά μεριά απολαβή ο Κώστας ο Ντόντος. Τα λίγα χρήματα, που είχε φέρει, είχανε τελειώσει. Χωράφι δε δούλευε, μουλάρι δεν είχε να κάμη τον αγωγιάτη. Ένα γαϊδούρι είχε, μόνο και μόνο για τα χοντρά τα ξύλα του σπιτιού. Άρχισε να τον πλακώνη η συλλογή τον καημένο τον απόστρατο, που δεν ήξερε να κάμη καμιά δουλειά. Δέκα δραχμές και τριάντα λεφτά τον κάθε μήνα σύνταξη, που είχε, δεν τον έφτανε ούτε για ταμπάκο. Κλείστηκε μέσα στο σπίτι του για κάμποσες εβδομάδες, κάνοντας τον άρρωστο, και μοναχά την Κυριακή έβγαινε, που πλάκωναν τα παλληκάρια του, τα «ελληνόπουλά» του, -όπως τα έλεγε- για να τα γυμνάζη.
Μια Κυριακή χάθηκε. Όλος ο κόσμος νόμισε ότι τράβηξε πάλι για τα παλιά του τα λημέρια, δηλαδή για την Ελλάδα. Ύστερα όμως από κάμποσον καιρό, μαθεύτηκε ότι είχε μπη ντραγάτης στο Μοναστήρι των Πατέρων, τρεις ώρες μακρυα ‘πο το χωριό του. Ο γούμενος θέλησε να του δώση άλλη δουλειά, με καλύτερη απολαβή, αλλ’ αυτός του είπε:
- Γούμενέ μου, να μου δώσης δουλειά του τουφεκιού, κι ας είναι λιγώτερη η απολαβή μου. Μισή λίρα το μήνα με φτάνει!
Άμα πήρε την ντραγατική στο χέρι ο Κώστας ο Ντόντος, δουλειά που μοιάζει λιγάκι με το στρατιωτικό, αγάλλιασαν τα χτήματα του Μαναστηριού φύλαγμα. Αμπέλια, χωράφια, λόγγους και λιβάδια, τα κοίταζαν από μακρυά εκείνοι που θέλανε να τα πατήσουν. Κανένας δε γνώριζε πότε και που κοιμόνταν αυτός ο άνθρωπος. Παντού και πάντα ήτανε μπροστά. Περπατούσε πάντα αρματωμένος με τουφέκι και γιαταγάνι. Κάθε μέρα μάζευε τους πιστικούς και τους γύμναζε, κι όταν τύχαινε να τον πιάση ο πόθος για τα γυμνάσια και δεν έβρισκε κανέναν πιστικό ή κανέναν διαβάτη, τότες έδινε τα παραγγέλματα και γυμναζότανε μόνος του. Άλλες φορές πάλι φαντάζουνταν ότι είχε μπροστά του μια πυροβολαρχία κ’ έδινε παραγγέλματα λοχαγού, φωνάζοντας δυνατά:
- Ειιιιιις έργοοοοοον!
Μια μέρα, μέρα αυγουστήσια, με φοβερό ηλιοβόρι, τον έπιασε η επιθυμιά για το γυμνάσιο. Δεν ξάνοιγε κανέναν στο δρόμο. Εκεί που άναβε μέσα του ο στρατιωτικός του πόθος, να σου! Και περνάει ένας Αρβανίτης αρματωμένος, δηλαδή μωαμεθανός.
- Χαλτ! Στάσου! του φωνάζει δυνατά.
Ο Αρβανίτης δεν καταλάβαινε τίποτε. Τότε ο Κώστας-Ντόντος τονέ ζυγώνει, τον αρπάζει από τη λαιμαριά και τον τινάζει μ’ όλη τη δύναμή του. Ο Αρβανίτης τα είχε χάσει από το φόβο του. Του ξεκρεμάει ύστερα το τουφέκι από τον ώμο και του το βάνει στη θέση «παρά πόδα». Και να μη σας τα πολυλογώ, τονέ βάσταξε τον καλό σου τον Αρβανίτη εκεί ως το βράδυ. Όταν τον άφησε να φύγη, ο καημένος ο Αρβανίτης πήγαινε, πήγαινε και γύριζε και κοίταζε από πίσω του, μην τον ακολουθήση ο παράξενος άνθρωπος...
Δεν κοιμόνταν ποτέ μονοκόμματα. Έκανε πάντα του λαγού τον ύπνο, είτε νύχτα κοιμόνταν είτε μέρα. Κάθε μια ώρα φώναζε:
- Φύλακες, γρηγορείτεεεε!
Όλα τα χωριά βούιζαν ότι καλύτερος ντραγάτης από τον Κώστα-Ντόντο δεν ήταν άλλος. Κι όντας σκόλασε ο καιρός του στο Μοναστήρι, τονέ ζήτησαν πολλά χωριά ντραγάτη, με διπλό μιστό απ’ ό,τι έπαιρνε από το Γούμενο. Ήταν ευχαριστημένος στο μαναστήρι, αλλά τον τελεύαν οι Τετράδες κ’ οι Παρασκευές κ’ οι σαρακοστές. Όλες τις σαρακοστιανές της μέρες τα φασούλια, τα κουκιά, τα ροβύθια και τα σκορδοκρόμμυδα ήταν, κατά τη γλώσσα του, στην ημερησία διάταξη, κ’ ήθελε με κάθε τρόπο να φύγη.
Μια μέρα ήρθε στον πατέρα μου και του λέγει:
- Αφεντικό! Με παίρ’ς ντραγάτη;
Ο πατέρας μου τον ήθελε και τον παραήθελε, γιατί όλα μας τα χτήματα ήταν καταμεσίς του δρόμου κ’ είχαν ανάγκη από έναν καλό ντραγάτη, σαν τον Κώστα Ντόντο, που είχε δείξει τέτοια ικανότητα στο Μοναστήρι.
- Σε παίρνω, του είπε, κ’ έλα τ’ Άη-Γιωργιού να πιαστής από δουλειά...
- Αλλά θέλω μια λίρα το μήνα και τα τυχερά χώρια...
- Μια, μια! του είπε ο πατέρας μου· το βιο μου να μου φυλάξης καλά...
- Μη νομίσης πως τα θέλω χρήματα και δυσκολευτής! Όχι χρήματα, αφεντικό μου! Να μου τα δίνης αραποσίτι, για να τρώγη η γυναίκα μου και το παιδί μου ψωμί... Αλλά λησμόνησα, αφεντικό! Έχω κ’ έναν όρο ακόμα...
- Τι όρο;...
- Θα σαρακοστεύω όσες μέρες το χρόνο θα σαρακοστεύης κ’ η αφεντιά σου! Δεν έχω μεγάλες απαιτήσες γι’ αυτό... Τυρί, ξυνόγαλο, ας είναι στο τέλος και γκίζα. Αλλά να είναι τέλος πάντων αρτυμή! Κι όχι φασουλοκούκκια!
- Πολύ καλά, Κώστα, του είπε ο πατέρας μου· δέχουμαι και τούτον τον όρον.
Η συμφωνία έκλεισε και τράβηξε μια παγουριά ρακί ο πατέρας μου, λέγοντας:
- Θεός στο καλό και καλή χρονιά, Κώστα! Να περάσουμε καλά.
Πήρε κι αυτός το παγούρι από τα χέρια του πατέρα μου και ρούφηξε μια γερή, λέγοντας:
- Θεός στο καλό, αφεντικό! Να περάσουμε καλά.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

* * *

Η θέση της γυναίκας στο έργο του Χρήστου Χρηστοβασίλη
Στα πλαίσια του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρα της Γυναίκας η Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη φιλοξενεί το Σοροπτιμιστικό Όμιλο Ιωαννίνων «Διώνη» για μια ενδιαφέρουσα αναδρομή στη «Θέση της γυναίκας στο έργο του Χρήστου Χρηστοβασίλη (1855-1937)».
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί σήμερα, Τρίτη και ώρα 6:30 μ.μ. στο χώρο του Κεντρικού Αναγνωστηρίου της Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης.
Η κ. Δροσιά Κατσίλα, Κεντρική Ομιλήτρια της εκδήλωσης και εγγονή του Χρ. Χρηστοβασίλη, θα αναφερθεί στην εποχή πριν την απελευθέρωση της Ηπείρου και λίγο μετά, με επιλεγμένα κείμενα της ηπειρωτικής διανόησης του Χρήστου Χρηστοβασίλη. Κείμενα της εποχής αφηγείται η κ. Ελένη Ζούκη, από το σύλλογο Παλαιών Γιαννιωτών. Προλογίζει και παρουσιάζει το μήνυμα της ημέρας η κ. Αλλέγρα Μάτσα, Πρόεδρος του Σοροπτιμιστικού Ομίλου Ιωαννίνων.
Για το Σουλιώτη Χρήστο Χρηστοβασίλη, του οποίου τα κείμενα συναρπάζουν και το Αρχείο του, το οποίο θησαυρίζεται στη Ζωσιμαία Δημόσια Κεντρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων, ως τμήμα του Αρχείου Χρ. Σούλη, θα μιλήσει η κ. Βάια Οικονομίδου, Προϊσταμένη Δ/νσης της Ζωσιμαίας.