Ελλάδα, Αλβανία και η πορεία προς την Ε.Ε.!

on .

Για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις υπάρχουν αμφιβολίες και ανησυχίες κατά πόσο μπορούν να σταθεροποιηθούν και να εδραιωθούν. Οι αμφιβολίες αυτές ξεκινούν από τότε που το Βορειοηπειρωτικό τμήμα υπήχθη στην αλβανική επικράτεια και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν κατά καιρούς από ελληνικής πλευράς για μια ειλικρινή προσέγγιση και επίλυση των προβλημάτων δεν ετελεσφόρησαν, γιατί προσέκρουαν στις αρνητικές θέσεις των Αλβανών για εξομάλυνση και διευθέτηση των διμερών σχέσεων.
Περισσότερες ενέργειες προς οριστική τακτοποίηση και ρύθμιση των σχέσεων έγιναν μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, αφού, κατά τη διάρκεια της Χοτζικής δικτατορίας, η Αλβανία είχε περιχαρακωθεί και οχυρωθεί με τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, με αποτέλεσμα να απομονωθει τελείως από τον έξω κόσμο.
Στις προσπάθειες που κατέβαλλε η Αλβανία να απαλλαγεί από το επώδυνο Χοτζικό καθεστώς και να επανέλθει στη χορεία των δημοκρατικών κρατών, η Ελλάδα βοήθησε με κάθε τρόπο. Η βοήθεια, η αρωγή και η στήριξη τότε προς τον λιμοκτονούντα αλβανικό λαό υπήρξε πρωτοφανής και καταλυτική. Στα πρώτα μάλιστα χρόνια, μετά το 1990, χωρίς τη συνδρομή και βοήθεια, οικονομική και άλλη, από το ελληνικό κράτος, ίσως δεν θα αποφεύγονταν ο εμφύλιος πόλεμος με απρόβλεπτες συνέπειες για τη χώρα και το λαό της. Να θυμίσουμε τη φιλοξενία των εκατοντάδων χιλιάδων Αλβανών, οι οποίοι, με τα εμβάσματα που έστελναν από την εργασία τους, συνετέλεσαν στην οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη της χώρας και αποφεύχθηκαν επικίνδυνες και δεινότερες καταστάσεις.
Η συμβολή όλων των ελληνικών κυβερνήσεων για τη δημιουργία δομών και αρχών, ώστε να λειτουργήσει η δημοκρατία στη χώρα, υπήρξε σημαντική και συνέβαλε στην ομαλή πορεία του κράτους προς την κατάκτηση των δημοκρατικών θεσμών.
Οι σχέσεις των δύο χωρών δοκιμάστηκαν με την εκλογή του Αναστασίου Γιαννουλάτου ως Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας. Τότε, το σχετικό άρθρο του Συντάγματος, που αναφερόταν στην απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, καταψηφίστηκε και αποδοκιμάστηκε η Κυβέρνηση. Έκτοτε, ο κ. Αναστάσιος, από της εκλογής του μέχρι σήμερα, εργάζεται για τον επανευαγγελισμό των ορθοδόξων, για την επισκευή και ανέγερση ναών και για την εν γένει πρόοδο και ανάπτυξη της Αλβανίας. Το έργο του πολυσχιδές και πολυεπίπεδο αναγνωρίστηκε τόσο για τη στερέωση των δημοκρατικών εξελίξεων στην Αλβανία, όσο και για την ενίσχυση των Ελλήνων ορθοδόξων της μειονότητας, οι οποίοι ανάσαναν και ανακουφίστηκαν από το βάρος της ανασφάλειας και αβεβαιότητας.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι εκάστοτε ιθύνοντες των κυβερνήσεων και κύκλοι εθνικιστικοί προπαγανδίζουν τη «Μεγάλη Αλβανία» και παίζουν σημαντικό ρόλο στις σχέσεις των δύο χωρών. Οι σχέσεις αυτές, άλλοτε ενισχυτικές και συναινετικές και άλλοτε αρνητικές, σημάδεψαν τις σχέσεις των δύο χωρών μετά το 1990 μέχρι και σήμερα. Την περίοδο αυτή παρατηρούνται κάποια βήματα ανοίγματος και προόδου, αλλά και παγώματος, καθυστέρησης και οπισθοδρόμησης, εξαιτίας των αντιφατικών εξελίξεων στην Αλβανία και από άλλους παράγοντες. Για παράδειγμα, το θέμα των Τσάμηδων, που προβάλλεται καθημερινά στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, και το οποίο υποθάλπεται και ενισχύεται και από το επίσημο κράτος, όπως και οι αλυτρωτικές βλέψεις εις βάρος γειτονικών χωρών.
Τα θέματα αυτά και άλλα, αποτελούν το αντίβαρο στο βορειοηπειρωτικό ζήτημα, το οποίο δεν υπάρχει κατά τους ισχυρισμούς των Αλβανών, που επιδιώκουν να το καταπνίξουν και να αφομοιώσουν και απορροφήσουν τους μειονοτικούς πληθυσμούς, πολλές φορές με μέσα κάθε άλλο παρά δημοκρατικά. Μάλιστα, ο σημερινός Πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και Πρωθυπουργός Έντι Ράμα υπερέβαλε εαυτόν σε αρνητικές θέσεις απέναντι στην Ελλάδα και, κυρίως, με τις ενέργειες και τη στάση του απέναντι στη μειονότητα. Η πολιτική του κάθε άλλο παρά κατευναστική και ενισχυτική είναι των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Με τη στάση της Κυβέρνησής του δημιουργεί δυσκολίες και βλάπτει την εδραίωση των σχέσεων.
Από το ένα μέρος η Κυβέρνηση εκλιπαρεί την είσοδο στην ευρωπαϊκή οικογένεια και από το άλλο, με τις ενέργειές της, απομακρύνει τη χώρα από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για την Ελλάδα οι σχέσεις καλής γειτονίας και η προοπτική σύσφιξης των σχέσεων αυτών περνούν από την εξασφάλιση των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας. Οι διακυμάνσεις που παρατηρήθηκαν από τη στάση των κυβερνήσεων προς τη μειονότητα, αποτελούν αρνητικά στοιχεία για την ομαλοποίηση των σχέσεων. Η συνεχής καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η δήμευση περιουσιών, η μη επιστροφή της εκκλησιαστικής περιουσίας, βαρύνουν τις σχέσεις των χωρών. Επίσης, βασικό στοιχείο των σχέσεων αποτελεί η μη αναγνώριση των μειονοτικών δικαιωμάτων σε περιοχές όπως η Χιμάρα, η Πρεμετή, η Κοριτσά. Η Αλβανία αναγνωρίζει μειονότητα μόνο τις λεγόμενες ζώνες Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα, που κατοικούν αμιγείς και συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Στο θέμα αυτό οι αλβανικές κυβερνήσεις μετά το 1990 συνεχίζουν την πολιτική του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Με όσα εκτέθηκαν άραγε, η Αλβανία πληροί όλους τους όρους για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Δεδομένου ότι τα κίνητρα της Ε.Ε. για την ένταξη κάποιου κράτους είναι αυστηρά, η παραμικρή απόκλιση το αποκλείει. Ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύεται η Αλβανία δυσχεραίνει την ένταξή της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις εκθέσεις που συντάσσει και για την Αλβανία, στέλνει μηνύματα και προειδοποιεί μειώνοντας τις προσδοκίες για ένταξή της εάν δεν συμμορφωθεί προς το κοινοτικό κεκτημένο. Ο σεβασμός της ελληνικής μειονότητας, η πάταξη της διαφθοράς, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και άλλες ενέργειες είναι εκείνες που οφείλει να τηρεί η Αλβανία.
Προβλήματα που επιζητούν λύσεις και παραμένουν εκκρεμή και η μη συνεργασία με πνεύμα συναίνεσης εμποδίζουν τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Η Ελληνική Πολιτεία και επιθυμεί και εργάζεται για τη δημιουργία αγαθών γειτονικών και συγγενικών σχέσεων, γεγονός που το αποδεικνύει με τη στάση της και στο θέμα της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα για την επίλυση των προβλημάτων με πνεύμα συνεργατικότητας και καλής θέλησης. Δεν απομένει παρά η αλβανική κυβέρνηση να αλλάξει πλεύση, να εννοήσει ότι η Ελλάδα είναι, ίσως, η μοναδική χώρα που επιθυμεί και την ανάπτυξη της Αλβανίας και την ένταξή της στην Ε.Ε.
Η όξυνση των σχέσεων για εσωτερική κατανάλωση, η άρνηση σε θέματα που αφορούν και τις δυο χώρες, η εγκατάλειψη της συμμετοχικής δημοκρατίας, συνιστούν εμπόδια στις όποιες προσπάθειες για καλύτερες και θερμότερες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών σε όλα τα επίπεδα: πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και άλλα.

ΝΙΚΟΣ ΥΦΑΝΤΗΣ