Ορθόδοξη Εκκλησία και ανθρώπινα δικαιώματα

on .

- Του ΠΑΥΛΟΥ ΑΘ. ΠΑΛΟΥΚΑ,πρ. Σχολικού Συμβούλου Δ.Ε.

l Ἡ ἀνθρωπότητα σήμερα ζεῖ στίς ἀντιφάσεις καί ἀντινομίες της! Ἀπό τή μία μεριά μακρόσυρτες «Διακηρύξεις τῶν Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ πολίτου» (ἀπό τή Magna Charta Liber-tatum τοῦ 1215, μέχρι τή διακήρυξη τοῦ ΟΗΕ τό 1948) καί ἑορτασμοί  «Παγκόσμιας ἡμέρας τῆς γυναίκας ἤ τοῦ παιδιοῦ» ἤ…, καί ἀπό τήν ἄλλη, βάναυση καταπάτηση τῶν δικαιωμάτων του. Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι καί ἡ ἀφορμή πού μᾶς κάνει νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό θέμα αὐτό.
Ὅλες οἱ  κατά καιρούς ἐξαγγελθεῖσες «Διακηρύξεις»ἔχουν σάν βάση τό ἀπαραβίαστο τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καί περιγράφουν μέ ἀκρίβεια τό δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου νά μήν περιορίζεται ἡ ἐλευθερία του. Γι’ αὐτό τονίζουν τήν ἀνάγκη νά μάθουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι «Παιδιά τοῦ Ἑνός Θεοῦ»,  ἄρα ἴσοι μεταξύ τους. Ἐπομένως δέν πρέπει νά ὑπάρχουν διακρίσεις κοινωνικές, φύλου, χρὠματος καί θρησκείας. Αὐτό δέν σημαίνει ἀσφαλῶς ἀπόρριψη τῆς ἐθνικῆς,  πολιτιστικῆς  καί  θρησκευτικῆς ταυτότητας κανενός.  Τοὐναντίον  μάλιστα˙ σεβασμό στήν ἰδιαιτερότητα καί τήν ἰδιοπροσωπία τοῦ κάθε λαοῦ, τοῦ κάθε ἔθνους.  Ἐξυπακούεται βέβαια πάνω στή βάση τῆς ἀμοιβαιότητας καί ὄχι μονομερῶς.
Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο «κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσιν… ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς…». Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν εἶναι «εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ, εἶναι πρόσωπο μέ νοῦ, λογική, ἐλευθερία βουλήσεως, συνείδηση κ.ἄ. καί ὄχι κάποιο ὄν – ἐξάρτημα μέσα στήν ὅλη δημιουργία. Εἶναι ἀκόμη κορωνίδα αὐτῆς καί ὅλη ἡ ἄλογη φύση ὑποτάσσεται σ’αὐτόν, χωρίς νά ἔχει ὅμως τό προνόμιο νά τήν καταχρᾶται. Μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ἰσχύει τό χρέος τῆς ἀγάπης καί ὄχι τῆς ἀλληλοϋποταγῆς. Διότι ὁ Δημιουργός δημιούργησε πρόσωπα.  Ἡ  ἀνθρώπινη  ὕπαρξη ἁπλῶς  διακρίνεται σέ ἄνδρα καί γυναῖκα, πρόσωπα ὅμοια καί ἰσότιμα, ἀμοιβαίως ἀλληλοσυμπληρούμενα. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε νά ζήσει ἐλεύθερος καί μέσα στά ὅρια τῆς ἐλευθερίας, πού ὑποχρεωτικά πρέπει νά σέβεται, ἀφοῦ εἶναι δημιούργημα καί ὄχι αὐθύπαρκτος.
«Ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικόν ζῷον» (ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπό τή φύση του προορισμένος νά ζήσει μέσα στήν πόλη), ἐπισημαίνει ὁ Ἀριστοτέλης. Καί σ’ ἄλλο του σύγγραμμα διευκρινίζει ἔτι περαιτέρω ὅτι: «Ὁ ἄνθρωπος οὐ μόνον πολιτικόν, ἀλλά καί οἰκονομικόν ζῷον (…). Οὑ μοναυλικόν, ἀλλά κοινωνικόν ἄνθρωπος ζῷον πρός οὕς φύσει συγγένειά ἐστιν˙ καί κοινωνία τοίνυν καί δίκαιόν τι καί εἰ μη πόλις εἴη». Δηλαδή: Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο πολιτικό ζῶο, ἀλλά καί οἰκονομικό [οἰκογενειακό] (…). Δέν εἶναι ζῶο μοναχικό ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά κοινωνικό, δεμένο μ’ ἐκείνους πού συγγενεύει ἀπ’ τή φύση του˙ κάθε κοινωνία λοιπόν θά εἶχε καί κάποιο δίκαιο, ἀκόμα κι’ ἄν δέν ὑπῆρχε πολιτεία. Ὡς ἐκ τούτου πρέπει νά δημιουργεῖ ἰδεώδη κοινωνία καί νά ἐπικοινωνεῖ μέ τούς συνανθρώπους του, ἀνεξαρτήτως φυλῆς, χρώματος, θρησκείας καί κοινωνικῆς τάξεως. Δυστυχῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔκανε κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας πού τοῦ χάρισε ὁ δημιουργός του καί «ἐξέπεσε». Ἀπό τότε φυγαδεύτηκε ἡ ἀγάπη καί ἡ εἰρήνη μεταξύ τῶν ἀνδρογύνων καί τῶν ἀνθρώπων γενικότερα καί ἐπῆλθε διατάραξη στίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Μπῆκε ὁ ἐγωισμός καί ὁ ἕνας ὑποβλέπει, ὑποσκάπτει τόν ἄλλο καί θέλει νά τόν ἐκμεταλλευτεῖ καί νά τόν ὑποδουλώσει, θεωρώντάς τον μάλιστα κατώτερο λόγω φτώχειας, φυλῆς, θρησκείας, κατώτερης κοινωνικῆς τάξεως. Ἔτσι καλλιεργήθηκαν τάσεις ἐθνικιστικές καί ρατσιστικές, ὅπως τίς λέμε σήμερα, καί καταστρατήγηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Πέρασε λοιπόν τό πνεῦμα τοῦ θεσμοῦ δουλείας, ἡ ὁποία στήν ἀρχαιότητα καί στόν 1ο μ.Χ. αἰώνα ἦταν πολύ διαδεδομένη. Ἐπίσης, σέ ὑποτίμηση καί ὑποβάθμιση βρίσκονταν στήν παλιά ἐποχή (δυστυχῶς ὅμως καί σήμερα!) οἱ δοῦλοι, τά παιδιά καί οἱ γυναῖκες. Καί γενικά οἱ φυλετικές καί κοινωνικές διακρίσεις ἀπό ἀρχαιότητος μέχρι σήμερα.

Ποια η θέση της Εκκλησίας μας;
Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ξεκάθαρη. Τό χριστιανικό πνεῦμα θέτει τόν ἄνθρωπο πολύ ψηλά καί πάνω ἀπό ὁποιεσδήποτε  στενόκαρδες, ἐγωιστικές καί ζημιογόνες φυλετικές διακρίσεις καί κοινωνικές διαφορές. Ἡ χριστιανική θέση ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴσοι ἀδιακρίτως φυλῆς, ἐθνικότητας, χρώματος δέρματος, θρησκείας καί τάξεως.
Ἡ δουλεία, ὡς ἀρνητικό σύμπτωμα τῆς ἀνθρωπότητας, μετά τήν πτώση, ὑπῆρχε καί στήν ἐποχή τῆς Π. Διαθήκης. Ὁ Μωσαϊκός νόμος θεσπίζει, ὅμως, δίκαιο τοῦ δούλου καί περιφρουρεῖ αὐτόν προστατεύοντάς τον ἀπό τήν αὐθαιρεσία τοῦ κυρίου του. Ἔχει δικαιώματα μέσα στήν κοινωνία.
Τά παιδιά καί ἡ γυναίκα διασφαλίζουν τό πρόσωπό τους καί τά δικαιώματά τους μέσα στή Χριστιανική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συμβάλλει στήν ἐξύψωση καί προστασία τους. Ἔρχεται τό Εὐαγγέλιο καί μᾶς δίνει τόν «Καταστατικό Χάρτη»  τῆς ἰσότητας  τῶν ἀνθρώπων καί καταργεῖ τίς κάθε εἴδους ἐθνικές καί κοινωνικές διακρίσεις: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ, πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»˙ καί, «οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος,…βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός». Δέν ὑπάρχουν δηλαδή διαφορές καί διακρίσεις ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους: «Οὐκ ἔστι διαστολή Ἰουδαίου τε καί Ἕλληνος˙ ὁ γάρ αὐτός Κύριος πάντων», θά διακηρύξει ὁ Ἀπ. Παῦλος.  Προμετωπίδα αὐτοῦ τοῦ «Χάρτη» μπορεῖ νά τεθεῖ τό «ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καί μάλιστα καί «τούς ἐχθρούς ὑμῶν…». Αὐτό τό νόημα ἔχει καί ἡ παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη.
Ἡ Χριστιανική διδασκαλία εἶναι πρωτοπόρος στό θέμα τῆς κατανόησης τῆς ἀπόλυτης ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, πάνω στήν ὁποία πρέπει νά στηρίζονται τά ἀνθρώπινα δικαιώματα.
Ὁ Ρατσισμός, πού ἀποτελεῖ στίγμα τῆς ἐποχής μας, εἶναι παράλογος, ἀνήθικος καί ἀπάνθρωπος, ἀφοῦ στηρίζεται στόν ἐγωισμό, τή βία, τή διάκριση καί τόν παραγκωνισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια, πρόσωπα, «εἰκόνα θεοῦ», μέ κοινό πατέρα τόν Δημιουργό ὅλων τῶν Ἐθνῶν, ὅπως   εἶπε καί ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν σημαντική Ὁμιλία του πάνω στόν Ἄρειο Πάγο (Ἀθήνα).
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά σταματήσει νά εἶναι γιά τόν συνάνθρωπο λύκος, ὅπως ἔλεγαν καί οἱ Λατίνοι. Ἀλλά νά ὑπάρχει ἀμοιβαία ἀγάπη καί ἀλληλοσεβασμός μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Οἱ αἰώνιες πνευματικές, ἠθικές και κοινωνικές ἀξίες (πίστη, ἀγάπη, ἀδελφοσύνη, ἰσότητα, εἰρήνη, ἐλευθερία, δικαιοσύνη…) πρέπει νά διέπουν τίς κοινωνικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι ἡ βία καί ὁ πόλεμος, πού μόνο κακά προξενοῦν.
Ἡ ζωή τοῦ καθενός ἀνθρώπου, μαύρου, λευκοῦ καί κίτρινου,  χριστιανοῦ ἤ μη, εἶναι δῶρο θεοῦ καί ὑπερτάτη ἀξία, καί δέν ἔχει δικαίωμα κανείς νά τῆς στερήσει ὅ,τι τῆς ἀνήκει ἤ τό χειρότερο νά τήν ἀφαιρέσει γιά λόγους οἰκονομικούς κ.ἄ. (Ὅλοι μας ἔχουμε γίνει θεατές τέτοιων τραγικῶν περιστατικῶν δολοφονίας καί σφαγῆς χριστιανῶν κ.ἄ. σέ μουσουλμανικές χῶρες ἤ καί στή χώρα μας ἀκόμη, γιά θρησκευτικούς καί οἰκονομικούς λόγους).
Ὁ Χρυσοῦς κανόνας τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς, ὅπως ὀρίζεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο, δηλαδή «ὅλα ὅσα ἄν θέλετε νά σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, νά κάνετε καί σεῖς ὁμοίως» ἥ τῆς Π. Διαθήκης «κάτι τό ὁποῖο ἐσύ μισεῖς νά μή το κάνεις στόν ἄλλο», πρέπει νά μπεῖ σέ ἐφαρμογή πλέον ἀπό ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, ἄσχετα τοῦ τί πιστεύει θρησκευτικά ὁ καθένας μας. Ἔτσι θά γίνει ἡ ἐσωτερική ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου καί θά μπορέσει νά μεταμορφώσει τό «ἄηθες ἦθος» τῆς κοινωνίας μας. Διαφορετικά οἱ ψυχροί νόμοι, οἱ «διακηρύξεις» καί τά ἡμίμετρα δέν θά δώσουν τή λύση τους ποτέ, μά ποτέ. Τό ριζοσπαστικό μήνυμα τοῦ Χριστιανισμοῦ γιά τήν κατάργηση τῶν κάθε λογῆς φυλετικῶν καί κοινωνικῶν διακρίσεων προηγήθηκε ὅλων τῶν γνωστῶν ἀνθρωπίνων «διακηρύξεων», καί ἀναφέρθηκε ἤδη ἀνωτέρω. Καί δέν στάθηκε ἡ Ἐκκλησία μόνο στή θεωρητική διατύπωση, στήν πρόταση, ἀλλά προχώρησε καί στήν πράξη. Παλαιά, μέ τόν ἀγῶνα τῶν προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καί τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Σήμερα, μέ διακηρύξεις, συνελεύσεις, διαμαρτυρίες, ἐγκυκλίους καί μέ διαλόγους ὑπέρ τῆς εἰρήνης καί τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων πολιτικῶν, γλωσσικῶν,  θρησκευτικῶν καί λοιπῶν δικαιωμάτων.
Ἀλλά καί μέ ἔμπρακτο ἀγώνα˙ μέ τή «Θεολογία τῆς ἐπανάστασης» ἤ τῆς «ἀπελευθέρωσης». Δηλαδή, ἀξιόλογοι ἀγωνιστές Ἐπίσκοποι καί παπάδες (ἀντάρτες) ἀγωνίζονται ἥ ἀγωνίσθηκαν στό παρελθόν, στή Λατινική Ἀμερική, Βραζιλία, Χιλή, Κολομβία (π.χ.  Χέλντερ Καμάρα, Καμίλο Τόρες), Τουλούζη Γαλλίας (ὀνομαστός φυλακισμένος ἀπό τούς Ναζί στό Ἄουσβιτς Ἐπίσκοπος Σέελ Ἐρρίκος Ντερουά), Ἀφρική (Ντέσμου Τούτο). «Χριστός καί Ἐπανάσταση πάνε ἀντάμα», εἶχε δηλώσει παλαιότερα ὁ ὑπουργός ἐξωτερικῶν τῆς Νικαράγουα πατήρ Μιγουέλ Ντ’ Ἐσκότο. Στήν Ἀμερική, ἐμπνεόμενοι ἀπό τό καθαρῶς χριστιανικό πνεῦμα τῆς ἰσότητας καί ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῆς δουλείας καί τῶν φυλετικῶν διακρίσεων: Ὁ 16ος πρόεδρος τῶν Η.Π.Α. (1809-1865), ὁ Ἀβραάμ Λίνκολν, πού κατάργησε τή δουλεία (γύρω στά 6.000.000 δούλων βρήκαν τήν ἐλευθερία τους) καί τελικά δολοφονήθηκε ἀπό φανατικό ὀπαδό τῆς δουλείας. Καί ὁ Μάρτιν Λούθερ Κίγκ γιά τά δικαιώματα τῶν Μαύρων, πού καί  αὐτός εἶχε τήν ἴδια τύχη (δολοφονήθηκε τό 1968). Νομίζουμε ὅτι εἶναι ἀρκετά τά στοιχεῖα πού ἀναφέραμε, γιά νά μᾶς προβληματίσουν καί νά βγάλουμε τά συμπεράσματά μας. «Ἦλθε τό φῶς στόν κόσμο καί οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν μᾶλλον τό σκότος παρά τό Φῶς˙ διότι ἦταν πονηρά τά ἔργα τους…». Γι’ αὐτό οἱ ρατσιστές εἶδαν τόν Χριστιανισμό σάν τόν ἀσυμβίβαστο ἀντίπαλό τους.
Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πάντως, δέν θά παύσουμε νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν χριστιανική παγκοσμιότητα καί κατά τῆς παγκοσμιοποίησης, ἡ ὁποία «πολτοποιεῖ» τήν ἀνθρωπότητα. Πιστεύομε ἀκράδαντα ὅτι ὅλα τά κοινωνικά προβλήματα θά βροῦν τή λύση τους, μόνο ἄν βάλουμε σέ ἐφαρμογή τήν μοναδική καί ἀξεπέραστη διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Διαφορετικά  τό  παράλογο  καί τό ἀνήθικο θά βρίσκουν χῶρο ὕπαρξης μέ τή μορφή τοῦ ρατσισμοῦ ἤ τοῦ ὅποιου ὑποκατάστατου αὐτοῦ.
Πάντως, καί τά ἐφετινά Χριστούγεννα, καί πάντοτε, καί εἰς τόν αἰῶνα θ’ ἀκούγεται τό διαχρονικό μήνυμα τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας: «Αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν», καί, «κατῆλθεν ἵν’ὑψωθῶμεν». Καί ὁ ἐκκλησιαστικός ὑμνογράφος θά συνηγορήσει  λέγοντας: «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεόν τόν Ἀδάμ ἀπεργάσηται». Στήν ἀνθρωπότητα ὅλη ἐναπόκειται πλέον ν’ ἀνοίξει τόν «δέκτη» τῆς ψυχῆς της, γιά νά τ’ ἀκούσει καί νά τό συνειδητοποιήσει καλά, ἄν θέλει νά ὀρθοποδήσει καί νά εὐτυχήσει. Διαφορετικά θά ἀντιμετωπίζει τίς τραγικές συνέπειες τῶν ἁμαρτιῶν της. Ἐκεῖνος, ὅμως, πάντοτε θά περιμένει τή μετάνοια, τήν ἀλλαγή πορείας τῆς ζωῆς της, τόν ἄσωτο υἱό της!