Μνήμη Ν. Καζαντζάκη… (Τα παραλειπόμενα μιας επετείου)

on .

-  Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΖΩΛΑ, δικηγόρου

 Έτος αφιερωμένο  στον μεγάλο κρητικό ποιητή, στοχαστή και πεζογράφο Νίκο Καζαντζάκη είναι το έτος 2017, για την συμπλήρωση των 60 χρόνων από τον θάνατό του το 1957. Η πνευματική  φυσιογνωμία του Νίκου Καζαντζάκη είναι από τις λίγες, όχι μόνο στον Ελλαδικό χώρο, αλλά και παγκοσμίως, που απασχόλησε και απασχολεί ακόμη την φιλολογική και όχι μόνο κριτική, γιατί το έργο του  περικλείει οικουμενικές αξίες  για τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Έχουν γραφεί τόσα πολλά  για το έργο και την αξία του συγγραφέα, ώστε  η  πενιχρή μου πέννα ελάχιστα θα πρόσφερε για να συμπληρώσει την προσωπικότητά του. Έγκυροι μελετητές και κριτικοί, ντόπιοι -όπως ο συμπατριώτης μας Μάρκος Αυγέρης, ο Τάσος Βουρνάς κλπ.- και ξένοι ασχολήθηκαν με το έργο του Ν. Καζαντζάκη και το τοποθέτησαν  στην θέση που του αξίζει. Φέτος  μάλιστα, λόγω του εορτασμού, έγιναν σε όλη την Ελλάδα αρκετές  εκδηλώσεις τιμής και μνήμης του έργου του. Πλήν όμως ο σύγχρονος συντηρητικός ακαδημαϊσμός ασχολείται περισσότερο με τα γραμματολογικά, γλωσσικά και φιλολογικά στοιχεία του έργου του, αλλά  παραλείπει και δεν προσπαθεί να εξηγήσει, γιατί ένας τέτοιος διανοούμενος και στοχαστής, που αναγνωρίστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, κυνηγήθηκε και διώχθηκε τόσο πολύ στην πατρίδα του. Αυτό το κενό θα προσπαθήσω να καλύψω με το σημερινό μου δημοσίευμα, το οποίο βγαίνει από το σύνολο του έργου και την ίδια την ζωή του.  Ολόκληρη η ζωή του Ν. Καζαντζάκη, κατά την γνώμη μου, υπήρξε ένας συνεχής αγώνας για την κατάκτηση της πραγματικής ελευθερίας του  ανθρώπου. Μιάς ελευθερίας  απαλλαγμένης όχι μόνο από τα εξωτερικά υλικά δεσμά του ατόμου, αλλά και από τις κάθε λογής ανθρώπινες πολιτικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές ιδεοληψίες και δοξασίες, οι οποίες τον υποδηλώνουν.  Ο ίδιος έζησε και τις δύο αυτές υποδουλώσεις του ατόμου, τόσο κατά την περίοδο της υποδούλωσης της Πατρίδας μας  στον τουρκικό ζυγό, όσο και κα κατά τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Ο ίδιος επίσης έζησε στα χρόνια του μεσοπολέμου όλες τις στρατιωτικές δικτατορίες, καθώς και τον εκπαιδευτικό και θρησκευτικό σκοταδισμό που  μάστιζε κατά την ίδια περίοδο τον τόπο μας. Αφού ξεπέρασε έγκαιρα την επίδραση της απάνθρωπης νιτσεϊκής και αριστοκρατικής αντίληψης για την ερμηνεία του κόσμου, έβαλε σκοπό της ζωής του να κατακτήσει την ατομική και κοινωνική ελευθερία, όπως αυτός την εννοούσε, και με το έργο του να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και την  Κοινωνία, να απαλλαγούν από την αδικία, την μιζέρια και τις οπισθοδρομικές προκαταλήψεις, που κράτησαν τον Λαό αυτό  400 χρόνια υπόδουλο. Ο ίδιος, με μια ομάδα  προοδευτικών διανοουμένων, ποιητών και συγγραφέων (όπως  ο Αγ. Σικελιανός, Μ. Αυγέρης, Κ. Βάρναλης, Ι. Καρβούνης  και πολλοί άλλοι), πάλεψε για την εξάλειψη του ραγιαδισμού και την κατάργηση της σκοταδιστικής και θεοκρατούμενης Παιδείας. Αυτή η εσωτερική πάλη του ατόμου για την πραγματική ελευθερία βγαίνει από τους ανθρώπινους χαρακτήρες που χρησιμοποιεί, οι οποίοι ορθώνουν το ανάστημά τους στο κάθε λογής κατεστημένο της εποχής τους και αν χρειαστεί θυσιάζουν ακόμη και την ζωής τους.
Το θέμα του  διωγμού της Εθνικής Αντίστασης και των αγωνιστών της, από το μετακατοχικό καθεστώς  των συνεργατών των γερμανών και των  κάθε λογής δωσίλογων, που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, τον απασχόλησε έντονα στο έργο του «Θέλει να ζήσει ελεύθερος, σκοτώστε τον», στο  οποίο και τον καταδίκασε. Η πνευματική και πολιτική δράση του συγγραφέα, η οποία καλύπτει πάνω από μισό αιώνα περίπου, συνέπεσε και συναντήθηκε με τις ιδέες που  τον προηγούμενο αιώνα συγκλόνισαν και άλλαξαν ολόκληρο σχεδόν το εποικοδόμημα των ανθρώπινων κοινωνιών και πιο συγκεκριμένα τον επαναστατικό και μαχόμενο  σοσιαλισμό, που ξεκίνησε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση  στην Ρωσία.
Η επίθεση που δέχτηκε ο Ν. Καζαντζάκης για το έργο του  και τις ιδέες του  από την Δεξιά και τους εκκλησιαστικούς κύκλους του κατεστημένου, με μια πιο ψύχραιμη ματιά, ήταν υπερβολική και δυσανάλογη κατά την γνώμη μου, με τα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα που βγαίνουν απ’ αυτό. Εκείνο που υποκίνησε  την λυσσαλέα  επίθεση του κατεστημένου, ήταν πρωτίστως η τεράστια διεθνής αναγνώρισή του, πράγμα που δεν του τον συγχώρησαν ποτέ οι μετριότητες. Επί πλέον, ο ίδιος, ως ανυπότακτος και ελεύθερα στοχαζόμενος  άνθρωπος, ανεξάρτητα από το πού ανήκε ιδεολογικά, βρίσκονταν στην «απέναντι όχθη» του κατεστημένου και κάτι τέτοιο δεν του το συγχώρεσαν ποτέ. Το πολιτικό κατεστημένο της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής περιόδου είχε έτοιμη την «ρετσινιά «του κομμουνιστή», ενώ το εκκλησιαστικό Ιερατείο, μη μπορώντας να του προσάψουν τον «κόκκινο μανδύα του κομμουνισμού», βρήκαν βολική την πανάρχαια λύση του «άθεου». Ήταν τα γνωστά παμπάλαια και σκουριασμένα όπλα, που χρησιμοποίησε, εκατό περίπου χρόνια πρίν, το ίδιο κατεστημένο εναντίον του Εμμ. Ροϊδη και του Θεόφ. Καϊρη.
Ακόμη και το βραβείο Ειρήνης με το οποίο τιμήθηκε, αν πέρναγε από το χέρι του Ελληνικού Κράτους θα είχε ματαιωθεί.
Μια  σύντομη αναδρομή μπορεί να μας δώσει το κλίμα της εποχής, όπως αυτό προκύπτει από αποφάσεις και δημοσιεύματα του ημερήσιου και περιοδικού τύπου. Στις 5 Μαρτίου 1945 ο Ν. Καζαντζάκης υποβάλλει υποψηφιότητα για μια θέση στην τάξη των Γραμματέων της Ακαδημίας Αθηνών και αυτή του απαντάει αρνητικά. Είναι χαρακτηριστικό το δημοσίευμα του δημοσιογράφου και λόγιου Θράσου  Καστανάκη  στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», στις 30-6-1945, ο οποίος μεταξύ άλλων γράφει: «…Απορώ και εξίσταμαι!  Γιατί η έκπληξη αυτή, γιατί η αγανάκτηση και οι διαμαρτυρίες; Τι θέλετε να κάνει η Ακαδημία, που την ξέρουμε από χρόνια και που αποτελεί ένα είδος ασύλου βρυκολάκων;….»
Στις 27 Μαϊου 1946 η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών πρότεινε για  το βραβείο Νόμπελ τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό, ως κοινούς υποψηφίους. Η αμετανόητη  και συντηρητική Δεξιά, που κυβερνούσε τότε την Ελλάδα σαμποτάρισε την πρόταση αυτή και έτσι χάθηκε το βραβείο Νόμπελ για τους δύο διακεκριμένους διανοούμενους και για την ίδια την Ελλάδα. Τα ίδιο είχε συμβεί και με τον Κ. Παλαμά. Από το 1947 και μετά, με την  πλήρη επικράτηση της ξενοκρατίας στη Χώρα μας, ο διωγμός του συγγραφέα παίρνει την μορφή χιονοστιβάδας. Ήταν η εποχή, που ο Καζαντζάκης έγραψε τον «Καπετάν Μιχάλη» και τον ¨Τελευταίο Πειρασμό». Όπως διαβάζουμε στα ΝΕΑ της 12-5-1954, το εναρκτήριο λάκτισμα το έδωσε πρώτη με ανακοίνωσή της η …Ορθόδοξη Εκκλησία Βορείου και Νοτίου Αμερικής, με την οποία καταδικάζεται το περιεχόμενο του νέου βιβλίου του Ν. Καζαντζάκη «Ο τελευταίος Πειρασμός», το οποίο βιβλίο, ήδη είχε καταδικάσει ο Πάπας και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.   Το παράδειγμα του αρχιεπίσκοπου Αμερικής ακολούθησαν όλα τα αντιδραστικά και συντηρητικά έντυπα της εποχής,  όπως η ΕΣΤΙΑ και η ΖΩΗ. Μετά απ’ αυτά συγκλήθηκε η Ιερή Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, πρωτοστατούντος του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου και στις  2 Ιουλίου 1954 δημοσιεύθηκε η απόφασή της, σύμφωνα με την οποία  μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «…λόγω της προκληθείσης αναταραχής εις τας συνειδήσεις των πιστών… εκ της εκδόσεως  των βιβλίων  «Καπετάν Μιχάλης» και «Τελευταίος Πειρασμός» του Ν. Καζαντζάκη και ιδίως το δεύτερον, το οποίο διαστρέφει και κακοποιεί την θεόπνευστον ευαγγελική διήγηση… «απευθύνει ...πατρική παραίνεση προς τους πιστούς να αποφεύγουν την ανάγνωση των βιβλίων αυτών…» και τέλος παρέπεμψε την υπόθεση στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας», δηλαδή για να καλέσει τον συγγραφέα σε …απολογία».
Όπως ήταν φυσικό μια τέτοια απαγόρευση  ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και διαμαρτυριών από προοδευτικούς διανοούμενους, επί πλέον  δε όλα τα Δημοτικά Συμβούλια της Κρήτης διαμαρτυρήθηκαν για την απαράδεκτη στάση της Εκκλησίας. Μάλιστα ο Υπουργός Εσωτερικών Ι. Νικολίτσας, της  τότε Δεξιάς Κυβέρνησης, πήρε μέτρα εναντίον των Δημ. Συμβουλίων, που υπέγραψαν τα σχετικά ψηφίσματα, με την δικαιολογία ότι ασχολήθηκαν με θέμα ξένο προς τα καθήκοντά τους. Το θέμα μάλιστα έφθασε και στη Βουλή των Ελλήνων, μετά από σχετική ερώτηση του τότε βουλευτή του Κόμματος των  Φιλελευθέρων Κων. Μητσοτάκη, ό οποίος, προς τιμή του, όπως προκύπτει από τά Πρακτικά της Βουλής (11 Μαρτίου 1955) υπεραμύνθηκε του έργου και του πατριωτικού φρονήματος του συγγραφέα και κατέκρινε την Εκκλησία γιατί με την στάση της και τις αποφάσεις της «…περιορίζει την ελευθερία του πνεύματος» και ζήτησε  την απαλλαγή των Δημ. Συμβουλίων των Δήμων της Κρήτης. Δυστυχώς το αντιδραστικό κατεστημένο ήθελε και θέλει υποδουλωμένους τους πνευματικούς ανθρώπους. Ο Ν.Καζαντζάκης δεν ανήκε στην κατηγορία αυτή.
Δεξιά και Εκκλησία τον πολέμησαν μέχρι τέλος και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πατρίδα που τον γέννησε. Γύρισε στην Ελλάδα το 1957 νεκρός για να βρεί ανάπαυση στην κρητική γη. Στάθηκε όρθιος και περήφανος μέχρι το τέλος της ζωής του, δίνοντας την απάντηση που έπρεπε σε όλους αυτούς τους κάθε λογής  «βρυκόλακες», που αναφέρει ο Θράσος Καστανάκης, μέσα από τον ίδιο τον τάφο του, στον οποίο έγραψε πάνω στην ταφόπλακα «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι Ελεύθερος».