Ο θρίαμβος των Ελλήνων ανέτρεψε την ιστορία!

on .

- Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

 Ο υπουργός Εξωτερικών της φασιστικής Ιταλίας το 1940 Γκαλέατσο Τσιάνο την 1η Ιανουαρίου 1941, 65 ημέρες μετά την 28 Οκτωβρίου, γράφει στο «Ημερολόγιό» του: Ο Μουσολίνι εδήλωσε: «Εάν κάποιος στις 15 Οκτωβρίου είχε προβλέψει αυτό που συνέβη κατόπιν στην πραγματικότητα, θα είχα διατάξει τον τουφεκισμό του».
Αλλά ποιος και πώς μπορούσε να τα είχε προβλέψει; Αυτό που έγινε μέσα στις 65 ημέρες από την έναρξη της ιταλικής επιθέσεως, ήταν αντίθετο προς κάθε στρατιωτική πρόβλεψη, αντίθετο ακόμη και προς την απλή λογική.
Η συντριπτική υπεροχή, των δυνάμεων της Ιταλίας στο αλβανικό έδαφος επηρέασε το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού στο σχεδιασμό επιχειρήσεων. Το ελληνικό σχέδιο επιχειρήσεων ήταν αμυντικό κυρίως, γιατί δεν φαντάζονταν όσα συνέβησαν.
Οι τότε σύμμαχοί μας Άγγλοι, μετά τον τορπιλισμό της ΕΛΛΗΣ (15 Αυγούστου), στις 23 Αυγούστου, θεωρούσαν την Ελλάδα χαμένη. Γι’ αυτό το λόγο, δεν δεχόταν να αναλάβουν υποχρεώσεις βοήθειας και περιορίζονταν σε γενικές διαβεβαιώσεις υποστηρίξεως προς την Ελλάδα κατά την διάσκεψη της ειρήνης και έστρεφαν τα βλέμματά τους προς την Κρήτη, που την θεωρούσαν κόμβο ζωτικό για την προστασία των συγκοινωνιών με το μέτωπο της Μέσης Αντολής και με την Αυτοκρατορία της Μεγάλης Βρετανίας.
Πράγματι στις 29 Οκτωβρίου έγιναν οι πρώτες αποβάσεις στην Κρήτη, όχι για να βοηθήσουν την Ελλάδα, αλλά σαν στρατηγικό σημείο μεγάλης σημασίας για τις πολεμικές ανάγκες της Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν πολύ επιφυλακτικοί οι Άγγλοι στην παροχή βοήθειας προς την Ελλάδα.
Αλλά, ήλθαν τα γεγονότα για να διαψεύσουν την στρατιωτική λογική, την απλή λογική και να αλλάξουν τις ιδέες της Ελληνικής και της Σημμαχικής ηγεσίας. Τρεις μόλις ημέρες μετά την Ιταλική επίθεση, οι Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν περάσει στην αντεπίθεση.
Στις 31 Οκτωβρίου ο Άγγλος Πρεσβευτής στην Αθήνα σερ Μάικλ Πάλαιρετ, θερμός και επίμονος υποστηρικτής της ιδέας της παροχής βοηθείας προς την Ελλάδα, με έγγραφο προς την Κυβέρνησή του ανέφερε την εκτίμησή του για την κατάσταση, όπως την έβλεπαν ο στρατιωτικός, ο ναυτικός και ο αεροπορικός ακόλουθοι της Πρεσβείας: «Μετά σύντομον υποχώρησιν, οι Έλληνες συνεκράτησαν τας ιταλικάς επιθέσεις, ανέλαβον επίθεσιν εις την Νότιον Αλβανίαν και επέτυχον να απωθήσουν τον εχθρόν».
Έπειτα από όσα ανέφεραν οι στρατιωτικοί ακόλουθοι της Αγγλίας στην Ελλάδα, τα οποία ήταν στην πραγματικότητα άγγελμα νίκης των Ελλήνων, οι Άγγλοι πείστηκαν ότι οι Έλληνες νικούσαν και η Ελλάδα δεν θα κατελαμβάνετο, όπως αρχικά πίστευαν! Έτσι, αποφάσισαν να στείλουν μία μοίρα αεροπλάνων, από τα οποία τα μισά ήταν καταδιωκτικά. Η μοίρα προσγειώθηκε στην Ελλάδα στις 3 Νοεμβρίου 1940.
Οι πρώτες επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού είχαν σπάσει την αγγλική επιφυλακτικότητα και είχαν ανοίξει την πόρτα της παροχής βοήθειας, πάντως μέσα στα πλαίσια και τις δυνατότητες της στιγμής εκείνης. Στις 3 Νοεμβρίου το Βρετανικό Πολεμικό Συμβούλιο, προχώρησε παραπέρα. Αποδέχτηκε πρόταση του Τσώρτσιλ να δώσει στην Ελλάδα περισσότερη άμεση βοήθεια κατά ξηρά και αέρα.
Αποφασίστηκε η αποστολή αμέσως δύο ακόμη μοιρών «Μπλένεμ» και μιας «Γλαντιέτορς» αργότερα, καθώς επίσης και δευτέρου τάγματος πεζικού στην Κρήτη.
Η επιθετικότητα και οι νίκες του Ελληνικού Στρατού μεγάλωναν συνεχώς και καθημερινώς καθόλη τη διάρκεια του 1940. Η ακάθεκτη ορμή της ελληνικής ψυχής πέρασε επάνω από το «βασικώς αμυντικόν» σχέδιον επιχειρήσεων και επιτίθεται ασυγκράτητα…
Η εξηκοστή πέμπτη ημέρα από την αρχή της ιταλικής επίθεσης, βρίσκει τους Έλληνες νικητές σ’ ολόκληρο το αλβανικό μέτωπο. Πραγματικά, την Πρωτοχρονιά του 1941, ο Ελληνικός Στρατός έχει διώξει τους εισβολείς από το εθνικό έδαφος. Με την μεγάλη και ορμητική επιθετική πρωτοβουλία του, που άρχισε στις 14 Νοεμβρίου και τελείωσε στις 28 Δεκεμβρίου 1940, κατόρθωσε να εισδύσει σε βάθος 30-80 χιλιομέτρων μέσα στο αλβανικό έδαφος και είχε εγκατασταθεί Νικητής στη γραμμή από Πόγραδετς προς βορράν (διά της Κορυτσάς, Μοσχόπολης, Ερσέκας, Πεσκοβίκι, Φράσαρι, Πρεμετής) μέχρι του Δελβίνου, του Αργυροκάστρου, των Αγίων Σαράντα και της Χειμάρας προς Νότον.
Οι Ιταλοί αιχμάλωτοι που είχαν αρχίσει να συλλαμβάνονται από την τέταρτη κιόλας ημέρα του πολέμου, ανέρχονταν σε χιλιάδες. Άφθονο ιταλικό πολεμικό υλικό γέμιζε τα κενά του ελληνικού πολεμικού εξοπλισμού, κυρίως σε πολύτιμους όλμους και σε μεταφορικά μέσα…
Ο αντίκτυπος των ελληνικών νικών ήταν τεράστιος τόσο μέσα στο συμμαχικό, όσο και στο εχθρικό στρατόπεδο. Στην Ελλάδα, το ηθικό του λαού και του στρατού έχει φθάσει σε επίπεδο που είναι ζήτημα αν γνώρισε άλλη φορά στην ιστορία του το έθνος, που μάχεται τώρα σύσσωμο, οι μάχιμοι στο μέτωπο, οι υπόλοιποι εργάζονται εντατικά στα μετόπισθεν για την πολεμική προσπάθεια.
Ο Μουσολίνι βρισκόταν σε απελπισία. Τα τρομερά και αναπάντεχα πλήγματα που κατάφερε ο μικρός Δαβίδ στο σιδηρόφρακτο Γολιάθ, είχαν καταλυτική επίδραση στις τάξεις του εχθρού. Το ηθικό του στρατού και του λαού είχε πέσει σε αφάνταστο βαθμό. Οι ιταλικές ένοπλες δυνάμεις είχαν δυσφημισθεί διεθνώς.
Αρχίζει τότε ο Μουσολίνι τις αλλαγές στρατηγών. Μετά την ήττα στην Πίνδο παραιτείται στις 9 Νοεμβρίου 1940 ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα. Τον αντικατέστησε ο Ουμπάλντο Σοντού. Μετά τις συνεχείς ήττες παραιτείται ο αρχηγός του Γεν. Στρατού Πιέτρο Μπαντόλιο. Στις 3 Δεκεμβρίου παραιτείται και ο Σοντού, ο οποίος έστειλε από τα Τίρανα στο Μουσολίνι μήνυμα απελπισίας: «Οιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια προς αντίδρασιν εις την δημιουργηθείσαν κατάστασιν είναι αδύνατος πλέον και η διευθέτησις πρέπει να γίνει μόνον διά της πολιτικής παρεμβάσεως…».
Την ίδια ημέρα ο Μουσολίνι καλεί σύσκεψη με θέμα την απελπιστική κατάσταση του στρατού στην Αλβανία. Ο Τσιάνο, γαμβρός του Μουσολίνι και υπουργός των εξωτερικών, γράφει στο «Ημερολόγιό» του ότι ο Μουσολίνι του είπε: «Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Είναι ανήκουστον και γελοίον, αλλά είναι γεγονός. Πρέπει να ζητήσωμεν αναστολήν των επιχειρήσεων με την μεσολάβησιν του Χίτλερ».
Αλλά, η σύσκεψη του Μουσολίνι δεν κατόρθωσε να ανασχέσει τον κατήφορο του ιταλικού στρατού. Την επομένη ακριβώς 4 Δεκεμβρίου, το ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου αναφέρει: «Κατελάβομεν την Πρεμετήν».
Και ο Τσιάνο στο Ημερολόγιό του θα βάλει στο στόμα του Μουσολίνι τη φράση: «Ο ιταλικός στρατός εχρεωκόπησε».
Οι ήττες του Μουσολίνι ανησύχησαν βαθύτατα τον Χίτλερ. Γιατί υπήρχε κίνδυνος να δώσουν την ευκαιρία να δημιουργηθεί δεύτερο μέτωπο, το οποίο ο Γερμανός δικτάτορας είχε εξορκίσει σαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο στο ναζιστικό εγκόλπιό του «Ο Αγών μου».
Έτσι, η Πρωτοχρονιά του 1941 ανέτελλε μέσα σε ατμόσφαιρα θριάμβου για την Ελλάδα και (ατμόσφαιρα) ελπίδας για όλο τον Ελεύθερο Κόσμο. Η μικροσκοπική χώρα έδινε τις πρώτες νίκες των Συμμάχων, αφού πολλοί από αυτούς είχαν λυγίσει. Το σκοτάδι και το ζόφο που είχε ανακύψει από τις συμμαχικές ήττες διέκοπταν οι αναλαμπές των αστραπών των ελληνικών νικών. Και έστελναν μήνυμα ελπίδας στους λαούς της Ευρώπης. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν, οι πρόγονοί τους στον Μαραθώνα έσωσαν όχι μόνον την Ελλάδα, αλλά όλη την Ευρώπη. Οι απόγονοι των μαραθωνομάχων αισθάνονταν ότι μιλούσε μέσα τους το DNA εκείνων και αναδείχτηκαν αντάξιοι απόγονοί τους…
Αλλά, πώς έγινε το θαύμα;
Η απάντηση είναι αδύνατο να δοθεί σε γλώσσα στρατιωτική ή διπλωματική. Ο μοχλός που ανέτρεψε άρδην την κατάσταση, ήταν ο οίστρος που είχε καταλάβει τον Ελληνικό λαό. Ανάλογος με τον οίστρο του 1821. Τότε, όπως και τώρα, η οργή από το καταπατημένο δίκαιο, ο πασίγνωστος έρωτας προς την Ελευθερία, είχαν φλογίσει την ψυχή των ολίγων, την ελληνική ψυχή και την είχαν μεταβάλει σε θυελλώδη ορμή μπροστά στην οποία ήταν αδύνατο να αντισταθεί ο ισχυρότερος εχθρός. Ήταν η φλόγα της Πίστεως και του Δικαίου που γέμιζε τις καρδιές των Ελλήνων με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.