Το τραγικό τέλος του Αλή Πασά των Ιωαννίνων...

on .

-  Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ

 Τον Ιανουάριο του 1822, ένα χρόνο μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο Σατράπης των Ιωαννίνων χάνει τη ζωή του. Η αντιφατική αλλά και καταπληκτική σταδιοδρομία του δείχνει το μεγάλο εύρος της προσωπικότητάς του.
Από τον Απρίλη του 1820 άρχισαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στα τουρκικά στρατεύματα και στο εμπειροπόλεμο στρατιωτικό σώμα του Αλή. Τότε προσπάθησε να προσεταιρισθεί τους Σουλιώτες και τους Στερεοελλαδίτες για κοινή αντιμετώπιση των Τούρκων, με το αιτιολογικό: τη δημιουργία ελληνοαλβανικού κράτους. Η αναμέτρηση ανάμεσα στο Σουλτάνο και τον Αλή Πασά υπήρξε ανελέητη. Οι Σουλιώτες στην αρχή έσπευσαν σε βοήθειά του. Αργότερα όμως τον εγκατέλειψαν, γιατί δεν μπορούσαν να λησμονήσουν τη δεσποτική του διοίκηση και την τυραννική του συμπεριφορά.
Όμως, με τη σύγκρουση με τα Σουλτανικά στρατεύματα και με τον θάνατό του πρόσφερε ανεκτίμητη υπηρεσία στην Επανάσταση. Γράφει ο Γεώργιος Γαζής, γραμματικός του Καραϊσκάκη: «Περί αυτού του Αληπασά προείπεν ο Άγιος Κοσμάς ότι μέλλει να γένη μέγας ηγεμών και τρομερός και θέλει εξουσιάσει πολλήν γην και ότι η εξουσία του θέλει διαρκέσει εν ακμή και δυνάμει τριάκοντα τρία έτη, όπερ και εγένοντο αληθώς. Επάνω εις το 33ον έτος λοιπόν κηρυχθείς πολέμιος της Τουρκίας κατεστράφη μετά μίαν μακράν πολιορκίαν. Του Αληπασά η ανταρσία ως τόσον ηνάγκασε την Εταιρείαν και τον Υψηλάντην ως αρμοδία περίστασις, να νικήσει την Επανάστασιν πρόωρα... Του Αληπασιά ο πολυχρόνιος πόλεμος και η πολιορκία εκ μέρους της Υψηλής Πόρτας, έγιναν αιτία της των Ελλήνων Παλιγγενεσίας, ο δε θάνατος αυτού ζωή της Ελλάδος!..». (Λεξικόν της Επαναστάσεως και άλλα έργα, Ιωάννινα 1971, σ. 17).
Έπειτα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις στις οποίες ο Αλής αρχικά σημείωσε κάποιες επιτυχίες, τον Οκτώβριο του 1821 υποχρεώθηκε να κλειστεί στο φρούριο των Ιωαννίνων.
Σύμφωνα με έγγραφο (24 Σεπτ. / 5 Οκτ. 1820) του Παπικού Προξένου Κερκύρας προς την Αγία Έδρα «Ο Αλή Πασάς ευρίσκεται από τινος μετά χιλίων περίπου εμπίστων του κλεισμένος εις το φρούριον των Ιωαννίνων, εις το οποίον πολιορκείται στενώς υπό των στρατευμάτων του Σουλτάνου... Ο Θεός δυσαρεστημένος εκ των αμαρτιών του ασεβούς τούτου, τον ετιμώρησε, μωραίνων αυτόν». Γεωργίου Θ. Ζώρα, «Η ανταρσία του Αλή Πασά εις άγνωστα έγγραφα του απορρήτου αρχείου του Βατικανού», (περιοδικό Παρνασσός, τ. ΙΕ’ (1973), σ. 138-139).
Πριν αποσυρθεί στον Άγιο Παντελεήμονα στο νησί, προσπάθησε με γράμματα να προσεταιριστεί τους Έλληνες εναντίον του Σουλτάνου, αλλά οι επικοινωνίες αυτές δεν καρποφόρησαν. Ο Χουρσίτ Πασάς από τον Δεκέμβρο του 1821 είχε γίνει κύριος του μεγαλύτερου μέρους της πόλης των Ιωαννίνων.
Από τους δικούς του ανθρώπους πολλοί είχαν αυτομολήσει στο τουρκικό στρατόπεδο, γιατί έβλεπαν ότι κάθε προσπάθεια άμυνας ήταν μάταιη. Η προσπάθεια του Αλή Πασά, από τη θέλησή του να κρατηθεί στη ζωή, να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τον Σουλτάνο με την προοπτική να παραδοθεί, αλλά με εγγυήσεις για τη ζωή του, δεν έφερε αποτελέσματα.
Στις 2 Ιανουαρίου 1822 ο Αλής και η ακολουθία του φεύγουν από το φρούριο και με καΐκια εγκαθίστανται στα κελιά του μοναστηριού. Ο Αλής αισθάνεται αμηχανία και ανησυχία. Ήδη το δράμα έφτασε στην κορύφωσή του.
Τις τελευταίες στιγμές του διασώζει ο Σπ. Π. Αραβαντινός: «...Την πρωίαν περί την δείλην της 24ης Ιανουαρίου, οι εν τη νήσω σωματοφύλακες του Αλή ανήγγειλαν αυτώ, ότι λέμβοι πολλαί, πλήρεις οπλιτών, εφαίνοντο πλαίουσαι προς την νήσον. Ο Αλής επί τω απροσδοκήτω ακούσμασι κατελήφθη υπό τρόμου και ανέμινε μετ’ αγωνίας την άφιξιν λέμβων». «Ιστορία Αλή Πασά Τεπελενλή συγγραφείσα επί τη βάση ανεκδότου έργου του Παναγιώτου Αραβαντινού», εν Αθήναις 1895, σ. 329-334.
Μετά από μισή ώρα έφτασαν πολυάριθμοι οπλίτες στην αυλή της Μονής, οι οποίοι συγκρούστηκαν με τους σωματοφύλακες του Αλή. Ο Αλής οχυρώθηκε μέσα στο δωμάτιο, ενώ οι Τούρκοι οπλίτες εισήλθον στο υπόγειο, κάτω από το δωμάτιο και πυροβολούσαν προς τα πάνω. Σε κάποια στιγμή μια σφαίρα που έριχναν από το υπόγειο, τυχαίως διεπέρασε την κοιλιά του. Οι σωματοφύλακές του όταν είδαν τον Αλή ψυχορραγούντα, άνοιξαν τα παράθυρα και δήλωσαν ότι παραδίνονται.
Ο επικεφαλής των Τούρκων Μεχμέτ ανέβηκε τα σκαλιά, μπήκε στο κελί και απέκοψε την κεφαλή του Βεζύρη Αλή Πασά. Το πρωί της άλλης ημέρας το ακέφαλο σώμα του Αλή μεταφέρθηκε στα Ιωάννινα. Η κεφαλή του Αλή παραδόθηκε στους σωματοφύλακες του Αλή, οι οποίοι, αφού την κάλυψαν με πολύτιμο ύφασμα, την περιέφεραν στην πόλη. Μετά την περιφορά την ταρίχευσαν και την απέστειλαν στην Κων/λη. Το ακέφαλο σώμα του ετάφη στο Τζαμί Φετιγιέ στο Φρούριο, όπου παλιότερα υπήρχε ο ναός του Αρχάγγελου Μιχαήλ, κοντά στις επάλξεις, δίπλα στον τάφο της συζύγου του Εμινέ, σε τάφο που ο ίδιος ο Αλής είχε προετοιμάσει για τον εαυτόν του.
Η ημερομηνία του θανάτου του πρέπει να τοποθετηθεί από 17-25 Ιανουαρίου. Ο Μ. Οικονόμου, γραμματικός του Κολοκοτρώνη τοποθετεί τον θάνατό του στις 25 Ιανουαρίου (Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων αγών, Αθήναι 1956, σ. 191).
Σε μια καταγραφή σε εκκλησιαστικό βιβλίο του μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονα ο Αλής αποκεφαλίστηκε στις 17 Ιανουαρίου. «Εις τους 1822 Ιανουαρίου 17 ημέρα Τρίτη έκοψαν τον Αλή Πασά εις το νησί εις το μοναστήρι... εις τον οντάν... και τον εβάρεσαν και με τα τουφέκια από κάτω από το κατώγι...» (Δελτίο Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρείας τόμ. Η’, 1923, σ. 380).
Για τον θάνατο του Αλή γράφει ο παπικός Πρόξενος Κερκύρας σε έγγραφό του 30 Ιανουαρίου/11 Φεβρουαρίου 1822 προς το Παπικό Γενικό Προξενείο: «Ο τρομερός και διάσημος Αλή Πασάς των Ιωαννίνων δεν υπάρχει πλέον. Η κεφαλή του κρέμεται ήδη εις θέαν του βυζαντινού λαού. Ο τρόπος καθ’ ον απέθανεν μαρτυρεί ότι δεν ήτο οίος ενομίζετο».
Στην επιγραφή που τοποθετήθηκε πάνω από το γεροντικό κεφάλι του Αλή στην Κων/λη αναφερόταν συνοπτικά η δράση, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Πύλης και η αφορμή της καταδίκης του.
Η αντίσταση του Αλή Πασά κατά της Πύλης που κράτησε περίπου δεκαεννιά μήνες βοήθησε τους Έλληνες στην προεπαναστατική προετοιμασία και την πρώτη περίοδο της εθνεγερσίας. Γράφει σχετικά ο Ντάγκλας Ντέηκιν: «Η περιπετειώδης σταδιοδρομία του (του Αλή) ανήκει και στην ελληνική και στην τουρκική ιστορία. Τα στελέχη που επάνδρωσαν την αυλή του και την διοίκησή του ήταν ως επί το πλείστον Έλληνες. Τα Γιάννενα, κάτω από την ηγεμονία του, έγιναν ένα από τα κέντρα της ελληνικής αναγέννησης. Εκείνο όμως που είχε τη μεγαλύτερη σημασία ήταν η πολιτική του σταδιοδρομία. Ο Αλής, και όχι ο Σουλτάνος, ήταν εκείνος που οδήγησε τους Έλληνες κλέφτες σε κατάσταση απελπισίας και τους μεταμόρφωσε σε κάτι εντελώς διαφορετικό από απλούς τοπικούς «κλαρίτες» που ήταν πριν... Οι κλέφτες, είτε ως αρματολοί στην υπηρεσία του, είτε ως εχθροί του στις συγκρούσεις που είχαν με τις ένοπλες ομάδες του, έμαθαν στην εντέλεια την τέχνη του κλεφτοπολέμου». (Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία (1824-1833), μετάφραση Ρένας Σταυρίδου-Πατρικίου), Αθήνα 1983, σ. 96.
Λίγες μέρες αργότερα αποκεφαλίστηκαν στην Κων/λη και οι τρεις γιοι του: ο Βαλή Πασάς, κυβερνήτης των Τρικάλων, ο Μουχτάρ Πασάς, διοικητής της Αυλώνας και ο Μεχμέτ Πασάς, διοικητής του Δελβίνου, καθώς και ο γιος του Βαλή Πασά των Τρικάλων.
Για τους θησαυρούς του Αλή Πασά δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για την τύχη τους. Σύμφωνα με μία μαρτυρία του Άγγλου ιερέα Ρ. Ουώλς, ο οποίος συνάντησε την Κυρά-Βασιλική στην Κων/λη τον Μάρτιο του 1822, όπου βρισκόταν υπό περιορισμό στο Πατριαρχείο, «η γυναίκα του η Βασιλική είπε ότι ένα μεγάλο μέρος από τα πλούτη του στάλθηκαν στους επαναστατημένους Έλληνες για να τους βοηθήσουν». (Κυριάκου Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Επανάσταση του ’21, Πρώτος τόμ. 1821-1822, Αθήναι 1979, σ. 144).
Ένα μεγάλο μέρος των θησαυρών φαίνεται ότι το σφετερίστηκε ο Χουρσίτ Πασάς γιατί ο Σουλτάνος διέταξε έρευνες εις βάρος του και αποφασίστηκε ο αποκεφαλισμός του. Μόλις πληροφορήθηκε την απόφαση ο Χουρσίτ αυτοκτόνησε. Και ο Περαιβός γράφει για τον Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά: «Ο Μεχμέτ Χουρσίτ Πασάς όστις, ως προείρηται, ήτο ικανός διά τα φυσικά του προτερήματα και φήμην να καθυποτάξη την Ελλάδα, αποθνήσκει με το κώνειον, διότι κατηγορήθη από τον Σουλτάνον, ότι εσφετέρισε πολλών χρημάτων ποσότητα εκ των θησαυρών του Αλή Πασά». (Απομνημονεύματα Πολεμικά, Αθήνα 1956, σ. 131).
Ο Δημήτρης Σταμέλος σε άρθρο του στο περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», τεύχος 271, Ιανουάριος 1991 γράφει για το τέλος του Αλή Πασά: «Μέσα σε ατμόσφαιρα καχυποψίας και αγωνίας έφυγε από τη ζωή ο Αλής που γνώρισε την ευδαιμονία της στις κορυφώσεις της».