Ο Τσίπρας, ο τοίχος και το... λάστιχο!

on .

Τοίχο βρήκε ο Τσίπρας, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, όταν ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση. Και βέβαια, τι θα μπορούσε να κάνει; Υπέγραψε ένα έντιμο συμβιβασμό, ένα νέο μεν μνημόνιο, αλλά τόσο καλό που θα μας βγάλει από την κρίση. Και σε περίπτωση που δεν μας βγάλει, τότε προβλέπει νέα μέτρα που σίγουρα θα μας βγάλουν, στην απίθανη περίπτωση που δεν βγούμε με τα τωρινά μέτρα!
Τρία ζητήματα θέτει λοιπόν ο πρωθυπουργός, τρία ζητήματα με «βαρύ ιδεολογικό περιεχόμενο», τρία ζητήματα πάνω στα οποία σφυρηλατεί το ιδεολογικό του «μεγαλείο» και την ιδεολογική του «συνέπεια», το στρατηγικό του «βάθος» και την λογική της πολιτικής του «τακτικής»: 1) Τοίχος η Μέρκελ και οι συν αυτής (νεο)φιλελεύθεροι της Ευρώπης 2) Ο έντιμος συμβιβασμός, το νέο μνημόνιο δηλαδή (τρίτο, τέταρτο λίγη σημασία έχει) και 3) τα προβλεπόμενα για μετά τη λήξη της θητείας της παρούσας κυβέρνησης μέτρα! Και στα τρία, η ιδεολογία και οι πολιτικές αναφορές πάνε περίπατο. Ο πρωθυπουργός λειτουργεί ως πολιτικός Τιραμόλα, σχετικοποιώντας και κουρελιάζοντας κάθε έννοια συνέπειας, κάθε εσωτερική λογική ενός πολιτικού επιχειρήματος. Ο πρωθυπουργός αποκαλύπτει με τρείς κουβέντες την ιδεολογική του γύμνια και την ελαστικότητα της πολιτικής του συνείδησης.
Βρήκε τοίχο μας είπε. Η Μέρκελ ήταν ανυποχώρητη.  Μα καλά πήγε στην Ευρώπη μετά τη νίκη στις εκλογές και τους ρώτησε εάν τον αφήνουν ή όχι να σκίσει τα μνημόνια; Τους ρώτησε εάν τον αφήνουν ή όχι να διαγράψει το χρέος; Ήταν τόσο αφελής;
Εάν ναι, όπως ο ίδιος δήλωσε, τότε θα πρέπει να παραδεχτεί πώς είναι πολιτικά, ιδεολογικά αλλά και στρατηγικά αναλφάβητος. Την πολιτική αγραμματοσύνη δεν μπορεί να τη βαφτίζει «αφέλεια της Αριστεράς» γιατί τέτοια αφέλεια δεν υπάρχει. Οι εξ αριστερών του, αιώνες τώρα επιμένουν ότι ο καπιταλισμός δεν εξορθολογίζεται, αλλά μόνο ανατρέπεται. Οι εκ δεξιών του, του υποδείκνυαν με κάθε ευκαιρία κατά την προεκλογική περίοδο ότι τα πράγματα είναι δύσκολα και ότι με βάση τις αντικειμενικές συνθήκες, δεν μπορεί να πετύχει τίποτε καλύτερο.
Με τους εξ αριστερών του δεν ασχολήθηκε. Ήξερε ότι δεν αποτελούν απειλή γι’ αυτόν. Κυρίως αριθμητικά και δευτερευόντως γιατί ήξερε ότι η πλειοψηφία του «κόσμου της αριστεράς» θα προτιμούσε κάποιον που με μαγικό τρόπο και χωρίς θυσίες και αγώνα, μόνο με μια ψήφο στις εκλογές, θα ανέτρεπε την «καθεστηκυία τάξη στην Ευρώπη» και θα εγκαθιστούσε τον πολυπόθητο σοσιαλισμό. Δηλαδή αυτόν. Με τους εκ δεξιών του ασχολήθηκε περισσότερο και αυτό γιατί η δεξαμενή ψήφων ήταν μεγαλύτερη.
Επειδή ιδεολογικά ήταν δύσκολο να αντιπαρατεθεί, όχι λόγω της ιδεολογικής πληρότητας της Δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά λόγω της ίδιας της πραγματικότητας που βοά πως στις Δυτικές Ευρωπαϊκές Δημοκρατίες οι κατακτήσεις των εργαζομένων, το επίπεδο διαβίωσης, το κοινωνικό κράτος, η παιδεία, η ελευθερία του λόγου δεν είναι απλώς ζητούμενα αλλά ζώσα πραγματικότητα που υπερβαίνει και την πιο καλπάζουσα σοσιαλιστική φαντασίωση αλλά και απτή σοσιαλιστική πραγματικότητα όπου γης. Εδώ λοιπόν για μια ακόμη φορά δεν επέλεξε καμία ιδεολογική αντιπαράθεση (δε μπορεί άλλωστε). Απλώς, άνοιξε το χρονοντούλαπο της Ιστορίας και ξέθαψε τους γερμανοτσολιάδες, το ΕΑΜ και τον εμφύλιο. Δίχασε έτσι την κοινωνία, ανασύροντας μνήμες που ουδεμία σχέση είχαν με την τωρινή πραγματικότητα.
Οι «μνημονιακοί» πριν το 2015 συλλήβδην χαρακτηρίστηκαν γερμανοτσολιάδες, πουλημένοι στον ξένο παράγοντα που για μια ακόμη φορά ήταν, ποιοι άλλοι, οι Γερμανοί. Ιδεολογικά μιλώντας, παραβίαζε έναν βασικό κανόνα της λογικής που επικαλείται συνεχώς η αριστερά: τη συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένης κατάστασης (Λένιν). Για τον Τσίπρα και τους συν αυτώ, δεν είχε καμία σημασία εάν οι Γερμανοί το ‘40 ήταν Ναζί εναντίον των οποίων πολεμούσαμε, ενώ οι σημερινοί κυριαρχούν σε μια δημοκρατική Γερμανία με τους οποίους ανήκουμε στον ίδιο συνασπισμό κρατών.
Αφού λοιπόν απαξίωσε  τον εκ δεξιών του πολιτικό κόσμο ως ξεπουλημένο, προχώρησε στο ξεδίπλωμα της στρατηγικής του. Θα έσκιζε τα μνημόνια ως επαχθή, θα διεκδικούσε τις αποζημιώσεις και θα καταργούσε την άνωθεν επιβληθείσα λιτότητα. (Προφανώς στην περίπτωση της Ελλάδας δεν υπάρχει κρατική συνέχεια μεταξύ δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων). Ποια ήταν τα όπλα του;  Μα το δίκαιο της Ελλάδας, η δική του πολιτική καθαρότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και κατά συνέπεια δε μπορεί και να εκβιασθεί.  Στο ερώτημα, εάν οι δανειστές δεν κάνουν πίσω απαντούσε πως κάτι τέτοιο αποκλείεται ενώ έκλεινε και το μάτι στον λαό υπονοώντας πως έχει κρυφούς άσσους στο μανίκι. Σε ένα κοινό που σε ποσοστό 30% πιστεύει πως μας ψεκάζουν κάτι τέτοιο φάνταζε πολύ πιθανό.
Έπεσε λοιπόν σε τοίχο και μην έχοντας κανένα μυστικό όπλο υποχώρησε ατάκτως. Υποχώρησε και συμβιβάστηκε φέρνοντας νέο μνημόνιο, όπως και οι προκάτοχοί του τους οποίους λοιδορούσε πριν. Μα καλά αυτός είχε μυστικά όπλα και μυστικά όργανα που θα έκανε τις αγορές να χορεύουν πεντοζάλη, οι άλλοι δεν είχαν. Μα καλά αυτός ήταν ανυποχώρητος επαναστάτης, κληρονόμος των καπεταναίων της αντίστασης και του εμφυλίου. Μα καλά αυτός θα γκρέμιζε τον καπιταλισμό και τον (νέο)φιφελευθερισμό με μαζική επίθεση λογικής και επιχειρημάτων. Μα καλά αυτός ήταν έντιμος, τόσο ως πρόσωπο όσο και ως συλλογικότητα-κόμμα. Δεν είχε κυβερνήσει ποτέ, τι μεμπτό είχαν να του προσάψουν ώστε να τον εκβιάσουν να υπογράψει; Πώς λοιπόν σύρθηκε σε  συμβιβασμό (αν και τίμιο), τον οποίο τώρα μας τον σερβίρει ως μονόδρομο;
Τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά εάν σταματούσε εδώ. Τα συμπεράσματα θα έβγαιναν αβίαστα και θα μπορούσαν τουλάχιστον να μπολιάσουν τη συλλογική μας πείρα ως έθνους και ως κοινωνίας. Δηλαδή, θα βγάζαμε το συμπέρασμα ότι μόνο ψεκασμένοι μπορούν να πιστεύουν σε μυστικά όπλα. Μόνο ανιστόρητοι μπορούν να πιστεύουν ότι η λογική και το δίκαιο μπορούν να λάμψουν σε διακρατικές σχέσεις και να κυριαρχήσουν. Μόνο φρενοβλαβείς μπορούν να πιστέψουν ότι διαπραγμάτευση από μειονεκτική θέση μπορεί να ανατρέψει το εις βάρος σου κλίμα. Μόνο φυγόπονοι μπορούν να φαντασιώνονται οικονομικές νίκες χωρίς οικονομία. Μόνο αφελείς και φευγάτοι μπορούν να πιστέψουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κυβερνούσε και αυτός 40 χρόνια τώρα. Κυβερνούσε και αυτός 40 χρόνια τώρα και έδινε σημεία γραφής που δεν προοιώνιζαν τίποτε διαφορετικό.
Το στενό 3 – 4% του ΣΥΡΙΖΑ κυβερνούσε σε υψηλές θέσεις στα Πανεπιστήμια, ως σύμβουλοι στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, ως δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, ως ιδεολογικές ομάδες αναθεώρησης της ιστορίας αυτού του τόπου, ως υποστηρικτές των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, ως υποστηρικτές του ονόματος Μακεδονία για τα Σκόπια, ως υποστηρικτές του σχεδίου Αναν στην Κύπρο, ως υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων κλπ., κλπ. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 35% κυβερνούσε επίσης 40 χρόνια τώρα. Και αυτό γιατί το 35% δεν αφορά μόνο στην εισροή απλών ψηφοφόρων στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και σε μετακίνηση στελεχών του ΠΑΣΟΚ σε αυτόν.
Αλλά δε σταματά εδώ. Συνεχίζει ακάθεκτος. Δε γύρισε μετά το στραπάτσο να πει, sorry μάγκες τα πράγματα είναι δύσκολα. Είχατε δίκαιο όταν μου τα λέγατε, αλλά ήθελα να δοκιμάσω και γω. Μα εάν παραδεχόταν κάτι τέτοιο, τότε τα περί γερμανοτσολιάδων θα πήγαιναν περίπατο. Εάν οι προηγούμενοι ήταν γερμανοτσολιάδες, γερμανοτσολιάς τώρα και αυτός. Αλλά όχι, αυτός είναι αριστερός. Δηλαδή; Δηλαδή θέλει να κάνει σοσιαλισμό. Και πότε ένας αριστερός κάνει σοσιαλισμό; Αν νομίζετε ότι ο σοσιαλισμός επιβάλλεται σε συνθήκες κρίσης του καπιταλισμού και σε συνθήκες εξαθλίωσης κάνετε λάθος! (και μαζί με εσάς και ο Μάρξ)! Με το νέο μνημόνιο, εφαρμόζοντας (νέο)φιλελεύθερα μέτρα που πριν δεν οδηγούσαν πουθενά, τώρα θα βγούμε από την κρίση. Δηλαδή με τη δική του υπογραφή τώρα, τα (νέο)φιλελεύθερα μέτρα θα μας βοηθήσουν να αναπτυχθούμε! Και όταν με το καλό αναπτυχθούμε και δουλέψει η αγορά και γίνουν επενδύσεις (με καπιταλιστικούς όρους πάντα) και αυξηθούν τα μεροκάματα και τρώμε όλοι με χρυσά κουτάλια, τότε θα κάνουμε σοσιαλισμό... Ιδεολογία λάστιχο. Ιδεολογία με την οποία κάνεις ότι θές, λες ότι θες και δε δίνεις και λογαριασμό σε κανένα.
Με όρους αριστεράς, αυτό λέγεται οπορτουνισμός.  Με απλά λόγια αυτό λέγεται ξετσιπωσιά με μόνο στόχο την καρέκλα. Του τα’πε στη βουλή ο Κουτσούμπας, αλλά είπαμε από κει δεν ιδρώνει το αυτί του. Λίγο κινδυνεύει από τα αριστερά του. Εάν πράγματι ο «κόσμος της αριστεράς» πίστευε αυτά που ευαγγελίζονταν ο Τσίπρας, θα τον εγκατέλειπαν αμέσως μετά τη συμφωνία και θα συντάσσονταν με τον Λαφαζάνη ή την Κωνσταντοπούλου. Εάν πράγματι ο «κόσμος της αριστεράς» είχε τη διάθεση να συγκρουστεί με την «καθεστηκυία τάξη» πέρα από μια τυπική διαδικασία ψηφοφορίας θα τον εγκατέλειπε αμέσως μετά το δημοψήφισμα. Ο Τσίπρας μπορεί να είναι ιδεολογικά οπορτουνιστής, πολιτικά και ιστορικά ελλιπής αλλά από ψυχολογία του μέσου Έλληνα γνωρίζει πολλά. Ξέρει ότι αυτοί που τον ακολουθούν μοιάζουν με αυτόν. Θέλουν, όπως και αυτός, να απολαμβάνουν τα μέγιστα δυνατά, καταβάλλοντας το μικρότερο δυνατό κόπο.
Οι μεγάλες ιδέες, τα μεγάλα λόγια, οι μεγάλες συλλήψεις και τα κοινωνικά οράματα θέλουν θυσίες που δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν. Και αυτό γιατί έχουν ηττηθεί κατά κράτος ιδεολογικά. Όπου και όποτε εφαρμόστηκαν οι αρχές τους, σκόρπισαν το θάνατο και τη γενικευμένη φτώχεια. Έτσι λοιπόν προτιμούν τη φτώχεια του καπιταλισμού με την ελπίδα ανάκαμψης, παρά τη βέβαιη φτώχεια του σοσιαλισμού χωρίς ελπίδα ανάκαμψης. Παρόλα αυτά, εξανίστανται όταν τους ζητούν να παραιτηθούν μιας και η ιδεολογία τους δεν συνάδει με τα μέτρα που αναγκάζονται, όπως λεν, να πάρουν. Σχέδιο για ανατροπή της πρώτης αριστερής κυβέρνησης βλέπουν παντού.
Κοροϊδεύουν την άποψη περί αριστερής παρένθεσης ως φαντασίωση της Δεξιάς. Ο Μητσοτάκης τους απάντησε στη βουλή ευγενικά, αλλά δυστυχώς αυτοί δεν καταλαβαίνουν. Η «αριστερή παρένθεση» έχει ήδη κλείσει με το τρίτο μνημόνιο. Από εκεί και ύστερα έχουμε να κάνουμε με μια ομάδα που απλώς μας κάθισε στο σβέρκο. Στις δημοκρατίες γίνονται και αυτά. Αρκεί να μπορούμε να βγάζουμε τα σωστά συμπεράσματα και να προχωράμε μπροστά. Μπορούμε;