ΣΥΡΙΖΑ χωρίς καφενείο…

on .

Το καφενείο στο χωριό έχει την ιστορία του. Εκεί οι άνθρωποι έβρισκαν το καταφύγιο για τη θεραπεία πάσης νόσου, για να επικοινωνήσουν με τον άλλο, που ήταν ο γείτονας, ο φίλος, ο συγχωριανός, ο ξένος. Εκεί αναδεικνυόταν το κάθε ζήτημα, προσωπικό ή γενικό και εκεί έμπαινε η υπογραφή για τη λύση κάθε προβλήματος, μια και ο λόγος ήταν συμβόλαιο. Ήταν πραγματικά τα παλιότερα χρόνια ο τόπος και ο χώρος που θύμιζε την «αρχαία αγορά», με τους ρήτορες, τους αντίδικους, τους διαφωνούντες και τους αμπελοφιλοσοφούντες.
Το πιο σημαντικό βέβαια στοιχείο στο περιβάλλον του καφενείου ήταν η πολιτική, αφού εκεί πάντα υπήρχε η διάθεση και η ανάγκη να συζητήσουν οι άνθρωποι πολιτικά, να υποστηρίξουν την Κυβέρνηση ή να την καταδικάσουν, ανάλογα με τα πιστεύω του καθενός. Ο άντρας, φεύγοντας για το καφενείο, έλεγε στη γυναίκα: Θα βγω ως το καφενείο να μάθω κανένα νέο για το χωριό, για τον κόσμο και προπαντός για την Κυβέρνηση.
Κανείς δεν ξεχνάει τις πολιτικές συζητήσεις, τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις μέχρι πρόσφατα στα καφενεία. Παλιότερα είχαμε φτάσει λόγω του κομματικού φανατισμού να χωρίζουμε τα καφενεία σε πράσινα, γαλάζια, κόκκινα… Ήταν και αυτό ένα σύμπτωμα της βαριάς πολιτικής μας ασθένειας!
Είχε δίκιο ο Καζαντζάκης που σε κάποιο βιβλίο έγραφε πως χωριό χωρίς σχολείο και χωρίς εκκλησία υπάρχει, χωρίς όμως καφενείο σβήνει παντελώς. Σ’ αυτό το σημείο έχουν φτάσει σήμερα τα χωριά. Έχουν καφενείο, αλλά χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στις παλιότερες συνήθειες και ανάγκες των ανθρώπων. Η φτώχεια λιγόστεψε τους θαμώνες του καφενείου και η απόγνωση στέρεψε τους ανθρώπους από διάθεση για συζήτηση, για αντιπαράθεση ή για αναζήτηση.
Δυστυχώς τώρα στο καφενείο ουδείς έχει τη διάθεση να κουβεντιάσει πολιτικά, γιατί δύσκολα βρίσκει συνομιλητή. Ελάχιστοι φυλλογυρίζουν την πολιτική εφημερίδα, αν υπάρχει, αφού και όσοι διαβάζουν προτιμούν την «ESPRESSO»! Έτσι το καφενείο σήμερα έχασε την «αίγλη» του και από χώρος συζήτησης και προβληματισμού κατάντησε στέκι για καφέ, δηλωτή και τάβλι. Ακόμα και οι δυνατές φωνές χάθηκαν, αφού παντού κυριαρχεί σιωπή, βουβαμάρα, θλίψη και απόγνωση.
Παλιότερα η Κυβέρνηση ήταν το θέμα του κόσμου στα καφενεία, με υποστηριχτές, με αντιπάλους, με εχθρούς, με φίλους. Πίστευαν τότε οι άνθρωποι ότι η εκάστοτε Κυβέρνηση βελτιώνει τη ζωή τους ή μπορεί να παράγει έργο με την κριτική τους. Γι’ αυτό και πολύ συχνά έβλεπες βουλευτές κυβερνητικούς να περνάνε στα καφενεία, τάχα να χαιρετήσουν, αλλά στόχος ήταν να διαγνώσουν μόνοι τους τη στάση του κόσμου προς την Κυβέρνηση.
Και τώρα, πώς άλλαξαν τόσο δραματικά τα πράγματα; Η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του Καμμένου ή έδιωξε τον κόσμο από το καφενείο ή δημιούργησε τέτοια απαξίωση που κανείς δεν τολμάει να μιλήσει υποστηριχτικά γι’ αυτήν. Πρόκειται πράγματι για ένα ακόμα κατόρθωμα της Αριστεράς: Με το έργο της αφαίρεσε το δικαίωμα να μιλάει ο πολίτης, είτε ως κυβερνητικός είτε ως αντιπολιτευτικός. Όλοι συμπεριφερόμαστε σαν να ήπιαμε «το άλαλον ύδωρ» από την Κασταλία πηγή. Και είναι λογικό να χάσει και το καφενείο το παραδοσιακό του χρώμα. Το κύμα των φόρων, η ανεργία, η φτώχεια και η γενική ανεπάρκεια της Κυβέρνησης δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους ούτε στο καφενείο να βρίσκονται και ούτε να διαλέγονται. Κατάντησαν οι περισσότεροι των Ελλήνων από νοικοκυραίοι «διακοναραίοι». Ευτυχώς που ο Φλαμπουράρης, ο μέντορας του κ. Τσίπρα, παραμυθιάζει ακόμα τον κόσμο με τις βεβαιότητές του ότι «θα ανοίξουν οι κάνουλες με ευρώ» ή ότι «θα τρίβετε τα μάτια με την ανάπτυξη του 2016 και 2017»!
Για το κλίμα του καφενείου στο χωριό σας παραθέτω αυτούσιο διάλογο ανάμεσα σε τρεις ανθρώπους, που κάθονται σε διαφορετικά τραπέζια:
- Λούλη (Συριζαίος) πώς βλέπεις τον Τσίπρα; (ερώτηση από αδιάφορο)
- Παλεύει το παιδί, να βγάλει την Ελλάδα από τα Μνημόνια.
Και τότε από μακριά σταματάει τη δηλωτή ένας άλλος συντοπίτης και απευθυνόμενος στον Λούλη του λέει:
- Λούλη εσύ και ο Τσίπρας μόνο είστε ευτυχισμένοι στην Ελλάδα. Ωρέ μαύρε δε βλέπειες πόσα μνημόνια μας φόρτωσε για εκατό χρόνια;

ΧΑΡΗΣ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ