Η πολιτική και το χρέος της Πνευματικής ηγεσίας…

on .

Δύο είναι, σε ένα κοινωνικό σύνολο, τοπικής, εθνικής και διεθνούς εμβέλειας, οι βασικοί πόλοι από τους οποίους ρυθμίζεται η ζωή του και προσδιορίζεται η εξελικτική του πορεία: η πολιτική -με την τριπλή της μορφή, την εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική- και η πνευματική ηγεσία.
Αναπόφευκτη, συχνά η σύγκρουση ανάμεσα στους ανθρώπους της δύναμης, της πυγμής και της εξουσίας που εκπροσωπούν οι πολιτικοί -και μάλιστα στο όνομα των λαών από τους οποίους αντλούν τη δύναμή τους, και τους οποίους καλούν, με την ψήφο τους, να υπηρετήσουν- και στους ανθρώπους της γνώσης και της λογικής, της ανιδιοτέλειας και της αυταπάρνησης, που -πρέπει να- είναι οι πνευματικοί άνθρωποι.
Τη σύγκρουση αυτή την επιβεβαιώνει διαχρονικά η ιστορία της ανθρωπότητας.
Συχνά, επί αιώνες, οι μεγάλες μορφές των πνευματικών ανθρώπων «έφερναν σε φως και υπερασπίζονταν τις αξίες που διακυβεύονταν στις διάφορες κοινωνικές και διεθνείς συγκρούσεις. Τα πράγματα όμως,  με την πάροδο του χρόνου, φαίνεται να έχουν αλλάξει και οι πνευματικοί άνθρωποι να έχουν εγκαταλείψει την πρώτη γραμμή σήμερα και να μην κινητοποιούν πλέον τον κόσμο». Αυτό ακριβώς ανάγκασε, πριν μερικές δεκαετίες, ένα μεγάλο εβδομαδιαίο περιοδικό στη Γαλλία να απευθυνθεί  σε ένα αριθμό σημερινών Γάλλων διανοουμένων και να τους απευθύνει το ερώτημα: «Ο ρόλος των διανοουμένων από την υπόθεση Ντρέυφους μέχρι σήμερα».
Οι απαντήσεις που δόθηκαν και καταχωρίστηκαν στο περιοδικό δείχνουν σε μεγάλο βαθμό,  ότι το θέμα τους καίει, καθώς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «οι σημερινοί διανοούμενοι δεν υπεραμύνονται εκείνων των υποθέσεων όπου η πολιτική εξουσία προσβάλλει βάναυσα την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Από φυσικοί υπερασπιστές και κήρυκες των αιώνιων και ανιδιοτελών αξιών, έγιναν επαγγελματίες συνήγοροι ιδιωτικών συμφερόντων, συμβασιούχοι υπάλληλοι πολιτικών κομμάτων, προπαγανδιστές πολιτικών παθών, υποκινητές του λαϊκισμού».
Κι αν αυτά συμβαίνουν με τους Γάλλους διανοούμενους, τι συμβαίνει με τους διανοούμενους στην Ελλάδα; Εδώ υπάρχει ασφαλώς ένα μεγάλο ερωτηματικό και ένα δραματικό κενό, που τα δημιούργησε η ίδια η πρόσφατη ελληνική πραγματικότητα, αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο που τον ακολούθησε, με όλες τις οδυνηρές συνέπειες. Αντίθετα με όσα συνέβησαν στη Γαλλία, όπου ο διανοούμενος της δεξιάς εξαφανίστηκε, στην Ελλάδα ο διανοούμενος της αριστεράς ακολούθησε το δρόμο των διώξεων και της εξορίας και ο διανοούμενος που κυριάρχησε μεταβλήθηκε σε υπάλληλο της ιδεολογίας που τον συντηρούσε και του πρόσφερε τα ανάλογα προνόμια. Το αντίστροφο παρατηρείται μετά τη μεταπολίτευση. Το πρόβλημα λοιπόν σε μια χώρα δεν είναι το να είσαι αριστερός ή δεξιός διανοούμενος, αλλά να είσαι πραγματικός διανοούμενος. Αυτό ακριβώς αναδεικνύει, με ένα περισπούδαστο άρθρο του, δημοσιευμένο το 1965, ένας πραγματικός διανοούμενος, ο Κ. Δεσποτόπουλος, με το οποίο επισημαίνει την ευθύνη του πνευματικού ανθρώπου: «Ο πνευματικός άνθρωπος -γράφει- έχει την ευθύνη που έχει κάθε άνθρωπος. Πρόσθετα όμως έχει ευρύτερη και βαρύτερη ευθύνη, σύστοιχη με το εύρος και το βάρος της αποστολής του, να συμβάλει στην ποδηγέτηση της ζωής των ανθρώπων της εποχής του και των επόμενων γενεών, με όση έκταση φτάνει η πνευματική ακτινοβολία του έργου του, και να διαπλάσει το έργο του  καθ' εαυτό, σαν ενσάρκωση αξιών και άρα σαν στοιχείο του πολιτισμού». Και αυτή την πεποίθησή του την έκανε ο ίδιος πράξη της ζωής του: Εξόριστος ήδη για τα φρονήματά του, αρνήθηκε πεισματικά και σθεναρά να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», αντέτεινε στους βασανιστές του ότι «έχω καθήκον να περισώσω την  τιμήν της φιλοσοφίας και της προσωπικότητάς μου», και έδωσε μπροστά στο δίλημμα που του έθεσαν, σχετικό με τη δήλωση που του ζητούσαν, τη μνημειώδη και περιεκτική απάντηση: «ΝΑΙ ΣΤΟ ΟΧΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟ ΝΑΙ».
Την ίδια συναίσθηση της ευθύνης, που συνέπιπτε με την εκπλήρωση του χρέους προς την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ελλάδα, έδειξε πρόσφατα ο κορυφαίος, σε παγκόσμια κλίμακα, Έλληνας επιστήμονας της πληροφορικής, περιζήτητος σε όλο τον κόσμο, καθώς καλείται από τις κυβερνήσεις που του ζητάνε να τους προσφέρει τα φώτα της επιστήμης σε θέματα έρευνας και σύγχρονης  τεχνολογίας, ο Ιωάννης Σηφάκης.
Βρέθηκε το 2014 - 16 στην Ελλάδα ως Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας, είδε από κοντά το ερευνητικό μας σύστημα, ήρθε σε άμεση και πολύπλευρη επικοινωνία με τους πολιτικούς ιθύνοντες και απογοητευμένος από όσα είδε και άκουσε, δεν μάσκες τα λόγια του και δήλωσε: «Μαζί με άλλους δέκα συναδέλφους κάναμε προτάσεις οι οποίες, σε μεγάλο βαθμό, δεν εισακούστηκαν. Γνώρισα  τέσσερις υπουργούς Παιδείας. Ο ένας χειρότερος από τον άλλο. (Άποψη που επιβεβαιώνει το Ροΐδη ο οποίος πριν από 120 χρόνια, έγραψε: Οι πιο αγράμματοι και οι πιο άσχετοι αναλαμβάνουν κάθε τόσο το Υπουργείο Παιδείας). Προτείναμε, το 2014, να δημιουργηθεί ένας ενιαίος χώρος Έρευνας, δημιουργώντας ανά Περιφέρειες πόλους αριστείας. Δεν εισακουστήκαμε. (Πώς να εισακουστούν στη χώρα όπου «η αριστεία θεωρείται ρετσινιά;»)
Και καταλήγει: «Δεν υπάρχει καμιά διάθεση για βαθιές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Από τη στιγμή που προτείνεις μεταρρυθμίσεις οι οποίες θίγουν συμφέροντα, που ταράζουν στάσιμα νερά, δε θέλει κανείς να ακολουθήσει. Και λυπάμαι περισσότερο με αυτά που γίνονται πρόσφατα. Θέλουν να φέρουν τα Πανεπιστήμια πάλι σε ένα καθεστώς συνδιοίκησης, να επαναφέρουν το άσυλο και τους αιώνιους φοιτητές, πράγματα που δεν εφαρμόζονται πουθενά  στον κόσμο».
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η πρωτοτυπία μας: Εφαρμόζουμε ό,τι δεν γίνεται πουθενά στον κόσμο. Και το τραγικό είναι πως όλοι μιλάνε για μεταρρυθμίσεις από τις οποίες εξαρτάται το μέλλον αυτού του δύσμοιρου τόπου. Και όταν μιλάμε για μεταρρυθμίσεις δεν εννοούμε βέβαια αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας, δηλαδή  το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, στο οποίο το ένα κόμμα αναδεικνύεται χειρότερο από το άλλο.
Περνάμε, εδώ και αρκετά χρόνια, μια βαθιά και πολύπλευρη κρίση. Και η κρίση αυτή δεν είναι μόνο οικονομική, που άλλωστε την αντιληφθήκαμε τα τελευταία χρόνια γιατί μας έτσουξε. Η κρίση είναι παλιά και είναι βασικά κρίση πολιτική και πνευματική. Στην Κοινωνία της αφθονίας και της καταναλωτικής πρόκλησης που είχαμε δημιουργήσει, επικρατούσε μια πνευματική και ηθική πενία, μια  αντιδημιουργική έρημος, με ελάχιστες οάσεις  αυτοκριτικής και δημιουργίας. Την τελευταία δε δεκαετία η πατρίδα μας έχει μεταβληθεί σε έναν πνευματικό και πολιτικό μεσαίωνα, από τον οποίο δεν είναι φανερό αν ή πότε θα μπορέσει να εξέλθει.
Πώς εξηγούν οι εκπρόσωποι της πνευματικής μας ηγεσίας την πνευματική και πολιτική παρακμή ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού; Αν θέλουμε να υπάρξει σήμερα στον τόπο μας έγκαιρα η αληθινή πολιτική, έχουν χρέος να συμβάλουν οι πνευματικοί μας άνθρωποι, συναισθανόμενοι βαθιά την ευθύνη τους και εκπληρώνοντας θετικά την αποστολή τους. «Την ευθύνη, στην κύρια έννοιά της, που είναι κατά τον Κ. Δεσποτόπουλο όχι απλώς η ηθική σχέση του ανθρώπου εκ των υστέρων προς ορισμένη συμπεριφορά του, αλλά η εκ των προτέρων ηθική σχέση του προς την αποστολή του, δηλαδή εξάρτηση της ηθικής του οντότητας από την εκπλήρωση της αποστολής του».
Και αυτό πρέπει να γίνει σε κλίμακα πανευρωπαϊκή πρώτα και σε κλίμακα πανανθρώπινη έπειτα, γιατί σήμερα έχουν εξαπολυθεί ανά τον κόσμο τεράστιες δυνάμεις ικανές για την καταστροφή ολόκληρης της ανθρωπότητας, καθώς σε ευρεία κλίμακα ελλοχεύει η βαρβαρότητα. Μας ειδοποίησε έγκαιρα ο Ελύτης: «Είναι -γράφει- η βαρβαρότητα. Την βλέπω να 'ρχεται μεταμφιεσμένη κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν πρόκειται ίσως για φούρνους του Χίτλερ, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του, για την ατίμωσή του».
Εμείς δε ας μην παρασυρόμαστε και ας μη κολακευόμαστε με όσα επαινετικά και βαρύγδουπα μας είπαν, για τους δικούς τους λόγους  ασφαλώς, την περασμένη χρονιά ο Ομπάμα από το Ίδρυμα Νιάρχου, και μόλις πριν λίγες μέρες από το Λόφο της Πνύκας, ο Μακρόν. Η Ελλάδα, δυστυχώς, παύει σήμερα, μπροστά στα μάτια μας να είναι η Ελλάδα που ήταν στην κλασική αρχαιότητα, την οποία μας υπενθυμίζουν, σε κάθε ευκαιρία που τους δίνεται, οι υψηλοί μας προσκεκλημένοι, τόσο ως προς την πνευματική της καλλιέργεια, όσο και ως προς την ποιότητα της Δημοκρατίας μας.

ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ