Και οι Χριστιανοί μπορούν να ασχολούνται με την πολιτική!

on .

Κοινή συνείδηση του Ελληνικού λαού είναι ότι δε χρεοκόπησε  μόνο η χώρα, αλλά και   όλα τα πολιτικά κόμματα και όλες οι πολιτικές ιδέες. Γι’ αυτό και η πολιτική και ιδιαίτερα οι πολιτικοί  αντιμετωπίζονται, από το λαό, με  αδιαφορία και αναξιοπιστία και η πολιτική ζωή βρίσκεται κατασπιλωμένη και αναξιόπιστη. Γι’ αυτή την κατάπτωση της πολιτικής την κύρια ευθύνη φέρουν τα πρόσωπα που, με την ψήφο μας, στέλναμε στην Βουλή και τα οποία, κατά  κανόνα, ήταν και είναι μετριότητες, που θέτουν το προσωπικό και κομματικό συμφέρον υπεράνω του συμφέροντος του λαού και της χώρας.  Εκμεταλλευόμενοι δε οι επαγγελματίες της  πολιτικής την ευπιστία του λαού, «τάζουν λαγούς με πετραχήλια» και παρουσιάζονται ως «σωτήρες» και αξιόπιστοι, δήθεν, αναμορφωτές της χώρας και της ζωής του λαού. Παρουσιάζονται, χωρίς να ντρέπονται, σαν οι μόνοι που λένε την αλήθεια, ενώ ενσυνείδητα θεωρούν το λαό σαν κοπάδι στη στρούγκα που τον παραμυθιάζουν, χωρίς ντροπή, με τα μεγαλύτερα ψέματα.
Ως απλός πολίτης αυτής της χώρας θα ήθελα, ειλικρινά, η σαπίλα που επικρατεί στο πολιτικό σύστημα να είναι πρόσκαιρη και σύντομα να απαλλαγούμε απ’ αυτή. Δυστυχώς, όμως, για το λαό και την χώρα επικρατεί απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα πολιτικά πρόσωπα και κόμματα, ιδιαίτερα προς αυτά που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια τον τόπο και τον οδήγησαν στο γκρεμό, στη φτωχοποίηση και στην χρεωκοπία. Δυστυχώς, για το λαό και την χώρα εναλλακτική λύση με τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια κόμματα δεν υπάρχει. Είναι όμως εξίσου γεγονός, για να μην αιθεροβατούμε, ότι δεν είναι δυνατό να εξαφανιστούν δια μαγείας τα υπάρχοντα  χρεωκοπημένα κόμματα και οι υπάρχοντες, κατά  πλειοψηφία, φθαρμένοι και διεφθαρμένοι πολιτικοί της χώρας  «που τρώγονται σαν τα σκυλιά, πιο κόμμα τους να μπει «στη Βουλή» να διορθώσουν την πατρίδα» (Μακρυγιάννης).        
Όταν, όμως, στρογγυλοκαθίσουν στις καρέκλες της εξουσίας, αποκαλύπτονται ως μετριότητες και συνεχίζουν να συντηρούν και να διατηρούν  το ίδιο  φθαρμένο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, όπου το «πελατειακό» κράτος ζει και  βασιλεύει, οι παχυλές προεκλογικές υποσχέσεις λησμονούνται και οι  συναλλαγές κάτω από το τραπέζι αποτελούν  «θεσμό»  στην  πολιτική ζωή της χώρας. Δηλαδή, κατά τη  λεγόμενη λαϊκή ρήση «τι είχες  Γιάννη, τι είχα πάντα».
Οι πολίτες αυτής της χώρας ζητάμε να δούμε νέο αίμα, νέους ανθρώπους, άφθαρτους και με ανθρωπιά, ανθρώπους που δεν ξεπήδησαν μέσα από τα φθαρμένα και διεφθαρμένα κομματικά θερμοκήπια, να ασχοληθούν με την πολιτική ζωή του τόπου. Μπορεί, ως νέοι, να μη διαθέτουν την πολιτική εμπειρία, αλλά έχουν τη διάθεση και τις δυνατότητες να απαλλάξουν τη χώρα από το φθαρμένο, διεφθαρμένο και γερασμένο κομματικό κατεστημένο. Δε θέλουμε ξαναζεσταμένο και καμένο φαγητό με άλλο όνομα, τα ίδια, δηλαδή, πρόσωπα που εξέλαβαν την πολιτική ως ευκαιρία επαγγελματικής αποκατάστασης και αθέμιτου πλουτισμού. Γιατί δεν εξηγείται διαφορετικά το θλιβερό γεγονός, κάποιοι να μπήκαν στην πολιτική χωρίς δεύτερο παντελόνι και να βγήκαν με τεράστιες περιουσίες. Τιμάμε, βέβαια, τις εξαιρέσεις που από λόγους αυτοσεβασμού και συνειδησιακούς δεν έβαλαν το χέρι στο μέλι. Αν όμως το πάθημα μας έγινε μάθημα, ας τιμάμε με την ψήφο μας  εκείνους, για πολιτικούς, που παρακινούμενοι από αγνό πατριωτισμό και μόνο, είναι έτοιμοι να εργαστούν  έντιμα και σωστά, γιατί όχι και να θυσιαστούν για να σώσουν από το  γκρεμό την ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ και τον προδομένο από τους πολιτικούς λαό της χώρας.
Επειδή, όμως, καθώς είναι γνωστό οι βουλευτές δεν εκλέγονται για τη Βουλή των Ελλήνων με κλήρωση, αλλά με την δική μας ψήφο, έχουμε μερίδιο ευθύνης, αναλογικά, για το ποιούς τιμάμε με την ψήφο μας. Έχουμε, δηλαδή, τη δυνατότητα, κατά συνέπεια, στις επόμενες εκλογές να αναδείξουμε ως βουλευτές ανθρώπους νέους, αδιάφθορους, τουλάχιστον μέχρι τώρα, επιτυχημένους επαγγελματίες και, βέβαια, που να κατέρχονται ως υποψήφιοι με ένα κόμμα ή κίνημα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου. Χρειαζόμαστε, σε τελευταία ανάλυση, να αποκαταστήσουμε με την ψήφο μας την κλίμακα των ηθικών αξιών στη ζωή μας, στην πολιτική  ζωή της χώρας και στην κοινωνία μας.
Θέτω, όμως, σαν ένας μικρομεσαίος Θεολόγος, το αμείλικτο ερώτημα: Μπορούμε, στη σημερινή συγκυρία, να περιμένουμε από έναν δημόσια δηλωμένο άθεο και άπιστο υποψήφιο βουλευτή, από έναν συμβιβασμένο με τις αξιακές αρχές της  πίστης μας να προσφέρει τον εαυτό του θυσία χάριν του λαού; Μπορούμε με την ψήφο μας, ως χριστιανοί, να ψηφίσουμε ενσυνείδητα, δηλωμένο άθεο και άπιστο, ώστε αυτός να μας εκπροσωπήσει στην ελληνική Βουλή; Κανείς δεν είναι σωστό να προτείνει ως λύση την αποχή από τις εκλογές, γιατί, τότε, γινόμαστε υπεύθυνοι και συμμέτοχοι στην εκλογή των τυχοδιωκτών και των καθαρμάτων ως βουλευτών στην ελληνική Βουλή.
Ίσως κάποιος, καλοπροαίρετα κρίνοντας τις απόψεις μου, διατυπώσει το ερώτημα: Και ποια είναι η πρότασή σου θεολόγε; Προτείνω να τιμάμε με την ψήφο μας ανθρώπους κάθε γένους, μορφώσεως και επαγγέλματος, που έχουν το θάρρος να ομολογούν ότι είναι πιστοί χριστιανοί, που είναι στη ζωή τους ακατηγόρητοι, επιτυχημένοι  επιστήμονες και επαγγελματίες, άνθρωποι που διαθέτουν γενικά την λεγόμενη έξωθεν καλή μαρτυρία. Προτείνω σε Έλληνες πολίτες που διαθέτουν τα παραπάνω γνωρίσματα  να συγκροτήσουν  ένα νέο ρεύμα, μια νέα πολιτική κίνηση στην πολιτική ζωή της  χώρας και να ζητήσουν την ψήφο του Ελληνικού λαού. Γνωρίζω ότι κάποιοι θα αντιμετωπίσουν  ειρωνικά την πρότασή μου και άλλοι θα μου υποβάλλουν,  με καλή προαίρεση, το ερώτημα: Επιτρέπεται σε έναν ευσυνείδητο χριστιανό να ασχολείται με την πολιτική, να συμμετέχει ενεργά, καθώς λέγεται, με «τα κοινά;»
Ο Περικλής (490-429 π.Χ.), ο σπουδαίος αυτός πολιτικός της δημοκρατικής παράταξης των Αθηνών, χαρακτήριζε «αχρείο» (άχρηστο) όποιον  πολίτη  δε συμμετείχε στα πολιτικά, δηλαδή στα προβλήματα της πόλης. Ο Μέγας Βασίλειος (330-379 μ.Χ.), ένας  από τους κορυφαίους ιεράρχες της  Εκκλησίας μας,  στην ερμηνεία  του  ψαλμού (14,1) υπογραμμίζει  ότι «πολιτικόν  ζώον και συνεγελαστικόν ο άνθρωπος». Κάτι παρόμοιο υποστήριζε, ως γνωστόν και ο φιλόσοφος Αριστοτέλης (384-322 π.χ.). Κατά συνέπεια και ένας πιστός χριστιανός έχει υποχρέωση, ως πολίτης, να ενδιαφέρεται  και να συμμετέχει στα προβλήματα της πόλης-κράτους. Η άρνηση συμμετοχής, «στα κοινά» σημαίνει άρνηση συμμετοχής στα προβλήματα  των συνανθρώπων μας, του πλησίον και άρα περιθωριοποίηση από τα προβλήματα του λαού, που αποτελεί το πλήρωμα της Εκκλησίας. Βέβαια κανείς δεν είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι η  ανάμειξή του στην πολιτική ζωή της χώρας είναι δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα, ή ότι ο χριστιανός θα λύσει μόνος του όλα τα προβλήματα της πόλης-κράτους, των πολιτών. Με συνέπεια όμως στις αρχές του και τα πιστεύω του θα αγωνίζεται, αντίθετα στο ρεύμα, να δίνει την καθημερινή του μαρτυρία, για την επικράτηση στη ζωή των πολιτών των αρχών της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ισονομίας και της ισοπολιτείας, οφείλει να είναι ενεργός πολίτης και να πρωταγωνιστεί για έναν κόσμο πιο δίκαιο και πιο ανθρώπινο.
Κανείς μας δεν είναι τόσο αφελής, ώστε να πιστεύει ή να αρνηθεί τον κίνδυνο και σ’ ένα χριστιανό, που θα ασχοληθεί με την πολιτική να προδώσει τις αξιακές αρχές του και τα πιστεύω του. Είναι όμως λιγότερο πιθανό να συμβεί αυτό από έναν αποδεδειγμένα πιστό χριστιανό, απ’ ότι σ’ έναν δηλωμένο άθεο.
Στο ψευδεπίγραφο, λοιπόν ερώτημα αν ένας  πράγματι πιστός χριστιανός επιτρέπεται να ασχοληθεί με την πολιτική γιατί, δήθεν, χάνει την πνευματικότητά του, απαντάμε θετικά, υπό τον όρο ότι θα μείνει σταθερός, μέχρι εσχάτων, στις αξίες της χριστιανικής πίστης του.    
Σήμερα υπάρχει τεκμηριωμένη η άποψη ότι οι υπάρχοντες πολιτικοί σχηματισμοί, τα υπάρχοντα κόμματα στην Ελλάδα, «εξεμέτρησαν το ζειν». Τότε γιατί, τάχατες, να μη  αποτελεί ευνοϊκή συγκυρία, για την δημιουργία ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού κινήματος, στο οποίο θα συμμετάσχουν προσωπικότητες από όλες τις κοινωνικές  και  επαγγελματικές  τάξεις και οι οποίοι θα είναι πρόθυμοι να διακονήσουν το λαό, ως πιστοί χριστιανοί, χωρίς να συμβιβαστούν και να προδώσουν τις  αρχές τους και τα πιστεύω τους, χωρίς σε τελευταία ανάλυση να πουλήσουν την ψυχή τους σε οποιονδήποτε και για οτιδήποτε; Οι χριστιανοί δεν επιτρέπεται να είναι  απολιτικοί.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ