Στην εποχή της ανάγκης…

on .

Στην εποχή της αναπάντεχης οικονομικής κρίσης αλλά και της απίστευτης ευτέλειας και κρίσης των αξιών, στην εποχή που εξατμίστηκε κάθε ίχνος ευαισθησίας και το συναίσθημα έχει διαγραφεί όχι μόνο από το καθημερινό λεξιλόγιο, αλλά κι από τη σκέψη, τώρα που στέρεψαν οι καρδιές και περίσσεψε στα μάτια το δάκρυ, άνθισε ένα καινούργιο επάγγελμα αυτό του ενεχυροδανειστή, του αργυραμοιβού ή καλλίτερα του… αγοραστή συναισθημάτων.
Και ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια τα καταστήματα αυτού του είδους σ’ όλες τις πόλεις της Ελλάδας, με πελάτες τους πολίτες που βρίσκονται σε ανάγκη. Υπόσχονται οι επαγγελματίες του είδους την καλλίτερη τιμή σε κάθε είδους πολύτιμο κόσμημα ή αντικείμενο φθάνει στο τραπέζι τους. Κι αλλάζουν καθημερινά χέρια –σχεδόν αυτόματα- χρυσαφικά κι άλλα πολύτιμα αντικείμενα, πολλά σπάνια και συλλεκτικά, χωρίς δεύτερη σκέψη κι ας περνούσαν από γενιά σε γενιά, μια ζωή.
Ανεκτίμητης συναισθηματικής αξίας πεντόλιρα από αρχοντοπούλες αλλά και «ντούπιες φλωροκαπνισμένες» από φτωχούλες κι ορφανές, «πατατίφ» νυφιάτικα και σταυροί της νονάς, φυλαχτά για το μάτι και την καλοτυχία, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και βραχιόλια με πολύτιμες πέτρες, καλοδουλεμένα, ξενόφερτα από τεχνίτες άλλων τόπων και φλουριά που απόθετε στην ποδιά της γυναίκας ο ξενιτεμένος, γονιός, αδελφός, άντρας καθώς γυρνούσε καζαντισμένος από την ξενιτιά στον τόπο του.
Κι άξιζαν όλους τους κόπους, τα βάσανα, τη μοναξιά, την κατακτησιά που περνούσε η γυναίκα μόνη. Και καμάρωνε και στολίζονταν και την ήθελε κι ο άντρας περήφανη γιατί έδειχνε σ’ όλους το καζάντιο του.
Όλα τα δέχεται ο ενεχυροδανειστής. Λάμπες κι ανθοδοχεία και μπιμπελό πορσελάνινα κι άλλα στολισμένα μ’ ελεφαντόδοντο και πολύτιμες πέτρες φερμένες από την Αίγυπτο, την Αλεξάνδρεια και το Κογκό όπως μολογούσαν. Και τα έτριβαν και τα γυάλιζαν και τα τύλιγαν με ευλάβεια στον πάτο της καρσέλας και κουβέντιαζαν μαζί τους. Ακόμη κι εργόχειρα χρυσοκεντημένα, σπάνια και πανάκριβα.
Αλλά και τα σημερινά. Τ’ αποχωρίζεσαι με πόνο όλα όσα είναι δεμένα με ιδιαίτερες στιγμές της ζωής σου. Αν μπορούσαν να μιλήσουν, αν είχαν φωνή, γιατί ψυχή έχουν τα αντικείμενα κι αναστενάζουν. Κι αν μπορούσαν να καταγραφούν, της καρδιάς σου ο χτύπος και της ψυχής το φούσκωμα την ώρα που αποχωρίζεσαι ένα κομμάτι της ζωής σου ξεχωριστό και γλυκό, την ίδια την ιστορία μιας ζωής….
Η δοσοληψία όμως αυτή, η παράδοση των αντικειμένων για κάποια χρήματα δεν έχει μνήμη. Τι κι αν εσύ γυρνώντας στο σπίτι σου σπαράζεις στο κλάμα!
Σε μια στείρα από αισθήματα εποχή, όταν η ανάγκη σου χτυπά στην πόρτα, όλα αναμερούν, παραμερίζουν καθώς δεν υπάρχει χειρότερος εχθρός απ’ την ανάγκη. «Ανάγκα και θεοί πείθονται» μας θυμίζουν οι αρχαίοι μας. Και δεν χωρούν εδώ παζάρια. Όσο – όσο…
Και διαβαίνεις το κατώφλι με προφύλαξη μη σε δουν οι περαστικοί και καταλάβουν την ανάγκη σου… Κι απομακρύνεσαι ύστερα βιαστικά και γρήγορα σαν κλέφτης, σαν εγκληματίας, να μη προφτάσει το δάκρυ να τρέξει στο μάτι.
Και φεύγεις κρατώντας σφιχτά τα ευρώ σαν αμαρτωλός, σαν εκείνα τα αμαρτωλά του Ιούδα αργύρια, γιατί προδότη της ψυχής σου θεωρείς τον εαυτό σου και προδοσία ασυγχώρητη την πράξη σου κι ας σ’ έσπρωξε η ανάγκη στης απελπισίας το τελευταίο σκαλοπάτι.
Στον 21ο αιώνα η επιστήμη κάνει άλματα κι η ανθρωπότητα πεινά και καταφεύγει στου ενεχυροδανειστή τα «αργύρια». Φτωχύναμε, φτωχύναμε πολύ, όχι μόνο από χρυσαφικά αλλά και κυρίως από αξίες και συναισθήματα. Κι αυτό είναι το τραγικό…