Από το 1897 στο 2017…

on .

Εκατόν είκοσι  χρόνια Ιστορίας του Νεοελληνικού Κράτους δεν είναι λίγα. Θα περίμενε βέβαια κανείς  όλα αυτά τα χρόνια να έχουμε  κάνει άλματα προς τα εμπρός και να μην υπάρχει κανένα στοιχείο που να μας θυμίζει γεγονότα αυτής της τόσο μακρινής εποχής. Και είναι μεν γεγονός ότι πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, όμως κάποιες καταστάσεις που ζούμε σήμερα και από τις οποίες εξαρτάται το μέλλον της χώρας μας μάς υποχρεώνουν να γυρίσουμε προς τα πίσω μήπως και μπορέσουμε, συγκρίνοντας τις δυο αυτές εποχές, να καταλήξουμε σε ορισμένα  χρήσιμα συμπεράσματα.
Η μεγάλη επανάσταση του ‘21 πρόσφερε ωραίες αλλά μάταιες ελπίδες για την απελευθέρωση ολόκληρου του αλύτρωτου Ελληνισμού. Η απελευθέρωση ενός μόνο μέρους του Ελληνικού εδάφους και η επίσημη δημιουργία ανεξάρτητου Κράτους, το 1830, εμφανίστηκαν τελικά ως αποτέλεσμα της επέμβασης των Τριών Μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας. Δημιουργήθηκαν στη χώρα μας τρία κόμματα που τελούσαν υπό την επιρροή τους, μέχρι του σημείου μάλιστα που έκαναν γνωστό σατιρικό ποιητή της εποχής εκείνης να γράψει:
“Κανείς δεν έμεινε Γραικός, ο ένας είναι Άγγλος, Μώσκοβος
είν’ ο δεύτερος  κι ο τρίτος είναι Γάλλος”!
Ας λάβουμε μάλιστα υπόψη μας το γεγονός ότι, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, μας έφεραν ως “ελέω Θεού  βασιλέα” το νεαρό  Βαυαρό Όθωνα, επί των ημερών του οποίου διαμορφώθηκε στην Ελλάδα το καθεστώς της Βαυαροκρατίας με το οποίο ο διωγμός των αγωνιστών του ΄21 ξεπέρασε κάθε όριο, ο λαός πεινούσε ενώ οι Βαυαροί αντιβασιλείς και οι σύμβουλοί τους θησαύριζαν. Την κατάσταση μας τη δίνει στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης:
“Για τους αγωνιστές -γράφει- τις χήρες και τα ορφανά, δεν έχει ψωμί η πατρίδα, γι’ αυτούς όλους είναι φτωχή και για τον Αρμασπέρη (=τον ένα από τους τρεις αντιβασιλείς) έχει, οπούρθε ψωργιασμένος Κόντης κι έφυγε μ’ ένα μιλλιόνι τάλαρα κι αγόρασε στην πατρίδα του (τη Βαυαρία) έναν τόπο και τον έβγαλε “Ελλάς” και μουντζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες”.
Έτσι αυτό το κρατίδιο έζησε επί ένα περίπου αιώνα προδομένο και ταπεινωμένο από σκληρές απογοητεύσεις, με κορύφωση τη μαύρη εκείνη σελίδα της ήττας και της ντροπής του 1897.
Τότε, λοιπόν, που ήταν, όπως λέει ο ποιητής, “σβησμένες όλες οι φωτιές κι οι πλάστρες μες στη χώρα”, τότε που η πατρίδα μας δεν είχε “άλλο σκαλί να κατρακυλήσει πιο βαθιά στου κακού τη σκάλα”, τότε ακριβώς ξύπνησαν μέσα στις ψυχές των αγνών Ελλήνων οι φωνές των πατέρων μας και άρχισε από το ένα ως το άλλο άκρο της ελληνικής γης η εθνική αφύπνιση που εμπιστεύτηκε τα ηνία της χώρας στο μεγάλο Κρητικό πολιτικό και επαναστάτη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που ένωσε το Έθνος, ύψωσε το φρόνημά του και προετοίμασε το έδαφος για την “Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο Ηπείρων“ και για τη δημιουργία ενός σύγχρονου Ελληνικού Κράτους.
 Όμως και τότε διαπράξαμε, ως συνήθως, τα ίδια λάθη. Δε μας έφτανε η δολοφονία του Καποδίστρια με την οποία καταδικάσαμε τη χώρα μας να μείνει για καιρό στην άθλια μοίρα των κοτζαμπάσηδων, των κομματαρχών και των ανομολόγητων συμφερόντων. Δε μας έφτανε το γεγονός ότι το Χαρίλαο Τρικούπη, που εδραίωσε το Κοινοβουλευτικό Πολίτευμα στη χώρα μας και οργάνωσε μεταρρυθμίσεις με μεθοδικότητα και φαντασία επαναστατικές για τα δεδομένα της εποχής του, δεν τον βγάλαμε ούτε βουλευτή και στη θέση του εκλέξαμε τον άσημο Γουλιμή. Το κακό τρίτωσε. Και εναντίον του Βενιζέλου, αυτού “του τελευταίου μεγάλου πολιτικού φορέα της εθνικής μας συνείδησης”, οργανώσαμε δύο δολοφονικές απόπειρες και με τη φροντίδα της Ιεράς Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, “ρίψαμε στο Πεδίο του Άρεως τον λίθον του αναθέματος απαγγέλλοντας τη φράση: Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την Βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω”.
Γέμισε από τότε  η πολιτική σκηνή από Γουλιμήδες και μάλιστα διαχρονικά.
Παρακολουθούσα το 1966 τη φλογερή και γεμάτη αγάπη για την Ελλάδα αρθρογραφία του λαμπρού εκείνου εκπαιδευτικού και συγγραφέα, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, που έβλεπε τη χώρα μας να πορεύεται “Ερήμην των Ελλήνων” και δε δίσταζε δημόσια να καταγγέλλει ότι στην τότε πολιτική σκηνή υπήρχαν “αρκετά α π ο ρ ρ ί μ μ α τ α των επιστημών και των άλλων επιδόσεων” και διατύπωνε ευθαρσώς το ερώτημα: “Με  τα  απορρίμματα  π ώ ς  ν α  π ρ ο κ ό ψ ε ι   ο  τόπος”;
Διάβασα πολλά χρόνια αργότερα τη μοναδική πολιτική συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη, στην οποία ο νομπελίστας ποιητής μας, χωρίς περιστροφές, αποφαίνεται ότι: “Όλα τα κακά που θα μπορούσα να καταγγείλω στον τόπο μας, όλα είναι ζήτημα ελληνικής παιδείας και ουσιαστικής καλλιέργειας. Από την άποψη αυτή η πολιτική ηγεσία του τόπου μας βρίσκεται σε άγρια μεσάνυχτα, περνάει μια μακροχρόνια και ζοφερή νύχτα”.
Δεν ξέρω πόσοι από μας βλέπουμε, αν βέβαια τη βλέπουμε, αυτή τη “ζοφερή νύχτα” και στην πολιτική ηγεσία της χώρας μας τα τελευταία χρόνια μέχρι και σήμερα.
Ψάξτε  τους σημερινούς πολιτικούς μας ηγέτες -αν θέλετε θυμηθείτε και τους περισσότερους, για να μην πω όλους και παρεξηγηθώ από μερικούς, από αυτούς της μεταπολίτευσης- και προσπαθήστε να βρείτε κάποια στοιχεία που μας δίνουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουμε την ορθότητα της άποψης που διατύπωσε για τους πολιτικούς της εποχής του ο Ελύτης. Μάλιστα, για να μην πέσετε έξω στις εκτιμήσεις σας υποβληθείτε στη βάσανο και παρακολουθήστε ολόκληρη μια εκτός ημερήσιας διάταξης συζήτηση των αρχηγών των κομμάτων στη Βουλή, τη χειροκροτική τακτική που ακολουθούν, κατά κανόνα, σχεδόν όλοι οι βουλευτές την ώρα που μιλάει ο αρχηγός τους, ανεξάρτητα από αυτά που λέει και αν αυτά έχουν σχέση με το θέμα που συζητάνε ή βοηθάνε στην επίλυση των προβλημάτων του Ελληνικού λαού.
Τότε θα κατανοήσετε δυο πράγματα εντελώς απαραίτητα για να καταλήξετε στα αναγκαία για τη σημερινή κατάσταση συμπεράσματα: Πρώτα για το πώς η χώρα μας έφτασε στη χρεοκοπία και πόσο δύσκολο είναι να βρούμε κάποια διέξοδο στο αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε, αν συνεχίσουμε “χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ” να πορευόμαστε “δειλοί και άβουλοι” την ίδια πορεία. Έπειτα, για να συνειδητοποιήσουμε, όλοι μαζί, πως η κατάσταση αυτή στην οποία σήμερα βρισκόμαστε δεν διαφέρει σε τίποτε από εκείνη στην οποία βρέθηκε η χώρα μας πριν από 120 χρόνια, μετά την ήττα και την ντροπή του1897. Η τ τη μ έ ν ο ι και Ν τ ρ ο π ι α σ μ έ- ν ο ι είμαστε και σήμερα οι Έλληνες. Έχουμε  χρεοκοπήσει και ζούμε με δανεικά των Ευρωπαίων εταίρων μας υποθηκεύοντας το μέλλον των παιδιών μας και της χώρας μας  για πολλές δεκαετίες. Τα ίδια ακριβώς συνέβαιναν και το 1897.  
Τότε, λοιπόν, δηλαδή το 1897, η ήττα και η ντροπή έφεραν την εθνική αφύπνιση. Παρόμοια αφύπνιση, με τα σημερινά όμως δημοκρατικά δεδομένα, χρειαζόμαστε και σήμερα. Οι πολιτικοί που διαθέτουμε είναι αυτοί που γνωρίζουμε -και για να μην τους αδικούμε - “κατ’ εικόνα  και  καθ’ ομοίωσιν “ δική μας. Όσοι επιρρίπτουμε τις ευθύνες για το κατάντημα της χώρας μόνο στους πολιτικούς δεν τα βάζουμε μόνο με τους πολιτικούς, τα βάζουμε και υπονομεύουμε την ίδια τη Δημοκρατία.
Πολίτες και πολιτικοί φέρουμε το βάρος της εθνικής αφύπνισης, που θα  γίνει τότε μονάχα, όταν βαθιά εδραιωθεί στην ψυχή μας η πίστη στην απεριόριστη δυνατότητα του λαού μας να προσδιορίζει μόνος του τη ζωή του και τη μοίρα του, σύμφωνα με το μήνυμα που μας έστειλε πριν από χρόνια ο Βάρναλης, με τη φράση: “Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει, όταν ξυπνήσουν κάποτε οι  λαοί”.
Σ´ αυτό το ξύπνημα αποφασιστικός μπορεί -και πρέπει -να αποβεί ο ρόλος της πνευματικής ηγεσίας της χώρας. Και τέτοιοι πνευματικοί ηγέτες με έντονο το πολιτικό στοιχείο -εντελώς απαραίτητο για  ένα τέτοιο ξεκίνημα- υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, αρκετοί. Αρκεί να δείξουν την απαιτούμενη πολιτική ευτολμία και υπευθυνότητα και να πάνε μπροστά.
Από την άποψη αυτή θεωρώ προσωπικά παρήγορο το γεγονός ότι στο χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς -που είναι διαχρονικά ο ζωτικός χώρος της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων- αποφασίστηκε, στα πλαίσια του Συνεδρίου, πέρα και πάνω από πολλά μέχρι σήμερα παραπολιτικά και εξουσιαστικά παιχνίδια, η σύσταση Επιτροπής Διαλόγου, με Πρόεδρο το διακεκριμένο  συνταγματολόγο, με τη γνωστή και θαρραλέα κοινωνική και πολιτική του δράση, το  Ν ι κ ό λ α ο  Α λ ι-
β ι ζ ά τ ο. Αρκεί βέβαια να  μη μείνουμε στο διάλογο και αυτός, όπως συχνά συμβαίνει, να μην υπονομευτεί από τους διάφορους επιτήδειους και ιδιοτελείς που φιλοξενεί και αυτός ο χώρος και φέρουν μάλιστα μερίδιο της ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση. Χρειάζεται ασφαλώς να συζητάμε, αλλά πρέπει όλοι μας πρώτα να μάθουμε να συζητάμε χωρίς καιροσκοπισμό και σκοπιμότητα.
 Και πάνω απ’ όλα, αφού παραμερίσουν τυχόν προσωπικές μωροφιλοδοξίες, να βρουν το θάρρος και να θέσουν επικεφαλής του κυοφορούμενου νέου φορέα μια εγνωσμένου κύρους προσωπικότητα από αυτές που διαθέτει ο χώρος. Τότε μόνο κάτι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο, όπως ο ίδιος ο Καθηγητής Αλιβιζάτος δήλωσε: «Είμαι αισιόδοξος ότι ο χώρος αυτός θα βρει την ενότητα και το βηματισμό του και θα παίξει τον αναγεννητικό ρόλο που η Δημοκρατική Παράταξη πάντοτε έπαιζε στην Ελλάδα».

ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ