Η παλιά και η νέα στράτα...

on .

-  Γράφει ο  ΣΠΥΡΟΣ  ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ,
Φιλόλογος - Συγγραφέας

 Έβλεπα, τις προάλλες, τις τραγικές σκηνές που διαδραματίζονταν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο· σκηνές που θύμιζαν τριτοκοσμικές χώρες. Ένιωσα τότε θλίψη και ντροπή για το κατάντημα στο οποίο βρίσκεται ο Ναός της Δημοκρατίας στη χώρα μας, καθώς επίσης η ποιότητα του δημόσιου βίου μας. Και αυτό το ένιωσα  γιατί αυτοί οι άνθρωποι- πολλοί ή λίγοι-  σύμφωνα με το Σύνταγμα, «αντιπροσωπεύουν το Λαό και το Έθνος». Ώστε, λοιπόν, ως Λαός και ως  Έθνος εκεί καταντήσαμε; Και μην μου πει κάποιος ότι πρόκειται για σκηνές μεμονωμένες. Όποιος έτυχε -ή μάλλον είχε την υπομονή- να ακούει τους αρχηγούς των κομμάτων να μιλάνε στη Βουλή, στις συζητήσεις προ ημερήσιας διάταξης, να διαπληκτίζονται μεταξύ τους για θέματα που δεν έχουν σχέση με τη συζήτηση και από κάτω οι βουλευτές των κομμάτων τους να ξεσπάνε σε χειροκροτήματα, ανεξάρτητα από το γεγονός αν αυτά που λένε έχουν κάποια σημασία και προάγουν τη συζήτηση για το καλό του κοινωνικού συνόλου, καταλαμβάνεται  από την ίδια θλίψη και απογοητεύεται  για το μέλλον ετούτου του τόπου.
Και τότε, λες μέσα σου: Τι μπορείς να κάνεις; Μπροστά σε τέτοιες εικόνες θολώνει το μυαλό σου και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να γυρίσεις στο παρελθόν και να πασχίζεις να εξηγήσεις -αν βέβαια κάτι τέτοιο είναι  δυνατό- τέτοιας μορφής φαινόμενα.
Θυμήθηκα τότε μια φράση του Δάντη που την είχα συναντήσει, κατά τα φοιτητικά μου χρόνια, και μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Η σχετική φράση του Δάντη έχει ως εξής: «Chi lascia la strada vecchia per la nuova.sa quelche lascia, ma non sa quelche trova». Δηλαδή: Όποιος αφήνει  έναν παλιό δρόμο για έναν καινούριο ξέρει τι είδους (ποιότητας) δρόμο αφήνει, όμως δεν ξέρει τι είδους δρόμο  επιδιώκει να βαδίσει… Αφήνουμε, όπως λέει ο Δάντης, το παλιό και ζητάμε το νέο. Το παλιό δεν μας αρέσει και ζητάμε το νέο, το οποίο πιστεύουμε ότι θα είναι καλύτερο. Θυμηθείτε πόσες κυβερνήσεις αλλάξαμε  στα χρόνια της μεταπολίτευσης, πόσες ελπίδες στηρίξαμε σε κάθε αλλαγή, και πόσες απογοητεύσεις νιώσαμε όταν διαπιστώναμε πως πάλι μια από τα ίδια είχαμε. Έτσι φτάσαμε εδώ που  βρισκόμαστε. Η χρεοκοπία που μας δέρνει δεν ήρθε ουρανοκατέβατη!
Ξαναθυμήθηκα την ίδια φράση, πριν τρία  χρόνια. Ήταν ένα βράδυ του 2014. Βρέθηκα στην Αθήνα για δουλειά και έκανα μια βόλτα στην Πλατεία Συντάγματος. Εκεί μαζεύονταν συχνά αυτοί που διαμαρτύρονταν για τα δυο πρώτα Μνημόνια που μας έφεραν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Δικαιολογημένη ασφαλώς η αγανάκτηση, υγιής, σκέφτηκα, η αντίδραση. Κάποια στιγμή όμως μερικές από τις ομάδες  των διαδηλωτών συγκεντρώθηκαν  στη λεωφόρο Αμαλίας, απέναντι από τη Βουλή, και με τη συνοδεία ντουντούκας, κραύγαζαν ρυθμικά: «Να καεί, να καεί το μπ........ η Βουλή».
Έφυγα με πολλή σκέψη από αυτά που άκουγα και έβλεπα. Σε λίγους μήνες η Βουλή εκείνη, με το χαρακτηρισμό που της έδιναν οι διαδηλωτές, «κάηκε», δηλαδή έγιναν εκλογές και η Βουλή, με τη σύνθεση που είχε, διαλύθηκε. Το παλιό έφυγε και ήρθε το νέο.
Από τότε και μέχρι σήμερα, όπως  γράφει πολύ συχνά ο Τύπος, διαδηλωτές δεν εμφανίστηκαν στην Πλατεία Συντάγματος. Δεν ξέρω αν  κάποιοι από τους τότε διαδηλωτές είναι σήμερα μέλη του Κοινοβουλίου. Ούτε πάλι μπορώ να κρίνω -δεν έχω  αυτή τη δυνατότητα- αν η σημερινή Βουλή είναι καλύτερη από τις προηγούμενες. Αυτό καθένας από μας, ως άτομο, με βάση τα δικά του δεδομένα, μπορεί να το κάνει. Άλλωστε, στο μάθημα της Λογικής, στο Σχολείο, διδαχτήκαμε πως «η ποιότητα του νοήματος είναι ανάλογη  με την ποιότητα του νοούντος». Οπωσδήποτε όμως σκηνή, όπως αυτή που είδαμε στη Βουλή, θέλω να πιστεύω πως κανέναν που επιθυμεί τη Δημοκρατία δεν ικανοποιεί.
Πάντως, όποιος τυχόν αγανακτεί με τέτοιες σκηνές, δεν πρέπει να ξεχνάει το μήνυμα που μας έστειλε πριν από πολύ καιρό ο πρωτοπόρος του Σοσιαλισμού στην Ελλάδα, Δημ. Σκληρός, επισημαίνοντας, όπως έχω ξαναγράψει: «Γιατί Έλληνα αγανακτείς με τους βουλευτές σου; Από πού κατέβηκαν;  Εμείς δεν τους ψηφίζουμε»;
Όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι περνάμε δύσκολες μέρες. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο διαπιστώνουμε πως η κρίση που μαστίζει τη χώρα μας δεν είναι μονάχα οικονομική. Είναι βασικά κρίση πολιτική, κοινωνική, ηθική. Γι' αυτό  η κατάσταση είναι κρίσιμη και αμφιλεγόμενη.
Πού οφείλεται όμως η κρισιμότητα της κατάστασης; Σε σχέση με προηγούμενες  εποχές οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι παλιότερα συνδέαμε την ελπίδα για κάποια αλλαγή σε κάτι το νέο, που το θεωρούσαμε εντελώς διαφορετικό από το παλιό, το οποίο μας είχε κουράσει και εναγώνια επιδιώκαμε να απαλλαγούμε από αυτό. Το νέο όμως δεν το ξέραμε-όπως λέει και ο Δάντης, γι' αυτό ήταν και ελπιδοφόρο. Έτσι, Το 1981, φέραμε  τον Ανδρέα Παπανδρέου, γιατί μας υποσχέθηκε ΑΛΛΑΓΗ, και μαζί μ' αυτή, για να είναι πιο ελκυστική από το λαό,  και σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, που κι αυτά τελείωσαν άδοξα και άφησαν πίσω τους σοβαρά προβλήματα, τα οποία ανέλαβε να αντιμετωπίσει  ο Σημίτης με τα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ και με τη γνωστή κατάληξη, που έφερε ως αντίδοτο στην εξουσία  τον Καραμανλή το νεότερο. Αυτός ύστερα από πέντε χρόνια στην εξουσία κατάλαβε σε τι κατάσταση βρίσκεται η χώρα και όπου φύγει-φύγει.
Από τότε αρμενίζουμε στο πέλαγος της αβεβαιότητας με ανεξέλεγκτες  παρορμητικές ενέργειες, χωρίς  να μπορούμε να προσαρμοστούμε  στη σκληρή πράγματικότητα. Αυτή την πραγματικότητα αντιπροσώπευαν στη χώρα μας τα δυο πρώτα Μνημόνια  που μας επιβλήθηκαν για να σωθεί η χώρα, όπως μας είπαν από τη χρεοκοπία, με τις γνωστές για τον καθένα μας συνέπειες. Και από τότε;
Το κλίμα ήταν πέρα για πέρα αντιμνημονιακό. Όσοι είχαν συνεργήσει στα Μνημόνια  ήταν οι... γερμανοτσολιάδες, οι συνεργάτες των τοκογλύφων, οι υποτακτικοί της Μέρκελ, του Σόιμπλε και του Τόμσεν. Αυτό το αντιμνημονιακό κλίμα, όπως ήταν επόμενο, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης και μάλιστα χωρίς φραγμούς, χωρίς ιδεολογικές αναστολές, με στόχο ασφαλώς την κατάληψη της εξουσίας. Τα όσα ακολούθησαν είναι σε όλους μας γνωστά. Από το ένα μέρος  υπήρχε το παλιό που υποστήριζε τα Μνημόνια, από το άλλο υπήρχε το νέο που ήταν ο εχθρός των Μνημονίων. Όμως η πραγματικότητα, όταν μάλιστα συνδέεται με τον έρωτα για την εξουσία, που στην Ελλάδα από παλιά συνδέεται με τη σωτηρία του Έθνους είναι σκληρή, και εκδικείται. Γρήγορα το παλιό  ταυτίστηκε με το νέο.
Δύο Μνημόνια μας είχε φέρει το παλιό, δυο Μνημόνια μας έφερε, μέχρι τώρα, και το νέο. Η Μέρκελ  έγινε η φίλη της Ελλάδας, ο Σόιμπλε έγινε σοβαρός πολιτικός και ο εχθρός μας Τόμσεν, υπερασπιστής μας στην ελάφρυνση του χρέους. Μέτρα εναντίον του λαού έπαιρνε το παλιό, τα ίδια παίρνει και το νέο.
Η ανατροπή που έγινε ξεπέρασε κάθε όριο και η διάκριση ανάμεσα στο παλιό και στο νέο είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να γίνει. Στο παρελθόν αφήναμε το παλιό που δε μας εξέφραζε και αγκαλιάζαμε, χωρίς να το γνωρίζουμε, το νέο που περιμέναμε κάτι το καλό να φέρει. Τώρα όμως, τόσο «το παλιό», όσο και «το νέο», μας είναι γνωστά, και ξέρουμε τι το καθένα αντιπροσωπεύει, και προς τα πού οδηγεί τον τόπο. Δεν ξέρω κατά πόσον  αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μας «συνεπάγονται τη μαζική συνταξιοδότηση του πολιτικού κόσμου ο οποίος έκανε το Κράτος μας να γονατίσει», όπως υποστηρίζει  στο βιβλίο του «Η Ελλάδα των κρίσεων» ο διεθνούς φήμης καθηγητής Βασίλειος Μαρκεζίνης. Εκείνο πάντως που εγώ διαπιστώνω, ως απλός πολίτης, είναι ότι η κατάσταση που  επικρατεί, τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας είναι ίδια ή παρόμοια με αυτή που επικράτησε στην Ελλάδα, μετά τη μάχη της Μαντίνειας, όπως την περιγράφει ο Ξενοφών στα «Ελληνικά» του, καταλήγοντας: «Ακρισία δε και ταραχή έτι πλείων μετά την μάχην εγένετο  ή πρόσθεν εν τη Ελλάδι».
Και η μεν «ταραχή» υφέρπει, η «ακρισία» όμως είναι παντού ευδιάκριτη. Και είναι άγνωστο  τι θα βγάλει. Το μόνο που πρέπει να βγάλει είναι το ξύπνημα του λαού. Μας το είπε, εδώ και πολλά χρόνια, ο Βάρναλης: «Μπροστά καινούριος κόσμος θα ροδίσει, όταν ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί»…