Φέτος στο Ζαγόρι, η Άνοιξη άργησε ναρθεί… ένα μήνα!

on .

 Η Άνοιξη στο Ζαγόρι είναι πανόραμα. Η φύση στην πιο καλή της ώρα.
Από το Φλεβάρη κιόλας αρχίζουν στα δέντρα να φουσκώνουν τα μπουμπούκια. Κι άμα φυσήξει ο «φουσκοδέντρης» μεμιάς ανοίγουν και λουλουδιάζει η φύση γεμίζοντας μυρωδιές. Κι οι προάγγελοι της Άνοιξης τα χελιδόνια κι ο κούκος καταφτάνουν. Φέτος όμως δεν έγινε έτσι. Μπήκε ο Μάρτης, αλλά η Άνοιξη αρνιόταν να φανεί. Κι ας την καρτερούσαμε πώς και πώς καθώς κοντεύαμε να κάψουμε και τα «παλούκια». Ανησύχησαν οι αμυγδαλιές, «προξενήτρες» της Άνοιξης. Τα μπουμπούκια κόντευαν να παγώσουν.Απελπίστηκαν. Οι νιώτερες ανυπόμονες βιάζονταν. Μαζεύτηκαν σε συνέλευση. Όλη τη νύχτα «δεν έκλεισαν μάτι». Τι να κάνουν; Ν’ ανθίσουν; Κι αν παγώσουν; Πάει ο καρπός!
Οι μεγαλύτερες και σοφότερες συμβούλεψαν: «Για καρτεράτε λίγο “να βγει ο Μαρτς με το παλιό”. Αυτός είναι πεντάγνωμος, μην το πάθουμε σαν την γριά με τα κατσ’κάκια…». Και ξαφνικά ο τόπος κιτρίνισε. Γέμισαν λουλούδια οι κρανιές. Αψήφισαν την κακοκαιρία. Πήραν τα πρωτεία. Ομόρφυνε ο τόπος. Μαλάκωσαν την γύμνια.
Σαν είδαν οι μυγδαλιές ένα ξημέρωμα κατακίτρινες τις πλαγιές έσκασαν από τη ζήλια. «Ακούς εκεί οι παλιοκρανιές, οι κιτρινιάρες, να μας πάρουν τα πρωτεία». Αναψοκοκκίνισαν θυμωμένες για την προσβολή, την αβάσταχτη. Δεν ξανάγινε αυτό. Πού ακούστηκε! Την ίδια στενοχώρια είχαν κι οι βατσινιές κι οι αγριοκερασιές δίπλα στο δρόμο. Νύχτωνε, ξημέρωνε τις έτρωγε το μαράζι όσο έβλεπαν τις κρανιές να καμαρώνουν, να «σιούνται και να λυγιούνται».
Και κει που ξεψυχούσε ο Μάρτης και πήρε μέρες κι ο Απρίλης πήραν την μεγάλη απόφαση: «Αύριο ανθίζουμε». Και σαν να καρτερούσαν το σύνθημα όλες μαζί άνοιξαν τα μπουμπούκια τους. Άσπρισε ο τόπος, άλλη χάρη. Τότε αποφάσισαν να μπουν στο χορό κι οι μυγδαλιές, αργοπορημένες φέτος. Φόρεσαν βιαστικά το νυφικό τους και πρόβαλαν νυφούλες στολισμένες! «Μη χάσει την υπομονή του κι ο γαμπρός ο ήλιος»! Δεν χόρταινες να τις καμαρώνεις. Ρουφούσες μαγεμένος την μοσχοβολιά σιγομουρμουρίζοντας: …Και γέμισε από άνθη πλάτες κι αγκαλιά και τα μαλλάκια της… Χαρά Θεού!
Κι ύστερα πιάστηκαν στο χορό της Άνοιξης όλης της πλάσης τα φυτά και τ’ αγριολούλουδα, σπαρμένα απ’ το χέρι του Θεού σε κήπους, χωράφια, λιβάδια δίπλα στο γκρίζο δρόμο και τον ομόρφυναν.
Γοργοπέταξαν και τα πουλιά. Κρυμμένα άρχισαν τη δική τους μαγική συναυλία. Φλύαρα, δεν «βάζουν γλώσσα μέσα» νύχτα και μέρα. Σαν να θέλουν να μας δώσουν κουράγιο. Ν’ αλαφρύνουν τη μοναξιά. Τ’ αηδόνι δίνει την προσωπική του συναυλία και «σκανιάζουν» τ’ άλλα τα πουλιά. Και δικαιολόγησα για άλλη μια φορά το παιδάκι -στο ωραίο διήγημα του Καζαντζάκη των παλιών αναγνωστικών- που αυθόρμητα μαγεμένο είπε στο δάσκαλο: «Τσόπα, τσόπα δάσκαλε ν’ ακούσουμε του πλι». Άμα έχεις συντροφιά τα πουλιά ξαλαφρώνεις… Ας ήταν νάχε το χωριό μου και τόσους χωριανούς και ν’ άκουγα τόσες «καλημέρες».
Όλοι την καρτερούμε την Άνοιξη ιδίως ύστερα από ένα μακρύ και δύσκολο χειμώνα. Ο μαραμένος τόπος πρασινίζει κι η ελπίδα ξαναγυρίζει στη φύση και στις καρδιές. Μόνο που φέτος μας ήρθε πολύ αργοπορημένη, σχεδόν ένα μήνα…
Υ.Γ.: Σήμερα 28 Απριλίου άκουσα τον κούκο. Καθυστερημένος κι αυτός ήρθε να προσθέσει το δικό του μονότονο μπάσο. Τον άκουσα μεσημεριάτικα και τον καλοδέχτηκα στο γειτονικό μου δασάκι, σαν παλιό καλό φίλο που ξαναγυρίζει από ταξίδι μακρινό. Και γέλασα, με την σκέψη ότι τον «τσάκισα» γιατί ήμουν «φαγωμένη» κι όπως λέμε στον τόπο μου το Ζαγόρι θα μου πάει καλά η χρονιά. Δεν θ’ αρρωστήσω!