Ο λαϊκισμός και το ψέμα στην πολιτική μας ιστορία...

on .

Μετά την πτώση της δικτατορίας, επέστρεψε, λίγο καθυστερημένα βέβαια, και ο Ανδρέας Παπανδρέου από το εξωτερικό, όπου είχε διοργανώσει «αντιδικτατορικό αγώνα», εκ του ασφαλούς βέβαια, και άρχισε στην Ελλάδα νέο αγώνα κατά του κατεστημένου, όπως έλεγε.
Μέγα όπλο του η δημαγωγία, ο λαϊκισμός, και το ψέμα, τα οποία βέβαια δεν ήταν άγνωστα στην πολιτική μας Ιστορία, τα προήγαγε όμως  όσο κανείς άλλος Νεοέλληνας πολιτικός, τόσο πριν
από το 1981 όσο και  κατά  τη  διάρκεια της πρωθυπουργίας του.
Φόρτωσε κατ’ αρχήν όλα τα δεινά, όλα τα ελαττώματα και όλες τις κακοδαιμονίες των Νεοελλήνων στη δεξιά, ενώ με την αριστερά η Ελλάδα θα μπορούσε να ζήσει μια πραγματική αναγέννηση. Έτσι λοιπόν η Ελλάδα ήταν φτωχή, γιατί έφταιγε η δεξιά. Υπήρχαν ελλείψεις σε υποδομές, σε σχολεία, νοσοκομεία, σε υπηρεσίες κλπ.; Έφταιγε η δεξιά. Δεν ήταν ικανοποιητικοί οι μισθοί και τα ημερομίσθια; Υπήρχε γραφειοκρατία, διαφθορά στο Δημόσιο και γενικώς αδικίες στην κοινωνία; Για όλα έφταιγε η Δεξιά. Ο λαός δεν έφταιγε πουθενά! Αντίθετα ήταν το θύμα της δεξιάς. «Δεν είναι φτωχή η Ελλάδα, ο λαός της είναι φτωχός», ήταν ένα από τα συνθήματά του.
Η εφαρμογή των νόμων εξυπηρετούσε κατά τον κ. Παπανδρέου το κατεστημένο της Δεξιάς. Ο χλευασμός από την αριστερά, και σήμερα ακόμη, του «νόμος και τάξη» είναι προϊόν της πολιτικής του εναντίον της Δεξιάς, συμβάλλοντας έτσι, εμμέσως έστω, στην τάση των πολιτών προς την παρανομία. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σήμερα είμαστε ο πλέον απείθαρχος λαός της Ευρώπης και όχι μόνο, ως  απότελέσματα αυτής της πολιτικής. Καλλιέργησε μάλιστα προς τούτο την αντιπάθεια της αριστεράς προς την αστυνομία. Ως γνωστόν η αστυνομία ήταν προ πολλού αντιπαθής, κυρίως στην κομμουνιστική αριστερά, διότι  κατά την περίοδο του ανταρτοπολέμου, 1941 και μετά, πολεμώντας στο πλευρό της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας, συνέβαλε καθοριστικά στην αποτυχία της απόπειρας των κομμουνιστών να καταλάβουν διά των όπλων την εξουσία. Είναι δε γνωστόν ότι η αντιπάθεια του κόμματός του προς το «νόμος και τάξη» είχε μεταξύ άλλων ως αποτέλεσμα να διακυβευθεί την τελευταία στιγμή η οργάνωση των ολυμπιακών αγώνων, για λόγους ασφαλείας. Ο νόμος εναντίον της τρομοκρατίας ψηφίστηκε την τελευταία στιγμή με τις ψήφους της αντιπολίτευσης, ενώ οι περισσότεροι από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που βρίσκονταν τότε στην κυβέρνηση, απείχαν από την ψηφοφορία ή δεν τον ψήφισαν. Τον ονόμασαν μάλιστα χλευαστικά τρομονόμο και αργότερα τον κατήργησαν. Η εφεύρεση άλλωστε του λεγόμενου πανεπιστημιακού ασύλου, παγκόσμια πρωτοτυπία, το οποίο στις δημοκρατίες δεν έχει λόγο ύπαρξης, διότι σ’ αυτές η ελεύθερη δικίνηση των ιδεών είναι δεδομένο δικαίωμα όλων ανεξαιρέτως των πολιτών, το μόνο που «προσφέρει» είναι η έμμεση, αν όχι άμεση, υποστήριξη των πάσης φύσεως αναρχικών και απείθαρχων.
Καλλιέργησε εις το έπακρον την εχθρότητα προς τις επιχειρήσεις και προς την ιδιωτική πρωτοβουλία. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έπιναν το αίμα του λαού, σύμφωνα με τις διακηρύξεις του, και έπρεπε να γίνουν δημόσιες, να κοινωνικοποιηθούν κλπ. Αποβιομηχανοποίησε τη χώρα και καταπολέμησε, αυτός και το κόμμα του, με μίσος και πάθος κάθε προσπάθεια ιδιωτικοποίησης των χρεοκοπημένων δημοσίων επιχειρήσεων, όπως Τσιμεντοβιομηχανία Ηρακλής, Ολυμπιακή, Αστικά λεωφορεία, Λιμάνια κλπ, μέχρι ακόμη και πρόσφατα επί αρχηγίας Γεωργίου Α. Παπανδρέου, την εξαγορά του ΟΛΠ από την Cosco.  Αυτήν ακριβώς την αντιπάθεια προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και εναντίον της ιδιωτικής πρωτοβουλίας συνεχίζει μέχρι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, ως άξιος συνεχιστής του μεγάλου λαϊκιστή Ανδρέα Παπανδρέου. Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφέρει από το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου. Είναι συνεχιστής και μιμητής αυτού σε όλα. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του παλαιού ΠΑΣΟΚ έχει μετακομίσει στο ΣΥΡΙΖΑ. Η μόνη βασική διαφορά μεταξύ αυτών είναι ότι ο μεν Α. Παπανδρέου παρέλαβε μία Ελλάδα συγκριτικά ξεχρέωτη, και ως εκ τούτου μπορούσε να δανείζεται από τις αγορές και να μοιράζει δανεικά και αγύριστα σε στρατειές κρατικοδίαιτων, να φορτώνει τον προϋπολογισμό του κράτους με αυξήσεις μισθών και συντάξεων, να μοιράζει συντάξεις σε μη δικαιούχους κλπ., ενώ αυτό σήμερα δεν μπορεί να το κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ανέβασε το χρέος της χώρας κατά την πρώτη οκταετία των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ από το 40% περίπου του ΑΕΠ στο 100% , ενώ παράλληλα δημιούργησε ένα σπάταλο κράτος ελεγχόμενο από τους κομματικούς συνδικαλιστές, στους οποίους έδωσε πρωτοφανή προνόμια και εξουσίες, ώστε να μη μπορεί να κυβερνήσει «ποτέ πια η Δεξιά», όπως έλεγε. Πράγματι η άλωση του κράτους από το κόμμα, ο άκρατος κρατισμός, ο οποίος εμπεδώθηκε στους πολίτες, οι υπερεξουσίες και αυθαιρεσίες των συνδικαλιστών, αποτέλεσαν τροχοπέδη σε κάθε μετέπειτα προσπάθεια για μεταρρύθμιση και οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Μιας χώρας που θα έπρεπε συνεχώς να δανείζεται, όχι για να κάνει επενδύσεις και έργα, αλλά για να συντηρεί το πολυδάπανο και σπάταλο Δημόσιο. Έτσι το χρέος της χώρας, το οποίο είναι δημιούργημα του Α. Παπανδρέου, δεν κατέστη δυνατό να ελαττωθεί επί κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας, και με την πρώτη διεθνή οικονομική κρίση η χώρα μας κατέρρευσε οικονομικά.
Δεν ευθύνεται όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου μόνο για την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, αλλά και την ηθική τοιαύτη. Με τη γνωστή άφεση αμαρτιών προς τα μικρά φιλοδωρήματα, για τις υπηρεσίες του κράτους προς τους πολίτες, έδωσε έμμεσα το σύνθημα προς τη διαφθορά σε όλο το ελληνικό Δημόσιο. Έτσι, ενώ το 1981 ακουγόταν ότι κάποιοι γιατροί έπαιρναν φακελάκι και έλεγε ότι θα το καταργήσει, σήμερα δε γνωρίζω αν υπάρχει περίπτωση που κάποιος πολίτης μπορεί να διεκπεραιώσει  μια σοβαρή νόμιμη υπόθεση, να ιδρύσει μια επιχείρηση κλπ. χωρίς, κατά το κοινώς λεγόμενο, να λαδώσει. Όσο για το φακελάκι που θα καταργούσε ας μη γίνεται λόγος.
Ο κρατισμός λοιπόν, η χρεοκοπία της χώρας, οικονομική και ηθική, η εχθρότητα προς τον ιδιωτικό τομέα, η τάση των πολιτών προς την παρανομία, η επικράτηση του άκρατου λαϊκισμού... είναι προϊόντα της πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου και αυτά πληρώνουμε όλοι μας σήμερα στους διαδόχους του, Τσίπρα-ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζω δε ότι η Ιστορία δεν θα αργήσει να τον κρίνει ως το μοιραίο πολιτικό της νεότερης Ελλάδας.