Οι τελευταίες ημέρες του Λόρδου Μπάυρον στο Μεσολόγγι

on .

-  Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ

Συμπληρώνονται εκατόν ενενήντα τρία χρόνια από τον θάνατο του Λόρδου Μπάυρον στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Πέθανε ήσυχος, γαλήνιος, ο μεγάλος ποιητής στις 18 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα. Σύμφωνα με μελετητές του έργου του Μπάυρον, κρίνεται ότι η πιο μεστή και η πιο πνευματική δημιουργική περίοδος ήταν οι τελευταίοι μήνες της ζωής του στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Στις 13 Ιουλίου 1823 ο ποιητής, με κλονισμένη την υγεία του, από την Γένοβα επιβιβάζεται στο πλοίο «Ηρακλής» για την Ελλάδα. Τον ακολουθεί υπηρετικό προσωπικό και μαζί με το προσωπικό άλογα, κάσες με όπλα και πολεμοφόδια. Ο Μπάυρον ταξιδεύει απεσταλμένος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου. Ο ποιητής ήταν γνώστης της δραματικής κατάστασης που επικρατούσε τον τρίτο χρόνο της εθνεγερσίας στην Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, για τα οποία ήταν ενημερωμένος, ήταν αποφασισμένος να προσφέρει τα πάντα στους επαναστατημένους Έλληνες και να τους δείξει τον δρόμο της ομοψυχίας και της ομόνοιας. Αγαπούσε τους Έλληνες με τις αδυναμίες τους. Έγραφε σχετικά: «Το έργο που πρόκειται να αναλάβω δεν είναι από τα ευκολότερα, αν και πιθανώς θα είναι το τελευταίο μου. Γιατί, άλλωστε, με την επισφαλή υγεία μου και με τις τύχες του πολέμου, η Ελλάς ενδέχεται να είναι αφορμή του τερματισμού του σταδίου μου. Έχω το προαίσθημα πως θα πεθάνω στην Ελλάδα».
Πρώτος σταθμός στην Ελλάδα το Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Τον διοικητή του νησιού, τον Θωμά Μαίττλαντ τον θεωρούσε εχθρό του ελληνικού αγώνα. Από την Κεφαλονιά στέλνει συνεργάτες του στην Κέρκυρα και στο Μεσολόγγι για τη συγκέντρωση στοιχείων, σχετικών με την κατάσταση της επανάστασης.
Ο ποιητής και η συνοδεία του επισκέπτονται την Ιθάκη, το νησί του Οδυσσέα. Τον γοήτευσε η Ιθάκη και του έδωσε την ευκαιρία να βοηθήσει εκείνους που είχαν καταφύγει στην Ιθάκη, οικογένειες από τη Χίο και την Πάτρα.
Στην Κεφαλονιά που διέμενε παίρνει το έγγραφο του Αγγλικού Φιλελληνικού Κομιτάτου, που τον διορίζει αντιπρόσωπό του στην Ελλάδα. Στο Αργοστόλι δημιουργείται και η πρώτη μικρή στρατιωτική μονάδα από σαράντα Σουλιώτες. Μεταξύ των Σουλιωτών ο Τζαβέλλας, ο Δράκος και ο Φωτομάρας. Τον Αύγουστο ο απεσταλμένος που είχε επισκεφτεί το Μεσολόγγι, επιστρέφει, φέροντας και επιστολή του Μάρκου Μπότσαρη τον οποίον είχε συναντήσει στο Καρπενήσι την παραμονή του θανάτου του, κατά την ηρωική επίθεση κατά του Πασά της Σκόδρας, στο Κεφαλόβρυσο.
Η επιστολή είναι καταχωρημένη στο περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη» (αριθ. τευχ. 70 – Απρίλιος 1974) σε άρθρο του Παύλου Κυριαζή και έχει ως εξής: «Το γράμμα σας, καθώς και το του σεβασμιωτάτου κ. Ιγνατίου μ’ ενέπλησαν χαράς. Η εξοχότης σας είνε ακριβώς ο άνθρωπος όπου μας εχρειάζετο. Κανέν εμπόδιον ας μη σταματήση τον ερχομόν σας εις το μέρος τούτο της Ελλάδος. Πολυάριθμος στρατός εχθρικός μας απειλεί, αλλά με την βοήθειαν του Θεού και της Εξοχότητός σας, θα εύρη εδώ την πρέπουσαν αντίστασιν. Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω εναντίον ενός σώματος Αλβανών εξ έως επτά χιλιάδων στρατοπεδευμένων σιμά εις αυτό το μέρος. Μεθαύριον θ’ αναχωρήσω μαζί με μερικούς εκλεκτούς άντρας μου, δια να έλθω προς υπάντησιν της Εξοχότητός σας. Μη βραδύνετε πολύ να έλθετε. Σας ευχαριστώ δια την αγαθήν γνώμην οπού έχετε δια τους συμπατριώτας μου, ελπίζω δε ότι δεν θα την εύρητε αδικαιολόγητον. Σας ευχαριστώ και πάλιν δια την φροντίδα οπού ελάβετε τόσον γενναίως υπέρ αυτών.
Σας παρακαλώ να με θεωρήτε κλπ.
Μάρκος Μπότσαρης».
Ως τις 6 Σεπτεμβρίου διαμένει στο πλοίο «Ηρακλής», βγαίνοντας μόνο τις απογευματινές ώρες. Ο διοικητής του νησιού Νάπιερ τον προσκαλεί να μείνει στην κατοικία του, αλλά εκείνος αρνείται. Τελικά εγκαταστάθηκε στο χωριό Μεταξάτα. Το σπίτι όπου διέμεινε έγινε το κέντρο των επισκέψεων διαφόρων αντιπροσώπων. Ο λόρδος Μπάυρον έκρινε ότι είχε έλθει το πλήρωμα του χρόνου για να μεταβεί στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Κατά τα μέσα του Δεκεμβρίου άρχισε η προετοιμασία για την αναχώρησή του. Μετά από πεντάμηνη παραμονή στην Κεφαλονιά, στις 16/28 Δεκεμβρίου 1823, ο Μπάυρον ναύλωσε δυο εύδρομα μικρά πλοιάρια για την μεταφορά της συνοδείας του και των αποσκευών του στο Μεσολόγγι.
Μετά από αρκετές περιπέτειες και από ολιγοήμερη παραμονή στο Δραγομέστι στις 5 Ιανουαρίου 1824 τα δύο πλοία φτάνουν στον όρμο του Μεσολογγίου. Πέντε αγκυροβολημένα σπετσιώτικα πολεμικά χαιρετίζουν με κανονιοβολισμούς τους φιλέλληνες που έρχονται να βοηθήσουν τους ξεσηκωμένους ραγιάδες.
Η άφιξη του Μπάυρον προκαλεί πανδαιμόνιο χαράς. Στρατιώτες, πολίτες, κάθε τάξης και ηλικίας, είχαν συγκεντρωθεί στην παραλία. Η ελπίδα ήταν ζωγραφισμένη σε όλα τα πρόσωπα. Συγκινημένος από την υποδοχή αποβιβάζεται ο Βύρων. Μετά από ολιγοήμερη ανάπαυση αρχίζει τις συσκέψεις με τους οπλαρχηγούς και άλλους προκρίτους, που συγκεντρώνονταν στο Μεσολόγγι αυτήν την περίοδο. Η πόλη του Μεσολογγίου μοιάζει με στρατόπεδο.
Έπρεπε αυτή την κρίσιμη περίοδο να λυθεί το πρόβλημα της τροφοδοσίας και της μισθοδοσίας του στρατού και των πληρωμάτων των πλοίων. Εκτός από αυτά υπήρχε το μεγάλο πρόβλημα της διχοστασίας των στρατιωτικών και πολιτικών παρατάξεων. Ο Βύρων δεν συντάχτηκε με καμιά από τις δυο κύριες φατρίες. Προτίμησε τον ρόλο του συμφιλιωτή και ειρηνοποιού. Οι συμβιβαστικές του ενέργειες εδραίωσαν την επιρροή του σε όλα τα κόμματα. Σύντομα άρχισε να οργανώνει στρατιωτικό σώμα από Σουλιώτες. Με το σώμα αυτό σχεδιαζόταν επίθεση κατά των φρουρίων της Ναυπάκτου και των Πατρών, με τη βοήθεια μονάδας πυροβολητών. Εκτός από αυτό ο Μπάυρον ίδρυσε σχολεία, ιατρείο δημόσιας υγείας και διέθεσε χρήματα για την έκδοση της εφημερίδας «Ελληνικά χρονικά».
Ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος του 1824 ήταν μήνες εντατικής εργασίας. Η εντατική εργασία, αλλά και οι οξύτητες και διχόνοιες κούραζαν πολύ τις τελευταίες του μέρες. Στις 30 Μαρτίου οι Πρόκριτοι του Μεσολογγίου προσφέρουν στον ποιητή το δίπλωμα «του πολίτου της πόλεως». Οι πρώτες μέρες του Απριλίου ήταν πολύ δύσκολες για τον Μπάυρον. Η υγεία του είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Στις επόμενες μέρες αισθανόταν την ανάγκη να μένει κλινήρης. Οι γιατροί, κατά τη συνήθεια της εποχής, του έκαναν αφαιμάξεις, χωρίς αποτέλεσμα. Η κατάσταση χειροτέρευε.
Ήταν Κυριακή μεσημέρι 18 απριλίου 1824, ημέρα του Πάσχα. Οι Μεσολογγίτες δεν πανηγύρισαν με τους πατροπαράδοτους τρόπους το Πάσχα. Γύρω από το κρεβάτι του άρρωστου οι συνοδοί του δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα δάκρυά τους. Ο Μπάυρον τους κοίταξε για μια στιγμή και είπε: «Αυτή είναι μια ωραία σκηνή… Δίνω τη ζωή μου για την Ελλάδα… Τι μπορούσα να κάνω περισσότερο; Τώρα θέλω να κοιμηθώ».
Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Η κηδεία του, με παλλαϊκή συμμετοχή, έγινε στις 22 Απριλίου στον Άγιο Νικόλαο Μεσολογγίου. Το φτωχό φέρετρο ήταν καλυμμένο με μαύρο μανδύα και πάνω σ’ αυτόν το κράνος, το σπαθί και ένα δάφνινο στεφάνι. Τον επικήδειο εξεφώνησε ο Σπυρίδων Τρικούπης. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί επιθυμούσαν να ταφεί ο Μπάυρον στο Θησείο, ενώ οι Μεσολογγίτες ήθελαν να ταφεί στην πόλη τους. Βρέθηκε η λύση να δοθεί η λήκυθος με την καρδιά του ποιητή. Το σώμα ταριχεύτηκε και στις 2 Μαΐου μεταφέρθηκε μετά από δυο μέρες στη Ζάκυνθο. Από εκεί μετά από δυο μήνες ταξίδι φτάνει στο Λονδίνο. Τον ενταφίασαν έξω από την πρωτεύουσα σε μια ταπεινή εκκλησία του Χάνκαλ Ρόρκαρντ.
Πέρασε παραπάνω από ένας αιώνας για να εναποτεθεί η επιτάφια πλάκα του στην «Πόετ’ς Κόρνερ», την «γωνιά των ποιητών» του Γουεστμίνστερ, όπου είναι θαμμένοι οι μεγάλοι Άγγλοι ποιητές.