Αναμνήσεις και βιώματα από τα Γιάννενα της 10ετίας του ’50…

on .

Τον συγγραφέα του βιβλίου που θα αναφερθώ, μπορεί να τον γνώριζα «φατσικώς»… (Ας πούμε και κάνα Γιαννιώτικο από τα μαθητικά μας χρόνια). Εκείνος φοιτούσε στην Ζωσιμαία και εγώ στο Οικονομικό Γυμνάσιο. Τότε λίγος κόσμος στα Γιάννενα, λίγο πολύ όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, αλλάζαμε «καλημέρα», ενώ σήμερα άστα…
Θα αναφερθώ λοιπόν στο βιβλίο του Βαγγέλη Σιαφάκα «Με μια χιλιάρα Καβασάκι», αν και ο τίτλος του βιβλίου δεν με συγκίνησε ιδιαίτερα αλλά από το επώνυμό του υπολόγισα πως θάναι από τα Γιάννενα.
Το βιβλίο λοιπόν αυτό θα το συστήσω στη γενιά μας, γεννημένοι γύρω στο ’50, γιατί θα τους ξυπνήσει αναμνήσεις και βιώματα από το παρελθόν, από τα Γιάννενα που αγαπήσαμε και νοσταλγούμε όσοι από μας δεν ζούμε μόνιμα εδώ. Επίσης θα το συστήσω και στους νεότερους που αγαπούν τα Γιάννενα να μάθουν πώς περνούσαμε εμείς εκείνα τα χρόνια, τι βιώματα έχουμε.
Έτσι ξύπνησε και σε μένα την παλιά μου γειτονιά, όταν πρωτοήρθαμε και εγκατασταθήκαμε στα Γιάννενα στην οδό Μητροπόλεως.
Θυμάμαι εκείνα τα Γιάννενα που οι Παλιοί Γιαννιώτες είχαν μια αρχοντιά, αν και φτωχοί, στην ομιλία, στον τρόπο που ζούσαν και συμπεριφερόταν. Δυστυχώς εμείς από τα χωριά που εγκατασταθήκαμε στην πόλη, αλλοιώσαμε σε πολλά τα Παλιά Γιάννενα. Αλλά έτσι είναι η ζωή.
Θυμάμαι λοιπόν εκεί κοντά στην Μητρόπολη – Αβέρωφ – Ανεξαρτησίας, ανθρώπους και επαγγελματίες που ακόμα και σήμερα τους θυμόμαστε σαν μια γλυκιά ανάμνηση. Θυμάμαι τους αδελφούς Νάστου με τα σιδηρικά, τον Καρρά με τα χρώματα, τον Αθανασιάδη – Σωτηριάδη με το εμπορικό, το μπαρμπα-Θωμά το Νούσια, τους αδελφούς Γκίνου, τους αδελφούς Βακάλη, τον Χατζή, τον οδοντίατρο Ζαχαρή, τον σκουπά Απόστολο Καραγιώργο, τον οίκο μαθητών που συντηρούσε ο πατήρ-Αθανάσιος από τη Ντουραχάνη, λαϊκός τότε που εργαζόταν στα ξυλάδικα στην Σιαράβα που φρόντιζε άπορα παιδιά τα οποία πήγαιναν στο σχολείο. Το παγοποιείο, τον Βλαχόπουλο, τον Κυριόπουλο, τους αδελφούς Ζώη και Γιώργο Γκλίναβο, τους Στούμπη – Τριανταφύλλου, εδώδιμα αποικιακά, τον Μαργιόλα με το καφενείο… Τον Νίκο το Σμπόνια, τον Πρωτόγερο. Αφοί Φλώρου, τον Δημουλά με το καφενείο, τον πατέρα μου με τις ασβέστες, τους Αδελφούς Γεωργιάδη με τα ξυλόγλυπτα, τον Περικλή Νέσση με το συνεργείο αυτοκινήτων, τον Γρηγόρη τον Βακάλη, τους Αφούς Τάσσου με τα ποτά, το καφενείο ο Γκάλκος όπου πήγαιναν συνήθως οι φορτοεκφορτωτές, τον φούρνο του Κωστή, το Σακαβίτση με το χωνάκι παγωγό, τον τροχονόμο στο στρόγγυλο κουβούκλιο, τη Λαχαναγορά του Μιχέλη, το κρεοπωλείο του Θωμά Βαζάκα, αφοί Σπέγγου, ποτοποιοία αδελφοί Σάρρα. Τον Γκουγιάνο, τον Τριανταφύλλου με τα γλυκά, τον Μάρκου με τους δίσκους, υποδήματα Λύτης, Αρμένος με τον καφέ, κλπ.
Αυτοί οι παλιοί Γιαννιώτες βοηθούσε ο ένας τον άλλον οικονομικά αν χρειαζόταν, βάζανε χωρίς περιστροφές την υπογραφή τους ως εγγυητές στην τράπεζα για κάποιον που δανειζόταν. Σε αρρώστια ενδιαφερόταν ο ένας για τον άλλον να βοηθήσει με κάθε τρόπο.
Θυμάμαι κι ένα ευτράπελο και με αυτό θα κλείσω. Ο καφετζής ο Μαριόλας ήταν δεξιός που δεν έπαιρνε άλλο!.. Όταν ερχόταν ο Καραμανλής να μιλήσει με δυσκολία έβαζε τσίπουρο στα φλυτζάνια, γιατί απαγορευόταν η οινοποσία την ημέρα της ομιλίας του κάθε πολιτικού. Λιποθύμησε λοιπόν κάποια μέρα και αμέσως τρέξαν όλοι οι γείτονες να συνδράμουν και φώναξαν τον γιατρό Νικ. Σκοπούλη αλλά και ΑΝΘΡΩΠΟ. Ήρθε λοιπόν ο γιατρός, ο οποίος διεπίστωσε μία απλή ζάλη από την ορθοστασία και λέει στους γειτόνους «δεν έχει τίποτε σε λίγο θα συνέλθει, εγώ φεύγω δεν χρειάζομαι άλλο».
Πράγματι, σε λίγο ο Μαργιόλας συνέρχεται, ευχαριστεί τους γειτόνους για την φροντίδα τους. Του λένε «σου φέραμε το γιατρό και είπε ότι είσαι καλά». Ρωτάει ο Μαργιόλας ποιον γιατρό; Τον Σκοπούλη, του απαντάνε. «Ποιον, λέει, τον κουμμουνιστή;» και πάρτον κάτω, ξαναλιποθύμησε!..
(ΜΕΤΣΟΒΟ)