Η γενιά των φραπέδων!..

on .

l Είχαν ρωτήσει τον ποιητή Κ. Παλαμά να πει κάτι για τον πόλεμο του ’40 και εκείνος είπε: «Ένα λόγο θα σας πω δεν έχω άλλον κανένα, μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του’21». Αυτά βέβαια τα έλεγε στους άλλους Έλληνες που όπως λέγανε «οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» και όχι σε εμάς τους σημερινούς. Γιατί και εμείς πόλεμο έχουμε αλλά δεν το έχουμε καταλάβει. Η γενιά η δική μας είναι η γενιά των φραπέδων, των καναπέδων, του ωχαδερφισμού, της TV, του βολέματος στο Δημόσιο – Άσυλο. Τρέχουμε πίσω από τους πολιτικούς (άλλο που δεν θέλουν) να βολευτούμε και ποιος θα δουλέψει, άγνωστο! Είμαστε αποχαυνωμένοι και δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται δίπλα μας!

***
Μας έχουν πετσοκόψει μισθούς, συντάξεις, στην ανεργία πρωταθλητές και εκεί εμείς φραπεδιά – καναπεδιά. Δεν συγκινούμαστε με τίποτε! Πού είναι ο Έλληνας που έτρεχε από το πρωί για τον επιούσιο;
Παρακολουθούμε απαθέστατοι την κυβέρνηση να διαπραγματεύεται και τελειωμό να μην έχει. Τι έχουμε πάθει, χάσαμε την ταυτότητά μας με τους πολιτικούς που έχουμε; Ας μου επιτρέψετε, πού είναι σήμερα ο Έλληνας νέος, «το καμάκι» που λέγαμε παλιά; Δεν υπάρχει πια διάθεση, αλλά ο ένας πιάνει φιλενάδα του φίλου του τη γυναίκα για να μη κουραστεί κι όλας! Χαλαρά όλα χαλαρά…
Οι γονείς μας ξυπνούσαν από τα χαράματα και ίδρωναν προκειμένου να κάνουν περιουσίες και να αποκαταστήσουν τα παιδιά τους. Κάνανε όπως λένε το σκ…τό παξιμάδι. Και τώρα οι πολιτικοί μας φθάσανε στο σημείο, άκουσον – άκουσον, να μη κάνουμε αποδοχή κληρονομιάς γιατί θα μας τιμωρήσουν με αβάσταχτους φόρους, ΕΝΦΙΑ, κλπ.
Πού να ζούσαν οι παλιοί τώρα και να βλέπανε ότι οι κόποι τους πήγαν χαμένοι! Τι δεν στερηθήκαν οι άνθρωποι τότε για να ζήσουν τα παιδιά τους καλύτερα!

***
Θα σας διηγηθώ μια αληθινή ιστορία που μου την έλεγε κάποιος Τσιάρας Βασίλειος από το Μεγάλο Περιστέρι. Να δείτε τι σκαρφιζόταν οι άνθρωποι της κατοχής, και της ανέχειας, για να ζήσουν.
Ξεκινήσαμε μια παρέα από το χωριό να πάμε στην περιοχή των Γρεβενών και Κοζάνης να δουλέψουμε, να μαζέψουμε οτιδήποτε να ζήσουμε τις οικογένειές μας. Μόλις φθάσαμε σ’ ένα χωριό ακούμε που χτυπούσε λυπητερά η καμπάνα. Ο πανούργος κ. Βασίλης λέει στους άλλους, καθήστε εσείς εδώ και εγώ κάπου θα πάω. Τι σκαρφίστηκε λοιπόν. Μαθαίνει ότι ο νεκρός ήταν πλούσιος κτηματίας, έμαθε το όνομά του και ό,τι άλλο γύρω από αυτόν και ένα και δύο πάει στο σπίτι του νεκρού και «πέφτει» επάνω στο φέρετρο, κλαίγοντας γοερά και φώναζε να τον ακούσουν τα παιδιά του. Γιώργο μου αδελφικέ μου φίλε που μου είχες πει ότι αν σε χρειαστώ και βρεθώ σε ανάγκη να έρθω να με βοηθήσεις και συ τώρα πέθανες!
Ακούγοντας τα παιδιά του λένε: Μπάρμπα αφού ήσουν τόσο φίλος με τον πατέρα μας, εμείς θα σου δώσουμε ότι σου έταξε ο πατέρας μας και με το παραπάνω. Έτσι λοιπόν ο κυρ’ Βασίλης χρησιμοποιώντας και το ελληνικό δαιμόνιο έζησε την οικογένειά του γυρίζοντας στο χωριό του.
Για μας σήμερα δεν θα βρεθεί ένας πατριώτης από την Κρήτη όπως ο Βενιζέλος, μέχρι τον Έβρο να μας σαγηνέψει και να μας ξυπνήσει να ξαναγίνουμε οι παλιοί Έλληνες.
(ΜΕΤΣΟΒΟ)