Η δίκη για τα αγριόγιδα που τελικά δεν έγινε…

on .

-  Της ΛΙΛΑΣ ΤΣΑΤΣΗ

Η Λένα Γεωργίου της Παναγιώτας παρακολουθούσε με πάθος τα νέα για τη δίκη για τα αγριόγιδα. Η δίκη θα γινόταν, έμαθε, πολύ σύντομα μετά το μακελειό, και καθώς ήταν αυτόφωρο, θα γινόταν μόλις λίγες μέρες μετά, στις 6 Μαρτίου.
Η υπόθεση άγγιξε πολύ κόσμο. Άνθρωποι του Ζαγορίου και των Ιωαννίνων, ευαισθητοποιημένοι και μερικοί περίεργοι περαστικοί από το Δικαστικό Ιωαννίνων βρέθηκαν εκείνη τη μέρα στις 12 η ώρα εκεί.
Οι περισσότεροι έμειναν και περίμεναν να ξεκινήσει η δίκη. Ήταν όλοι απηυδισμένοι, σαστισμένοι και ενωμένοι απέναντι στο έγκλημα κατά της ίδιας της ζωής. Η Κ., ο Χ., η Κ., ο Κ., ο Σ.και ο Θ., ο Κ. και άλλοι, και ακόμη ο νυν και πρώην δήμαρχος, κυνηγοί... άλλοι περίεργοι να δουν «τι θα τους κάνουν», άλλοι εξοργισμένοι για τη σπίλωση του χόμπι τους και των ανθρώπων σαν και αυτούς, που θέλουν να απολαμβάνουν τη φύση κυνηγώντας στα δάση ή αρματωμένοι με φραπέ και γουόκι τόκι στους δρόμους του Πάρκου, στήνοντας παγάνα στα γρούνια… και αστυνομικοί και δημοσιογράφοι και άνθρωποι που τους έπιασε ο νόμος και περίμεναν υπομονετικά να κριθούν από τις αρχές. Γενικά, πολύς κόσμος και αυτή η γνωστή κατασκευή που λέμε «Δικαστήριο». Ξέρεις, οι βρώμικοι τοίχοι, η μπόχα τόσων ετών, η αναμονή, το πρωτόκολλο, οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης, αυτοί οι ειδικοί του Δικαίου που κάποτε ήταν πολύ καλοί στα λατινικά, που είναι σήμερα ειδήμονες, και που αυτοί ξέρουν τους νόμους και τι κάνουμε σε κάθε περίπτωση...
Η Λ., άνθρωπος της εποχής, γυναίκα της Πίνδου του 21ου αιώνα, εξοργισμένη από το γεγονός, απογοητευμένη από τους ανθρώπους και πλήρως γοητευμένη από τα άγρια ζώα της φύσης ήταν εκεί. Παρέμενε εκεί, προσφέροντας την ενέργεια και το χρόνο της, που προστιθέμενα αυτά με τις ενέργειες και τους χρόνους όλων των υπολοίπων, καταλαβαίνει κανείς για τι χάσιμο χρόνου μιλάμε και τι χάσιμο ενέργειας, στο βωμό, όμως, της Δικαιοσύνης. Αφού τους πιάσανε, επιτέλους για πρώτη φορά, αφού βούιξε ο κόσμος, αφού ήταν όλοι εκεί, αφού θα καταφέρνανε τετ α τετ να βρεθούν μπροστά σε αυτούς που ποτέ πριν δεν είχαν πιαστεί επ’ αυτοφώρω, όλα αυτά ήταν μια μικρή νίκη, των αλληλέγγυων προς τα τετράπόδα, διπόδων. Και μια προσωπική μικρή νίκη για τη Λ.. Μια νίκη δική της, ως προς την σωστή αξιολόγηση του σημαντικού. Γι’ αυτό ήταν εκεί, και γι’ αυτό θα περίμενε να τους αντικρίσει.
Όλο αυτό το σκηνικό, αυτή η ζοφερή ατμόσφαιρα του δικαστηρίου, θύμιζε Κάφκα. Και η Λ. σκέφτηκε ότι σε κάθε υπηρεσία θα έπρεπε η εικόνα του Χριστού να αντικατασταθεί με αυτή του Κάφκα.
Ακολούθησαν ώρες αναμονής, οπού τρεις άνθρωποι πάνω στο πάνελ ή όπως λέγεται εκεί όπου κάθονται οι ειδικοί και μας κοιτούν από ψηλά, καθισμένοι σε ψηλές καρέκλες με ψηλές πλάτες, φώναζαν νούμερα και ονόματα, υπέγραφαν, αντάλλασσαν χαρτιά και μυστικές πληροφορίες μεταξύ τους.
Η Λ. δεν ήταν καθόλου ειδική σε τέτοιες καταστάσεις, καμιά φορά πίστευε ότι δεν θέλει να ξέρει πώς λειτουργούν οι υπηρεσίες γιατί ντρεπόταν. Ντρεπόταν στις υπηρεσίες, ντρεπόταν στην Εφορία, στο Επιμελητήριο, στη Νομαρχία, στο νοσοκομείο, στα γραφεία για το ΤΕΒΕ. Ντρεπόταν όπως όταν μικρή, κρυφά ντρεπόταν, όταν έβλεπε βιντεοταινίες και όταν έπεφτε μπροστά στα μάτια της το Ρετιρέ και έβλεπε λίγα λεπτά για να επιβεβαιώσει ξανά ότι, ναι, ντρεπόταν γι’ αυτά που έβλεπε. Ντρεπόταν για τα ανθρώπινα, τα πολύ ανθρώπινα.
Στις 13.00 οι ειδικοί έκαναν διάλειμμα και για υπηρεσιακούς λόγους, όπως είπε η Πρόεδρος, μια κοπέλα γύρω στα 40, άργησαν, εξετάζοντας προφανώς, πρωτοκολλημένα χαρτιά, υποθέσεις του 2013, όπως είπε και όταν γύρισαν, είχε περάσει πραγματικά η ώρα, και η γραμματέας είχε σχολάσει. Άρα, τελικά μάλλον, σίγουρα θα γινόταν η δίκη που επειδή ήταν αυτόφωρο, δεν χρειαζόταν γραμματέα. Είχε έρθει η ώρα. Και έμενε μόνο λίγη ώρα μέχρι να κλείσει το δικαστήριο. Άρα είχε έρθει η ώρα.
Τη Λ. δεν την χωρούσε ο τόπος, έκατσε εδώ, έκατσε εκεί, σηκώθηκε, ξαναπήγε μπροστά με τους υπολοίπους, στριμώχτηκε για να μπορεί να βλέπει. Να δει αυτούς τους ανθρώπους, με αυτή τη συγκεκριμένη ψυχολογία, που τους επιτρέπει και προτρέπει να βρεθούν στα 2.000 μέτρα και να στοχεύσουν με Καλάσνικοφ αγέρωχα πλάσματα, πλάσματα που ακροπατούν σε γκρεμούς, που αναπνέουν και κάνουν έρωτα σε λιβάδια. Πόση οργή ένιωθε μέσα της… Ναι! Οι άνθρωποι ας φαγωθούν μεταξύ τους, αλλά όχι τα αγριόγιδα, όχι την αρκούδα και το λύκο. Ας αφήσουν και κάτι ήσυχο και ελεύθερο... Ωωωω πόσο θυμωμένη ήταν...
Ήθελε μόνο να τους δει κατάμουτρα, αν μπορούσε να τους φτύσει στα μούτρα. Και να δει πώς μοιάζουν αυτοί οι άνθρωποι. Τι μάτια έχουν…
Εκδικάστηκε ένας τελευταίος ξυλοδαρμός, που πήρε αναβολή, μέχρι που ξαφνικά έπεσε σήμα ότι αυτός που μπήκε τώρα με χειροπέδες και ήταν πολύ δίκαιο να έχει χειροπέδες, είναι αυτός! Είναι "ο δικός μας;" ρώτησε η Λ. και η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο δυνατά, Ναι! ήταν ο δικός μας! Ναι, αυτή φάτσα είχε βρεθεί να σκοτώνει εκείνα τα πλάσματα στα αλπικά τοπία. Ήθελε μόνο να σπάσει τη σιωπή, την παράλογη σιωπή γεμάτη ψιθυρίσματα του δικαστηρίου και αφού κατάφερε να τους δει κατάμουτρα ήθελε να τους φωνάξει, να τους απευθυνθεί κατά πρόσωπο. Και φώναξε: «Δολοφόνε της Ζωής»!
Αυτός, με τα χέρια δεμένα, γύρισε προς το μέρος της και την κοίταζε, όλοι την κοίταζαν, μία τη Λ. και μία αυτόν τον κατηγορούμενο, που επιτέλους μπορούσαν να αντικρίσουν. Έγινε μια φασαρία, από αυτές που γίνονται όταν διαταράσσονται τα πρωτόκολλα, οι ψίθυροι γίνανε πιο δυνατές φωνές και η Πρόεδρος ζήτησε από το όργανο να επιβάλλει την ησυχία. Η Λ. είπε: «Καταλαβαίνεται την αγανάκτηση μας», όντας πραγματικά αγανακτισμένη. «Σας παρακαλώ, ελάτε λίγο έξω να ηρεμήσετε», είπε στη Λ. το όργανο, «Ναι, ναι, φεύγω» είπε η Λ. αναψοκοκκινισμένη και πραγματικά ταραγμένη, γιατί απευθύνθηκε σε αυτόν, τον δολοφόνο της ίδιας της ζωής που θα ήθελε πολύ να του χιμήξει, εκεί μέσα, στο προστατευμένο και καφκικό περιβάλλον του δικαστηρίου, το γεμάτο όργανα.
Βγαίνοντας με το κεφάλι ψηλά, πιο ψηλά και από την έδρα της Προέδρου, είπε «Φτου σου» στον δεύτερο της συμμορίας των δολοφόνων της ζωής και φώναξε «μ…κες» στον τρίτο.
Πήγε πέρα - δώθε, ήπιε νερό και μπαίνοντας ξανά να παρακολουθήσει τη δίκη, έτοιμη, συνάντησε τον Σ. που βγήκε για να της πει: «Έλα μέσα... δεν είναι αυτοί...για άλλον λέγαμε με τον Θ., δεν ήταν αυτοί «οι δικοί μας», για άλλο πράγμα κατηγορούνται αυτοί».
Γυρνώντας πίσω στην αίθουσα, η ατμόσφαιρα είχε ήδη ελαφρύνει. Κρυφογελούσαν οι αλληλέγγυοι προς τα αγριόγιδα, κρυφογελούσε η Πρόεδρος και τα υπόλοιπα όργανα και η Λ. νόμιζε ότι θα πεθάνει από τα γέλια. Πόσο πιο ταιριαστός σουρεαλισμός; Πόσο πιο γελοία κατάσταση, απολύτως προσαρμοσμένη στη γελοιότητα της απόδοσης δικαιοσύνης; Πόσο πιο γκροτέσκο; Πόσο πιο καλή παράσταση να έδινε κανείς σε αυτή την πρώτη δίκη;
«Είμαστε όλοι χορευτές. Ή χορευτές είμαστε ή λιποτάκτες», σκέφτηκε η Λ. και ήθελε να πεθάνει από νευρικά γέλια, γιατί σε αυτή τη δίκη, όπου η δικαιοσύνη αναβλήθηκε για λόγους ωραρίου, εκείνη, κατά λάθος, χόρεψε και μετά έφυγε. «Συγνώμη! Σας πέρασα για άλλον, όλους σας πέρασα για άλλους», είπε στους λάθος κατηγορούμενους και έφυγε χοροπηδώντας, ενώ η δίκη για τα αγριόγιδα αναβλήθηκε για τις 7 Απριλίου...