Το χάσμα…

on .

Η Ιστορία της Πατρίδας μας είναι, απ’ την αρχαιότητα, γεμάτη εξάρσεις και υφέσεις. Οι Έλληνες κερδίζουμε τον πόλεμο αλλά χάνουμε την Ειρήνη. Το μεγαλείο και τη δόξα των Περσικών Πολέμων ακολούθησαν οι συμφορές του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Δεν είχαν ακόμα στεγνώσει οι δάφνες από το Έπος της Εθνικής μας Αντίστασης -ένα Έπος εφάμιλλο αυτού του 1821- και η Πατρίδα μας περιήλθε στη δίνη του καταστροφικού Εμφύλιου Πολέμου, τις συνέπειες του οποίου πληρώνουμε μέχρι σήμερα. Απ’ όλες πιο οδυνηρή αυτή του διχαστικού κλίματος το οποίο συχνά τεχνηέντως καλλιεργούμε και όταν δεν υπάρχει ουσιαστικός  λόγος. Ο μόνος  λόγος βρίσκεται στις διαθέσεις αυτών που κάθε φορά διεκδικούν την εξουσία και ιδιαίτερα εκείνων που βρίσκονται στο πολιτικό προσκήνιο με μεθόδους ανορθόδοξες και διεκδικούν αξιώματα τα οποία δεν τους  αξίζουν. Το ζήσαμε  αυτό το δράμα τα τελευταία ιδίως χρόνια και το ζούμε ακόμα πιο έντονα και σήμερα.
Παλιότερα είχαμε τη διάκριση ανάμεσα στη Δεξιά και στην Αριστερά. Για να γεφυρωθεί κάπως αυτό το χάσμα επινοήσαμε τους αδόκιμους όρους Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά, που επέτρεπαν στους επιτήδειους με αρκετή ευκολία και περιττό θράσος να μεταπηδούν από το ένα στρατόπεδο στο άλλο επικαλούμενοι συχνά λόγους εθνικούς για να καλύψουν την ασχήμια τους.
Και όταν και αυτά τα προσχήματα εξέλιπαν, ο καπάτσος Έλληνας, πάντα επινοητικος, δημιούργησε τους πλασματικούς όρους των Μνημονιακών και των Αντιμνημονιακών στους οποίους ο ίδιος δεν πίστευε, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι και οι πιο σκληροί αντιμνημονιακοί -τύπου Σαμαρά και Τσίπρα- στο όνομα της εξουσίας μετατράπηκαν σε μνημονιακότερους  των μνημονιακών. Και όχι μόνο αυτό. Έγινε και κάτι ακόμα χειρότερο, για το οποίο η Κίρκη της εξουσίας έβαλε το χεράκι της: Έφερε στο ίδιο εξουσιαστικό στρατόπεδο κόμματα πολιτικά και ιδεολογικά αντίθετα, ευτελίζοντας έτσι την έννοια της ιδεολογίας, τόσο, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητη για την ομαλή εξέλιξη ενός γνήσιου κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Αυτό το ζούμε σήμερα με την  κυβερνητική σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Αυτή, όπως πολύ σωστά τόνισε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Νίκος Φίλης, "έγινε αναγκαστικά για λόγους συγκυριακούς και όχι στρατηγικούς". Τώρα αντιλαμβάνεστε  τι γίνεται στον πολιτικό χώρο. Εδώ, εκτός από την εξουσιομανία, συνέβαλε και η τεχνητή διάκριση που είχε προηγηθεί με την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά. Τέτοια διάκριση σε ένα υγιές Κοινοβουλευτικό Πολίτευμα δεν υπάρχει. Ή είσαι δεξιός ή είσαι αριστερός. Όλα τα άλλα είναι παραμύθια της… Χαλιμάς. Αρκεί βέβαια να μην ανήκεις στη λεγόμενη Ακροδεξιά και στη λεγόμενη Ακροαριστερά, που δεν είναι τίποτε άλλο από αφύσικες παραφυάδες της Δεξιάς και της Αριστεράς.
Τόσο η Ακροδεξιά όσο και η Ακροαριστερά όπως επισημαίνει ο Πασκάλ Μπρυκνέρ -μας τον θύμισε πρόσφατα ο γνωστός πια σύμβουλος Καρανίκας, μόνο που αυτός  νόμισε ότι άλλος είναι ο Πασκάλ και άλλος ο Μπρυκνέρ- στο αξιόλογο πράγματι έργο του "Η Μελαγχολική Δημοκρατία": "Η Δημοκρατία έχει να αντιμετωπίσει δυο αντίθετες αντιδράσεις που και οι δυο είναι δικό της γέννημα: την άκρα δεξιά και την άκρα αριστερά. Η άκρα δεξιά θεωρεί ότι ο δημοκρατικός άνεμος, συντηρώντας τεχνητές διαιρέσεις με το παιχνίδι των κομμάτων, την ελευθερία του τύπου και των απόψεων, κατατεμαχίζει την κοινωνία σε ιδιωτικά άτομα που είναι ταυτόχρονα ευάλωτα και ξεριζωμένα. Η άκρα αριστερά θεωρεί ότι η Δημοκρατία  ξεγελώντας αυτούς που εκμεταλλεύεται με φανταστικές παροχές, εδραιώνει την εξουσία της άρχουσας τάξης και είναι, κατά βάθος, ο πιο πονηρός τρόπος να σπρώξει ένα λαό να διαλέξει μόνος του τους αφέντες που  θα τον εξαπατήσουν και θα τον συμπιέσουν".
Οι παραπάνω απόψεις επιβεβαιώνουν την κοινά αποδεκτή άποψη, που είναι και άποψη του Π. Μπρυκνέρ, ότι δηλαδή  "η Δημοκρατία δεν είναι ποτέ αυτονόητη. Έχει ανάγκη και από ισχυρούς θεσμούς και από δραστική κοινή γνώμη και δεν μπορεί να στερηθεί το ένα ή το άλλο χωρίς να υποστεί σοβαρό πλήγμα". Αν δε η δική μας Δημοκρατία έχει υποστεί, όλα αυτά τα χρόνια, σοβαρό πλήγμα, τις συνέπειες του οποίου "απολαμβάνουμε" σήμερα, αυτό οφείλεται βασικά  στο γεγονός ότι  έχει στερηθεί σε μεγάλο βαθμό και το ένα και το άλλο.
Έτσι, υπάρχει σήμερα στην πολιτική ζωή του τόπου μας ένα μεγάλο χάσμα, ένα "ρήγμα", κατά τον καθηγητή Νίκο Μουζέλη, "ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, που δημιούργησε στη χώρα μας έναν έντονο διχασμό. Κατά την αντιπολίτευση ο πρωθυπουργός και οι στενοί συνεργάτες του είναι αμόρφωτοι, ανεπάγγελτοι και χωρίς να έχουν οι περισσότεροι διοικητική εμπειρία πριν πάρουν τα ανώτατα κυβερνητικά αξιώματα και ο βασικός προσανατολισμός τους παραμένει άκρως αυταρχικός. Κατά την κυβέρνηση, σύσσωμη η αντιπολίτευση είναι ένα παλαιωμένο, ξεπερασμένο καθεστώς, μια νέα ολιγαρχία διεφθαρμένων κομμάτων που αποφασίζουν για τις τύχες της χώρας. Και οι δυο αυτές ιδεολογικές κατασκευές -καταλήγει ο Νίκος Μουζέλης- είναι καρικατούρες που δείχνουν τη συνέχιση του χαμηλού κομματικού πολιτισμού της χώρας". Συμπερασματικά δε προτείνει "τα τείχη μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Κεντροαριστερών πρέπει να μετατραπούν σε γέφυρες, αφού και οι δυο πλευρές έχουν παρόμοιους στόχους".
Και το μεν "ρήγμα" για το οποίο κάνει λόγο ο καθηγητής Νίκος Μουζέλης  είναι οφθαλμοφανές. Το ζούμε καθημερινά με τις αλλοπρόσαλλες δηλώσεις κυβερνητικών και αντιπολιτευόμενων στελεχών και το συνειδητοποιούμε, κατά  τρόπο τραγικό, κατά τις προ ημερήσιας διάταξης αγορεύσεις των πολιτικών  αρχηγών στο Κοινοβούλιο. Αγορεύσεις που, αν δεν ανήκεις σε κάποιον από τους κομματικούς στρατούς, σου προκαλούν τον αποτροπιασμό και σε κάνουν να είσαι πολύ προβληματισμένος για το μέλλον του τόπου μας.
Όμως η πρόταση του καθηγητή Νίκου Μουζέλη, υπό τις παρούσες  πολιτικές συνθήκες, παρά τα ευγενικά της ελατήρια τα οποία οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, δεν βλέπω ότι  θα έχει μια πρακτική, βιώσιμη και εθνικά επωφελή εφαρμογή. Και αυτό  για τους εξής βασικούς λόγους:
Πρώτος λόγος το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, από ένα μικρό κόμμα, είχε αλματώδη εξέλιξη και κατέλαβε, με την  ψήφο του λαού την εξουσία, αφού  κατακεραύνωσε -δίκαια ή άδικα δεν έχει σημασία- το παλαιό πολιτικό σύστημα, κυρίαρχο μέρος του οποίου ήταν η Κεντροαριστερά, δια του ΠΑΣΟΚ. Απέδωσε σ´ αυτό  όλη την ευθύνη για την κρίση  που μαστίζει τη χώρα μας εκφράστηκε πολλές  φορές απαξιωτικά γι' αυτό, υποσχέθηκε στο λαό ότι θα το τιμωρήσει για τα ανομήματά του, θα εξαφανίσει το παλαιό και θα φέρει το  νέο και ελπιδοφόρο για το λαό στη χώρα μας. Τώρα, με ποιο επιχείρημα που θα πείσει όχι μόνο τους ψηφοφόρους του αλλά  και τους υπόλοιπους πολίτες  θα συνεργαστεί  με  ένα "διεφθαρμένο" πολιτικό σύστημα, για το οποίο και ο Νίκος Φίλης που πρότεινε να συνεργαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ,  δεν απέφυγε να προσθέσει τη φράση "έστω και αν αυτό βρωμάει", φράση οπωσδήποτε αποτρεπτική για μια τέτοια συνεργασία που προκάλεσε δικαιολογημένα την αντίδραση του ΠΑΣΟΚ, αλλά εξίσου αποτρεπτική  για το ΣΥΡΙΖΑ, αφού θα παρουσιαστεί στους ψηφοφόρους του και σε ολόκληρο το λαό ότι συνεργάζεται με ένα κόμμα που "βρωμάει" και κατά τη λογική ακολουθία, που συνεπάγεται πολιτική και ηθική ασυνέπεια, αφού θα είναι και αυτό βρώμικο;
Δεύτερος λόγος είναι το γεγονός ότι η λεγόμενη Κεντροαριστερά είναι σήμερα κατακερματισμένη και εκείνο που έχει να κάνει είναι, όχι να επιδιώξει μια κυβερνητική συνεργασία που θα σημάνει και την εξαφάνισή της, αλλά αφού απαλλαγεί από τα βαρίδια του παρελθόντος, που ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για το σημερινό κατάντημα της χώρας, αφού αποξενωθεί από άκαιρες και παιδαριώδεις αρχηγικές φιλοδοξίες, να προχωρήσει με όλα τα υγιή στελέχη της -και τέτοια υπάρχουν  αρκετά σ’ αυτόν το χώρο- με πλήρη συναίσθηση των ευθυνών της για τα λάθη, τις παραλείψεις αλλά και τα ανομήματα του παρελθόντος, καθώς επίσης με πλήρη συναίσθηση της σοβαρότητας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα και  γρήγορα σε μια ριζική ανασυγκρότηση του χώρου που θα της επιτρέψει να διαδραματίσει έναν αποφασιστικό και εθνικά ωφέλιμο ρόλο στα κοινά του τόπου μας.
Αυτό για να γίνει χρειάζεται δυο βασικές προϋποθέσεις: Προϋπόθεση πρώτη: ξεκίνημα από τη βάση και όχι όπως ίσως επιδιώκεται από κομματικά διαμορφωμένους σχηματισμούς, η αποτυχία των οποίων είναι νομοτελειακά εξασφαλισμένη. Προϋπόθεση δεύτερη πιο ουσιαστική αυτή: Επιλογή με καθολική ψηφοφορία, μιας άξιας ηγεσίας, που θα διαθέτει τα εντελώς απαραίτητα για τις σημερινές δύσκολες συνθήκες προσόντα: Πολιτική ευσυνειδησία και υπευθυνότητα, δημοκρατική ευαισθησία, κοινωνική - επαγγελματική ή επιστημονική, όχι κομματική καταξίωση, εμβέλεια όχι μονάχα εθνική αλλά και ευρωπαϊκή, για να αντιμετωπίζεται από τους Ευρωπαίους εταίρους μας ως  ισότιμος συνομιλητής και όχι ως επαίτης. Τέτοια δυνατότητα υπάρχει, αρκεί να αναζητηθεί.
Τρίτος λόγος, ο πιο σοβαρός, είναι το γεγονός ότι από τις τελευταίες εκλογές έχουν παρατηρηθεί σημαντικές αλλαγές στην πολιτική ζωή της χώρας  μας που είναι  εντελώς αποτρεπτικές για κάθε είδους συνεργασία που τυχόν θα αποφασιστεί σε κομματικό - αρχηγικό επίπεδο χωρίς τη συγκατάθεση του εκλογικού σώματος που εκδηλώνει -με τους κανόνες της Δημοκρατίας- τη βούλησή του με τις εκλογές. Αυτός είναι ο μόνος πολιτικά δρόμος τον οποίο πρέπει να ακολουθήσει η Χώρα, αφού όπως φαίνεται δεν υπάρχει άλλο σκαλί να κατέβουμε, με ευθύνη όλων μας -και αυτό το τονίζω με έμφαση- πιο κάτω στου κακού τη σκάλα. Ίσως έτσι απαλλαγούμε -και αυτό θα είναι σωτήριο για όλους μας- από τις -κατά τον καθηγητή Νίκο Μουζέλη- "ιδεολογικές καρικατούρες" που δείχνουν τη συνέχιση του χαμηλού κομματικού πολιτισμού της χώρας μας.
Και ίσως έτσι σταματήσουν τα πολιτικά κόμματα, όπως επισημαίνει στο νέο βιβλίο του με τον τίτλο "Φαντάσματα του Καιρού μας" ο καθηγητής της Πολιτικής Φιλοσοφίας Νικόλας Σεβαστάκης, "να παριστάνουν στα μάτια της κοινωνίας μια επιλογή ωφέλιμης εναλλαγής  λειτουργώντας  ως βασικοί επικαρπωτές ενός κλίματος θεσμικής απαξίωσης", με συνέπεια, κάθε φορά, να επαναλαμβάνονται τα ίδια και να επιβεβαιώνεται παραφρασμένη η άποψη του  Ρίτσου, σύμφωνα  με την οποία "η κάθε απαλλαγή  από την απαξίωση να είναι μια  νέα απαξίωση" και η χώρα να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.