«Αντιγόνη» και «Επιτάφιος» μπήκαν σε… περιπέτειες!

on .

Κυκλοφόρησαν φήμες, τις προάλλες, ότι το αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο του Υπουργείου Παιδείας με τον βαρύγδουπο τίτλο «Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής», αρμόδιο να γνωμοδοτεί ή να εισηγείται, εισηγήθηκε στη Διοίκηση, στα πλαίσια του περιορισμού των ωρών διδασκαλίας στα Λύκεια, την κατάργηση της διδασκαλίας της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή από το πρωτότυπο στη Β' Λυκείου.
Οι φήμες αυτές ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων, στις οποίες πρωτοστάτησε, όπως ήταν αναμενόμενο, η Ένωση Φιλολόγων Ελλάδος, η οποία  καταδίκασε την εισήγηση και ζήτησε  από τον Υπουργό  Παιδείας να μη την αποδεχτεί. Ο Υπουργός Κώστας Γιαβρόγλου διέψευσε αυτή τη φήμη και δήλωσε -πράγμα που είναι προς τιμή του- ότι  «δεν θα αφήσουμε την Αντιγόνη να πεθάνει».
Δεν είμαι σε θέση να  γνωρίζω αν οι  φήμες αυτές ήταν αληθινές ή όχι. Από τη στιγμή όμως που κυκλοφόρησαν, η αντίδραση -άμεση μάλιστα- ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Και αυτό γιατί, όπως προέκυψε από συζήτηση στη Βουλή η οποία προκλήθηκε από ερώτηση του Αντιπροέδρου της Βουλής Νικήτα Κακλαμάνη προς τον Υπουργό Παιδείας- σύμφωνα με δημοσίευμα του Αθηναϊκού Τύπου και από την απάντηση του Υπουργού, «το αίτημα επαναφοράς της διδασκαλίας του μαθήματος του Επιταφίου από την Ιστορία του Θουκυδίδη -του γνωστού σε όλους μας Επιταφίου του Περικλή, που αποτελεί τον αιώνιο ύμνο προς τη Δημοκρατία-επανεξετάζεται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας».
Δεν ξέρω τίνος ήταν αυτή η «φαεινή» ιδέα να προτείνει την κατάργηση της Διδασκαλίας του Επιταφίου του Περικλή και ποιος ενέκρινε μια τέτοια εισήγηση. Εκείνο όμως που ξέρω είναι ότι ένα τέτοιο ανοσιούργημα δεν το αποτόλμησε ούτε η χούντα των συνταγματαρχών που είχε κάθε λόγο να το κάνει, αφού είχε καταργήσει τη Δημοκρατία. Και ξέρω ακόμα -πράγμα που δε διστάζω δημόσια να το επαναλάβω- πως  αυτοί οι κύριοι, όποιοι κι αν είναι, είναι άγευστοι της  κλασικής μας παιδείας, συνεπώς αγράμματοι για τα ελληνικά δεδομένα και επιβεβαιώνουν, κατά τρόπο τραγικό, τη διακηρυγμένη άποψη του Ροίδη, ενός από τα πιο λαμπρά και τα πιο κριτικά πνεύματα των ελληνικών γραμμάτων, σύμφωνα με την οποία «οι πιο αγράμματοι και οι πιο άσχετοι άνθρωποι αναλαμβάνουν κάθε τόσο το Υπουργείο Παιδείας». Η εποχή της μεταπολίτευσης, για να μείνουμε σ' αυτήν, τον δικαιώνει σχεδόν πλήρως.
Ώστε, λοιπόν, φτάσαμε  και σ' αυτό το σημείο: να στερήσουμε από τα  Ελληνοπουλα τη διδασκαλία δύο από τα πιο λαμπρά δημιουργήματα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, που αποτελούν, κατά κοινή ομολογία, αριστουργήματα της Παγκόσμιας Γραμματείας. Υπάρχει άλλο σκαλί να κατρακυλήσουμε πιο βαθιά στου κακού τη σκάλα, όταν ακόμα περνάει από τη σκέψη ορισμένων ανερμάτιστων να καταργήσουν από  τα Ελληνικά Σχολεία δύο κείμενα  που εξέθρεψαν ολόκληρες γενεές Ελληνοπαίδων, έστω και με τη λειψή διδασκαλία τους από ανθρώπους οι οποίοι, χωρίς να είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι, δεν διέθεταν την απαραίτητη κλασική μόρφωση;
Δύο κείμενα -την Αντιγόνη και τον  Επιτάφιο- τα οποία η παγκόσμια φιλοσοφική και πολιτική σκέψη έχει επίσημα κατατάξει στην κορυφή της δημοκρατικής πολιτικής δημιουργίας και στάσης που αποκλείει και καταδικάζει την έμφυτη «ύβριν» των ανθρώπων και απαντά σ' αυτήν με την «φρόνησιν» η οποία  καθιερώνει την ελληνική αυτογνωσία ως τη μοναδική πηγή για την ιδέα της αυτοδημιουργίας και της καταξίωσης του ανθρώπου!
Πρέπει, επί τέλους, κάποιοι να πουν σ' αυτούς τους άσχετους -κατά τον πιο επιεική χαρακτηρισμό- ανθρώπους που χειρίζονται τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα, πως η Αντιγόνη του Σοφοκλή και ο Επιτάφιος του Περικλή, που θα την ακολουθήσει δώδεκα χρόνια αργότερα, αναδεικνύουν -για όσους βέβαια τα έχουν διαβάσει και τα έχουν κατανοήσει- κατά τρόπο ανεπανάληπτο, το δημιουργικό κοινωνικό και ιστορικό χώρο που μέσα του αναδύεται  με το «πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει», η αυτογνωσία και η αυτοδημιουργία του ανθρώπου στις λαμπρότερες μορφές τους.
Και να τους πουν ακόμα πως στα κλασικά μας κείμενα, έρχονται οι πνευματικοί άνθρωποι, δουλεμένοι καλά με το πνεύμα του καιρού τους και του τόπου τους, ύστερα από μακρινή και πολύμοχθη πορεία, να γνωρίσουν το μεγαλείο της ψυχής και της σκέψης των δημιουργών τους. Μαζί δε και όλη τη δροσιά του πνεύματός τους, που τόσα χρόνια δεν μπόρεσαν να εξανεμίσουν. Αυτά τα  κείμενα είναι ανάγκη να τα φέρουμε συνειδητά απέναντί μας, να τα σπουδάσουμε με όλη την ακρίβεια της φιλολογικής κριτικής και της φιλοσοφικής σκέψης και να μην τα μετατρέψουμε, όπως δυστυχώς συχνά συμβαίνει, σε «χαλάσματα», όπου σαν νυχτοπούλια «κουρνιάζουν» οι γραμματιστές και οι σχολαστικοί φιλόλογοι τους οποίους, με πολλή τέχνη και επιδεικτική σκοπιμότητα, δημιουργεί  η ανερμάτιστη εκπαιδευτική πολιτική, με τους αιώνιους φοιτητές και τη διάλυση των Πανεπιστημίων, στη  συνέχεια  δε με την έλλειψη κάθε εποπτείας και αξιολόγησης του εκπαιδευτικού προσωπικού, με την περιφρόνηση της  αξιοκρατίας και με την καταδίκη της αριστείας  που επίσημα χαρακτηρίστηκε  ως ρετσινιά.