Η αστική καινοτομία είναι αποτέλεσμα επιλογής και συστηματικής προσπάθειας...

on .

-  Της ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΕΦΟΥ*

Η ευρωπαϊκή ατζέντα για την αστική ανάπτυξη (EU urban agenda) αποτελεί ίσως την πιο μοντέρνα πρωτοβουλία των κρατών μελών της ΕΕ για την αναβάθμιση των αστικών κέντρων μέσω projects αστικής καινοτομίας και μεταφοράς τεχνογνωσίας. Εκτιμάται από τα στοιχεία του ΟΗΕ ότι μέχρι το 2050 περισσότερα από 6 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα μετακινηθούν σε αστικά κέντρα, με το 54% του παγκόσμιου πληθυσμού ήδη να ζει σε αυτά και, αντιστοίχως, το 70% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Τον περασμένο Μάιο υιοθετήθηκε από τους αρμόδιους υπουργούς

των κρατών μελών της ΕΕ το σύμφωνο του Άμστερνταμ με κύριο στόχο την ισορροπημένη αστική ανάπτυξη εστιάζοντας σε τρεις βασικούς πυλώνες: "better regulation, better funding, better knowledge" (καλύτερο θεσμικό πλαίσιο, καλύτερη χρηματοδότηση, καλύτερη γνώση). Η πολλαπλών επιπέδων διακυβέρνηση, όπως την περιγράφει το σύμφωνο του Άμστερνταμ, μπορεί να αποδώσει καρπούς,  αν καταφέρουμε να διασφαλίσουμε το σεβασμό στη διάκριση των αρμοδιοτήτων και το ρόλο του κεντρικού κράτους ως συντονιστή. Η φιλόδοξη ατζέντα για την αστική ανάπτυξη και καινοτομία προσδιορίζει ότι τα οφέλη μπορούν να διαχυθούν στις τοπικές κοινωνίες με την ουσιαστικότερη και εντονότερη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη και στην υλοποίηση των αποφάσεων.  
Πρέπει να δούμε το αστικό κέντρο, την πόλη και την ευρύτερη περιοχή/περιφέρεια ως χώρο δημιουργικότητας και πειραματισμού αλλά και ως απαραίτητο συστατικό συμπλήρωμα της πολιτικής συνοχής για την «έξυπνη» εξειδίκευση.  Οι στρατηγικές  έξυπνης εξειδίκευσης 2014-2020 σχεδιάστηκαν έτσι ώστε, σε ελληνικό τουλάχιστον επίπεδο, να αντιμετωπίσουν διαρθρωτικές αδυναμίες στην ανάγκη αύξησης της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και να παρεμποδίσουν την περαιτέρω «εκροή» επιστημονικού δυναμικού (brain-drain) σε άλλα κράτη μέλη εντός ή εκτός ΕΕ. Αυτό είναι το θεωρητικό πλαίσιο που τίθεται σε μια προσπάθεια να κινητοποιηθούν όλοι οι μηχανισμοί σε αστικό/περιφερειακό επίπεδο για την οικονομική μεγέθυνση και τη βελτίωση τελικά της καθημερινής ζωής των πολιτών. Πρακτικά, αυτό μας επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν σήμερα πολλά και διαφορετικά ευρωπαϊκά εργαλεία για την ανάπτυξη και προώθηση της επιχειρηματικότητας σε δραστηριότητες έντασης γνώσεως και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της περιοχής.
Εκτός όμως από τα ευρωπαϊκά εργαλεία, όπως είναι το μοντέλο της οριζόντιας διασποράς των πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία και η δανειοδότηση από π.χ. την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων είτε ως «απλό» δάνειο είτε μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων («σχέδιο Γιούνκερ»), λείπει στη χώρα μας η πραγματική και μακροχρόνια  διασύνδεση των τοπικών πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων με τη βιομηχανία, η διαρκής και ουσιαστική αλληλεπίδραση και συνεργασία τους και η  προώθηση της καινοτομίας. Οι περιορισμένες επαφές των ερευνητών, των πανεπιστημίων και των επιχειρήσεων στα αστικά ελληνικά κέντρα δεν βοηθούν καθόλου την παραγωγή καινοτόμων λύσεων και υπηρεσιών που αφορούν στην «έξυπνη» πόλη και την οικονομική βιωσιμότητα της ευρύτερης περιοχής. Σε άλλα κράτη μέλη οι σχέσεις αυτές έχουν διαμορφωθεί ιστορικά ή επιχειρείται να εδραιωθούν με κάθε τρόπο, όπως παρουσιάζεται σε πετυχημένα μεν αλλά και χιλιοειπωμένα παραδείγματα στη Φινλανδία, την Εσθονία ή την Ιρλανδία. Η απομόνωση του περιφερειακού συστήματος καινοτομίας μπορεί να διαρραγεί μόνο με την ενίσχυση της συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών φορέων προκειμένου να μετασχηματίσουν την καινοτομία που θα αναχθεί σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την ελληνική βιομηχανία και την ανάσχεση του brain-drain. Η καινοτομία παράγει πλούτο και με αυτόν τον τρόπο οφείλουμε να βλέπουμε κάθε προσπάθεια παραγωγής καινοτομίας. Ο μετασχηματισμός των ερευνητικών αποτελεσμάτων και της τεχνικής εξειδίκευσης σε καινοτόμα προϊόντα θα φέρει πολλαπλά οφέλη για τις μικρές κυρίως και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» της τοπικής οικονομίας, για το επιστημονικό-ερευνητικό προσωπικό που δεν θα αναγκαστεί να μεταναστεύει διαρκώς και θα παράγει εδώ, αλλά και για την αύξηση των ίδιων πόρων της τοπικής κοινωνίας.
Οι εσωτερικές αδυναμίες των πανεπιστημίων, το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο για την πνευματική ιδιοκτησία, η αδύναμη συνάφεια των γνώσεων που καλλιεργούν τα ΑΕΙ με τις καθημερινές ανάγκες των επιχειρήσεων, καθώς και η χαμηλή ζήτηση ανθρώπινου  δυναμικού λόγω του υπερβολικά μικρού μεγέθους τους ή της στρατηγικής ανάπτυξης που ακολουθούν, συσσωρεύονται και αναδεικνύονται στους βασικούς παράγοντες που εμποδίζουν την ουσιαστική διασύνδεση πανεπιστημίων και βιομηχανίας στη χώρα μας. Όμως, τα πανεπιστήμια μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην καινοτομία, αν απελευθερώσουν τις δυνατότητές τους με τη συμμετοχή τους σε ένα οικοσύστημα καινοτομίας που μπορεί να προωθεί με συνέπεια η «έξυπνη» πόλη.  Επιπλέον, χρειάζεται η «δημοκρατικοποίηση» της καινοτομίας, αν τα πανεπιστήμια αποφασίσουν να ανοίξουν τα εργαστήριά τους σε ένα ευρύ περιβάλλον διάδοσης των γνώσεων προς όλους.  Η πολιτική της «ανοικτής έρευνας» και η διάδοση της τεχνογνωσίας χωρίς περιττούς περιορισμούς πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να οδηγήσει στην καινοτομία.  Η επιχειρηματική ανακάλυψη και η καινοτόμα γνώση αποκτούν πρωτεύοντα ρόλο και πρέπει να ενεργοποιηθούν ως το κύριο συστατικό της έξυπνης εξειδίκευσης. Οι στρατηγικές έξυπνης εξειδίκευσης προσφέρουν πολλές ευκαιρίες για την ανάδειξη της  συμβολής των πανεπιστημίων. Ο ρόλος τους συνδέεται με την περιφερειακή ανάπτυξη και τη διασύνδεση με άλλες περιφέρειες μέσω της παγκόσμιας δικτύωσης της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η συζήτηση που έχει ξεκινήσει και πάλι αυτές τις μέρες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα ήταν καλό να αποτελέσει ευκαιρία προώθησης των πρακτικών της «ανοικτής» έρευνας και της αναζήτησης τρόπων και συνεργασιών για καινοτομία από τα ίδια τα πανεπιστήμια. Αυτό βέβαια συνεπάγεται τη ριζική αναδιοργάνωση του συστήματος γνώσεων και καινοτομίας με την ανάπτυξη προϊόντος στις επιχειρήσεις και με την ξεκάθαρη τεχνολογική υποστήριξη με μηχανισμούς διαμεσολάβησης, κεφάλαια κινδύνου, θερμοκοιτίδες νεοφυών επιχειρήσεων (spin -offs και  start-ups) και τεχνολογικά πάρκα.
Παραδείγματα στον ευρωπαϊκό χώρο επιτυχημένων συνεργειών υπάρχουν πολλά, όπως αυτό των πανεπιστημίων με την τοπική κοινωνία και τις επιχειρήσεις στην ιταλική περιφέρεια Friuli -Venezia -Giulia, όταν τα πανεπιστήμια του Trieste και του Udine κατέγραψαν τις δυνατότητές τους σε συγκεκριμένους τομείς σε σχέση με τις προτεραιότητες της έξυπνης εξειδίκευσης. Χαρτογράφησαν σε ποιους κλάδους μπορούν να μεταφέρουν τεχνογνωσία και σε συνεργασία με το δήμο και επιχειρηματίες ανέδειξαν πέντε νέα τοπικά οικοσυστήματα καινοτομίας με έμφαση στις θαλάσσιες τεχνολογίες. Η προσήλωσή τους στο συγκριτικό πλεονέκτημα της θαλάσσιας τεχνολογίας τους προσέδωσε διεθνή αναγνωρισιμότητα, όταν  μετονόμασαν την περιοχή  σε οικοσύστημα  «γαλάζιας» τεχνολογίας (maritime  technology cluster), προσελκύοντας επιχειρήσεις που έχουν σχέση με τη θαλάσσια βιομηχανία και την έρευνα στον κλάδο αυτό. Κι αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα σε μια περιοχή που δεν φημίζεται για τις προηγμένες καινοτόμες δράσεις της. Το μεγαλύτερο και πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί το Espoo innovation garden, όπου κάθε εβδομάδα δημιουργείται μια νέα start-up στη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Φινλανδίας, η οποία αποτελεί κοιτίδα νεοφυών επιχειρήσεων, 19.000 φοιτητών, διεθνών πολυεθνικών και τοπικών επιχειρήσεων, 5.000 ερευνητών και 25 ερευνητικών κέντρων.
Η «έξυπνη» πόλη είναι ένα ακόμη εργαλείο στα χέρια όσων επιθυμούν να καινοτομήσουν. Στα αστικά κέντρα μπορούμε να αναγνωρίσουμε πολλές δυνατότητες σε διαφορετικούς κλάδους, όπως αυτοί προβάλλονται συχνά στον δημόσιο διάλογο. Το ζήτημα πάντοτε στη χώρα μας είναι αν θέλουμε να κάνουμε χρήση των εργαλείων που μας δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν τα κατανοούμε και αν επιθυμούμε εμείς ως ενεργοί πολίτες να αναζητούμε και να μαθαίνουμε συστηματικά τις τεράστιες δυνατότητες για την οικονομική μεγέθυνση και την ανάπτυξη  των τοπικών κοινωνιών μας. Και μπορεί το ελληνικό αστικό κέντρο να μην έχει, ή να μην έχει ακόμη, τη θεσμική δυνατότητα να γίνει Espoo, σίγουρα όμως με την αλλαγή της αντίληψης όσων κατέχουν θέσεις εξουσίας και συστηματική προσπάθεια έχει το έμψυχο δυναμικό να καινοτομήσει.

* Η Μαρίνα Στέφου είναι διδάκτωρ Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου, επιστημονική συνεργάτης στο ΕΚ, μέλος του BrainGain hub Βρυξελλών.