Ο Μπάμπα Τόλης...

on .

Εκείνα τα παλιά τα χρόνια στα Γιάννινα επί Τουρκοκρατίας οι Έλληνες Γιαννιώτες ήταν πολύ συνδεδεμένοι μεταξύ τους κι ο ένας βοηθούσε τον άλλον στις δύσκολες μέρες, που περνούσαν, περιμένοντας το ποθούμενο, τη λευτεριά τους από τον τουρκικό ζυγό.
Αυτή δεν θ' αργούσε να έρθει και στα Γιάννινα, γιατί αρκετά μέρη της Ελλάδας είχανε λευτερωθεί και το Ελληνικό Κράτος ήταν πλέον πραγματικότητα, που συνέχεια μεγάλωνε πλησιάζοντας και η περίοδος των ετών 1912-1913, κατά την οποία απελευθερώθηκαν τα Γιάννινα και η Ήπειρος.
Κατά την περίοδο αυτή ο πατέρας μου είχε νοικιάσει ένα μποστάνι στα βακούφια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου Κοπάνων και πήρε στη δούλεψή του έναν μεγαλύτερο απ' αυτόν στην ηλικία εργάτη, που προσπαθούσε να ζήσει με δυσκολία κάνοντας μερικά μεροκάματα.
Ο εργάτης αυτός, ο Αποστόλης, δεν είχε κανέναν δικό του κι ο πατέρας τον κράτησε μόνιμα κοντά του κι επειδή ήταν καλός, ήρεμος κι εργατικός, τον αγάπησε σαν τον μακαρίτη πατέρα του και τον φώναζε «μπάμπα», όπως έλεγαν οι παλιοί Γιανιώτες τον θείο.
Ο μπάμπα Τόλης έμεινε μόνος στην καλύβα του μποστανιού, που ένα μέρος της, μαζί με τον πατέρα, το είχαν μετατρέψει σε δωμάτιο.
Μετά την απελευθέρωση των Γιαννίνων κι αφού ο πατέρας πάντρεψε τις αδελφές του κι άφησε το πατρικό του σπίτι στο μικρότερο του αδελφό νοίκιασε ένα μικρό ισόγειο σπίτι στο δρόμο, που ήταν και είναι το σπίτι του Αγίου Γεωργίου του Νεομάρτυρα, γιατί εν τω μεταξύ είχε νοικιάσει ένα μποστάνι από τα ανταλλάξιμα, που ήταν κάτω από το σπίτι του Αγίου κι ήθελε να είναι κοντά.
Στο μέσον σχεδόν του μεγάλου μποστανιού ήταν τα ερείπια του σεραγιού του μπέη Σέη, που είχε φύγει, μετά την απελευθέρωση της πόλης μας, στην Κωνσταντινούπολη.
Σ' ένα κομμάτι των χαλασμάτων του σεραγιού, που οι χοντροί τοίχοι ήταν σε καλή κατάσταση ήταν η μεγάλη καλύβα, στην οποία έβαζε τα εργαλεία του κτήματος και τα ζώα, που είχε. Μπροστά από το μέρος αυτό, που είχε γίνει η καλύβα, υπήρχε στην αυλή το μεγάλο πηγάδι του σεραγιού, που το χρησιμοποιούσε τώρα ο μπάμπα Τόλης και όσοι άλλοι δούλευαν στο μποστάνι.
Στο παραπάνω σπίτι πήρε και το γέρο σχετικά εργάτη, γιατί όπως είπα τον θεωρούσε σαν πατέρα του.
Κι αργότερα όταν ο πατέρας μου παντρεύτηκε ο μπάμπα Τόλης έμεινε στο σπίτι κι η μάνα μου τον είχε σαν πεθερό και καλύτερα. Ό,τι έκανε για τον άντρα της κι αργότερα για τα παιδιά της το έκανε και για τον μπάμπα, γιατί για όλους ήταν ο μεγάλος, ο σεβαστός κι ο αγαπημένος του σπιτιού, που συμμετείχε στις χαρές και στις λύπες σαν μέλος του. Εκείνος δεν έκρυβε με τίποτα τη χαρά και την ευτυχία του, που είχε βρεθεί με οικογένεια, που τον αγαπούσαν όλοι και τους αγαπούσε. Η οικογενειακή θαλπωρή, η καθαριότητα και οι περιποιήσεις, που δέχονταν απ' όλους στο σπίτι τον είχαν ξανανιώσει κι όταν σε φιλικά και συγγενικά σπίτια των γονέων μου του το έλεγαν εκείνος ανασηκώνοντας το ποδονάρι του παντελονιού του και δείχνοντας το ποδονάρι από το σώβρακο, που τότε ήταν μακριά μέχρι το κότσι, έλεγε: «Ας είν' καλά η νύφη μου, που ακόμα και τα σώβρακά μου σιδερώνει».
Με όλες του τις δυνάμεις βοηθούσε το σπιτικό «των παιδιών του και των εγγονιών του», όπως έλεγε.
Δούλευε στο μποστάνι, γιατί ήταν πολύ γερός ακόμα, πήγαινε απ' αυτό στο σπίτι λαχανικά, που χρειάζονταν η μάνα για να μαγειρέψει, έκανε μικροψώνια από το μπακαλειό ή το φούρνο της γειτονιάς και πολλές φορές πρόσεχε τα μικρά παιδιά για να τελειώσει τις δουλειές η μάνα. Τότε στο σπίτι μας ήταν μόνο τ' αδέλφια μου ο Κώστας, η Θάλεια και ο Νίκος, δέκα, έξι και δύο χρονών, περίπου, αντίστοιχα.
Ένα πρωινό η μάνα του ζήτησε να πάρει μαζί του το μικρό Νίκο, γιατί δεν την άφηνε να κάνει τις δουλειές στο σπίτι, ενώ τα μεγαλύτερα μπορούσε να τα κουμαντάρει.
Πράγματι, ο μπάμπα Τόλης, που τα μεγάλα αδέλφια μου τον φώναζαν παππού, πήρε αγκαλιά το Νίκο πέρασε απέναντι στο δρομάκι, που οδηγούσε στο μποστάνι και διασχίζοντας το μονοπάτι του επάνω μέρους του κατευθύνονταν προς την καλύβα, για να βρουν τον πατέρα. Πλησιάζοντας στο πηγάδι είδε ένα αδέσποτο σκυλί, που έρχονταν από την απέναντι μεριά και προτού κάνει κάτι το τυφλωμένο από τη λύσσα σκυλί ρίχτηκε απάνω του, από την αριστερή πλευρά, που είχε αγκαλιά το Νίκο.
Εκείνος για να γλυτώσει το παιδί γύρισε προς τ' αριστερά και με το δεξί του χέρι ασπίδα προσπάθησε να διώξει το σκυλί, που έφυγε αφού όμως τον δάγκωσε στο χέρι.
Στις φωνές του μπάμπα και στο κλάμα του Νίκου από το φόβο του έτρεξε ο πατέρας και ο εργάτης με την εργάτρια, που δούλευαν στο μποστάνι και τον βρήκανε με τα αίματα, που έτρεχαν από το χέρι του.
Η λαχτάρα και η αγωνία όλων ήταν μεγάλη, οι οποίες κορυφώθηκαν όταν έμαθαν ότι το σκυλί ήταν λυσσασμένο.
Η θλίψη στο σπίτι μας, ήταν μεγάλη για την αναπάντεχη περιπέτεια του μπάμπα Τόλη και οι γονείς μου πολύ λυπημένοι τον πήγαν σε όλους τους γιατρούς, που ήταν τότε στη μικρή μας πόλη, ζητώντας τη βοήθειά τους, ενώ εκείνος έλεγε: «Καλύτερα, που δάγκωσε εμένα και γλύτωσε το παιδί μας».
Οι γιατροί είπαν ότι θα έπρεπε να κάνει αντιλυσσική θεραπεία για να σωθεί, η οποία τότε γίνονταν για την περιοχή της Ηπείρου στην Πρέβεζα και γενικά στην Αθήνα.
Επειδή μια από τις αδελφές του πατέρα μου ήταν στην Αθήνα μαμή και παντρεμένη της έγραψε για τον μπάμπα, όπως τον έλεγε κι εκείνη, για να είναι σε γνωστό και δικό του περιβάλλον. Έτσι τον έστειλε στην Αθήνα, όπου άρχισε την αντιλυσσική θεραπεία μένοντας στο σπίτι της θείας Αριστούλας.
Φαίνεται όμως μέχρις ότου διαπιστωθεί ότι το σκυλί ήταν λυσσασμένο, να φύγει για την Αθήνα και ν' αρχίσει εκεί τη θεραπεία χάθηκε πολύτιμος χρόνος και το μικρόβιο της λύσσας είχε προχωρήσει, κι έτσι, ενώ περίμεναν όλοι στα Γιάννινα να έρθει ο μπάμπας γερός και καλά ήρθε το κακό μαντάτο με το γράμμα της θείας Αριστούλας.
Εκείνη στο γράμμα της περιέγραφε συγκλονισμένη, όπως έγραφε, τον τραγικό θάνατο του μπάμπα Τόλη, που τον έθαψαν σε νεκροταφείο της Αθήνας, χωρίς να είναι κοντά του «η οικογένειά του», όπως έλεγε.
Διαβάζοντας η μάνα αυτό το γράμμα ξέσπασε σε δυνατά κλάματα, ενώ ο πατέρας έκλαιγε σιωπηρά και κοντά σ' αυτούς έκλαιγαν και τα μεγάλα μου αδέλφια. Όλοι κλαίγανε για τον άδικο και τραγικό θάνατο του μπάμπα και παππού Τόλη, μονάχα ο Νίκος δεν καταλάβαινε για το κλάμα τους και πότε τους κοίταγε με τα μεγάλα του μάτια ενώ άλλοτε μπουσούλαγε γουργουρίζοντας στο πάτωμα του μαντζάτου του σπιτιού.
Πολύ αργότερα θα μάθαινε κι αυτός πώς πέθανε ο σωτήρας του, ο παππούς ο Τόλης, όπως το μάθαμε κι εμείς τα δύο τελευταία παιδιά της οικογένειας ο Γιάννης κι εγώ, που γεννηθήκαμε μετά το θάνατό του.
Την ιστορία αυτή μας την διηγόταν η μάνα μαζί με άλλες ιστορίες και παραμύθια, όταν μικρά τ' αδέρφια μου κι εγώ, καθόμασταν στα μπάσια του μαντζάτου γύρω από το μαγκάλι, για να περνάνε τότε οι πολύ κρύες νύχτες του χειμώνα.
Αυτές περνούσαν ευχάριστα όταν οι ιστορίες και τα παραμύθια ήταν ευχάριστα, ενώ όταν ήταν δυσάρεστες μας γέμιζαν λύπη και στενοχώρια.
Αυτό γινόταν κι όταν η μάνα μας έλεγε τη ζωή και το θάνατο του μπάμπα Τόλη, γιατί δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε την καρδιά μας να μη τρέμει και τα μάτια μας να μη τρέχουν κι ιδιαίτερα των μεγάλων, που τον είχανε ζήσει από κοντά.