«Οι λύκοι του Φρόντζου…»

on .

Το περιστατικό, που θα περιγράψω παρακάτω, έχει γίνει την περίοδο, που ο αείμνηστος Κώστας Φρόντζος, Δικηγόρος, Βουλευτής Ιωαννίνων, Δήμαρχος Ιωαννίνων και Πρόεδρος της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, με την τελευταία ιδιότητά του, είχε δημιουργήσει, μεταξύ των άλλων, και ζωολογικό κήπο στο λόφο της Εταιρείας, όπου το Τουριστικό Περίπτερο, το υπαίθριο θέατρο κ.λ.π. Είχε σχέση δε με το Δημοτικό Νοσοκομείο και τον ξάδερφο μου Πολύβιο, γιατί αυτός ήταν ο αίτιος να γίνει, σαν πλάκα, με απρόβλεπτο αποτέλεσμα.
Στον πιο πάνω ζωολογικό κήπο υπήρχαν και άγρια ζώα, όπως λύκοι, αλεπούδες, αγριογούρουνα κ.λ.π. Για μέρες μάλιστα κυκλοφορούσε η φήμη στα Γιάννινα και νομίζω είχαν γράψει και οι τοπικές εφημερίδες, ότι είχαν φύγει οι λύκοι από τον ειδικά περιφραγμένο χώρο του ζωολογικού κήπου της Ε.Η.Μ. και ότι, παρόλες τις προσπάθειες για το πιάσιμό τους, αυτό δεν είχε γίνει κατορθωτό.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν μια μέρα πήγε στο οδοντιατρείο του ξαδέρφου μου ένας κτηνοτρόφος από τον Κατσικά τρομαγμένος από την πληροφορία ότι είχαν φύγει «οι λύκοι του Φρόντζου» και υπήρχε φόβος να φτάσουν μέχρις εκεί, που έχει τα πρόβατά του και να του τα φάνε.
Ο ξάδερφος κοίταξε να τον καθησυχάσει λέγοντάς του ότι, απ' ότι ξέρει, οι λύκοι προσπάθησαν να φύγουν από το ζωολογικό κήπο, αλλά τελικά τους πήρε χαμπάρι ο φύλακας και δεν έφυγαν και ότι όλα αυτά που λέγονται είναι ψέματα.
Ο γνωστός του κτηνοτρόφος όμως δεν πείστηκε και του πρότεινε φορτικά να πάρει στο τηλέφωνο τον αείμνηστο Φρόντζο, για να μάθουν από πρώτο χέρι, που λέμε, αν είχαν φύγει οι λύκοι και σε καταφατική περίπτωση αν τους έχουν πιάσει. Ο Πολύβιος του εξήγησε ότι δεν γνωρίζει ιδιαίτερα τον Κ. Φρόντζο, για να του τηλεφωνήσει και να τον ρωτήσει κάτι τέτοιο. Εκείνος όμως του είπε ότι, δεν φεύγει από το ιατρείο του αν δεν τον πάρει, για να βεβαιωθεί ότι δεν κινδυνεύουν τα ζωντανά του από τους λύκους του. Έτσι ο γιατρός πήρε τηλέφωνο και σχημάτισε στο καντράν τον αριθμό!
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο μου στο Δημοτικό Νοσοκομείο και σηκώνοντας το ακουστικό άκουσα τη φωνή του Πολύβιου να μου λέει: «Καλημέρα κύριε Φρόντζο, θα θέλαμε να μας πείτε για τους λύκους σας» και προτού εγώ προλάβω ν' αρθρώσω λέξη συνεχίζει: «πάρτε έναν που ανησυχεί γι' αυτούς».
Αμέσως ακούω τη φωνή ενός με χωριάτικη προφορά: «Κυρ' Φρόντζου, να μι συμπαθάς κιόλις, αλλά θέλου να μ'πεις αν τς έπιασεις τς λύκ'ς, γιατί φουβάμι μην έρθουν κατά την Κατσ'κά κι μ' φάν τα ζουντανά μ'».
Βρέθηκα σε μεγάλη αμηχανία και δεν ήξερα τι να κάνω. Τελικά απάντησα: «Όχι κύριε, οι λύκοι δεν έχουν φύγει κι όσα λέγονται είναι συκοφαντίες». Εκείνος: «Δηλαδίς κυρ' Φρόντζου να φύγου ήσυχους για του χουριό μ';». Κι εγώ: «Ναι, να είστε ήσυχος, γιατί δεν συμβαίνει τίποτε».
Μετά από λίγο με παίρνει ο ξάδερφος στο τηλέφωνο κι ενώ εγώ τον μάλωνα γι' αυτό που έκανε με τον χωριάτη από την Κατσικά μου λέει: «Άστα αυτά και άκουσε για να ξέρεις τι θα πεις μόλις σε πάρουνε από το σπίτι μου. Θα σε πάρουν δε από το σπίτι, γιατί την ώρα που τηλεφωνιόμαστε και έκανες τον Φρόντζο, έπαιρνε η Τασούλα (γυναίκα του) και μετά, που με βρήκε, με ρώτησε με ποιόν μιλούσα, που δεν μπορούσε να με πιάσει. Της είπα λοιπόν ότι, μιλούσα μαζί σου, γιατί έφυγαν οι λύκοι του Φρόντζου από το ζωολογικό του κήπο κι αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο δασύλλιο του Δημοτικού Νοσοκομείου και ότι, πηγαίνοντας εσύ στο πλυντήριο, που είναι κοντά του σου επiτέθηκαν και σε γρατσούνισαν αρκετά, γι' αυτό σε πήραν στο χειρουργικό ιατρείο, για να σου περιποιηθούν τα τραύματα. Αυτά τα άκουσε κι η μάνα μου και θειά σου και αναστατώθηκε και είπε ότι θα σε πάρει αμέσως τηλέφωνο».
Εμένα μου ήρθε «αξαφνιά», που λέμε, με όσα άκουσα και το μόνο που πρόλαβα να του πω, γιατί μου έκλεισε το τηλέφωνο, ήταν ότι δεν πιστεύω να έκανε τέτοια πλάκα στη μάνα του και στη γυναίκα του.
Κι όμως ήταν αλήθεια. Σε λίγο χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν η θειά μου, η οποία με ταραγμένη φωνή και με μεγάλο ενδιαφέρον με ρώτησε: «Μήτσιο εσύ είσαι;» και σε καταφατική απάντηση συνέχισε: «τι κάνεις ψ'χή μ' είσαι πολύ τραυματισμένος; και τώρα οι λύκοι πού είναι;».
Εγώ με κρύα καρδιά, γιατί την άκουγα πόσο λυπημένη ήταν της απάντησα ότι είμαι καλά, γιατί έχω λίγες γρατσουνιές κι ότι, όπου να είναι θα τους πιάσουν τους λύκους στο δασύλλιο οι αστυνομικοί και άλλοι, που ήρθαν μετά από ειδοποίησή μας. Ύστερα πήρε το τηλέφωνο η Τασούλα, η οποία αφού μου ευχήθηκε περαστικά μου είπε ότι όλα όσα συνέβησαν στο Νοσοκομείο με τους λύκους τα είπε στο τηλέφωνο στη θειά μας την Τούλα, η οποία τους τηλεφώνησε μετά την τηλεφωνική επικοινωνία, που είχε με τον Πολύβιο, που τους είπε τα καθέκαστα για την «περιπέτειά» μου. Στη συνέχεια η Τασούλα μου είπε, ότι, η θεία η Τούλα στενοχωρήθηκε πολύ για τον ξαφνικό τραυματισμό μου από τους λύκους του Φρόντζου και ότι το πρωί βρήκε στον μπαξέ του σπιτιού της δυο φαγωμένες κότες, οπότε πιστεύει ότι οι λύκοι κατεβαίνοντας από το βουνό και προτού έρθουν στο δασύλλιο του Δημοτικού Νοσοκομείου πέρασαν από τον κήπο της και της έφαγαν τις κότες. Επίσης μου είπε ότι, θα ντυθεί και θα κατέβει στο Φρόντζο κι αν δεν βρει το δίκιο της θα κάνει μήνυση.
Αυτά όλα με αναστάτωσαν και ιδιαίτερα το τελευταίο, που, αν γίνονταν, θα μπερδεύονταν τα πράγματα. Έτσι αναγκάστηκα να της αποκαλύψω ότι, όλα αυτά είναι έργα και λεγόμενα του Πολύβιου, ενώ εκείνη έγινε έξαλλη και την άκουσα να λέει στην πεθερά της και θειά μου ότι, είναι όλα ψέματα και είναι πλάκα, που τους έκανε ο Πολύβιος. Μετά μου είπε ότι, για να τον τιμωρήσει, για ό,τι τους έκανε, θα τον τρόμαζε με τη μήνυση που θα έκανε η θειά στο Φρόντζο και το μπλέξιμο, που θα είχε αυτός μαζί του. Της ζήτησα αυτό να το κάνω εγώ και συμφώνησε. Έτσι τηλεφώνησα στον ξάδερφο μου και του είπα να πάψει να κάνει χοντρές πλάκες, γιατί συμπτωματικά και με το να βρει η θειά η Τούλα φαγωμένες κότες στον κήπο της θα πάει να κάνει μήνυση στοn Φρόντζο για κάτι που δεν ευθύνεται αυτός και δεν τον ξεπλένει όλη η λίμνη μας.
Θορυβημένος από τα λεγόμενά μου μου είπε: «κλείνω το τηλέφωνο, για να προλάβω τη θειά Τούλα να μη κάνει τίποτε, γιατί αλλιώς ο Φρόντζος θα με καθίσει στο σκαμνί για διασπορά ψευδών ειδήσεων».
Μετά απ' αυτό νόμιζα ότι θα βάλει μυαλό και δεν θα ξανακάνει πλάκες, αλλά πού τέτοιο πράμα…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΡΑΚΗΣ