H επιείκεια στη Δικαιοσύνη και η ελευθερία του Τύπου…

on .

-  Του ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ

Αφορμή για να γραφούν οι γραμμές που ακολουθούν, απετέλεσαν: κατά  πρώτον η προ διμήνου  περίπου δήλωση: «…καθήκον μας, ως δικαστών, είναι να πιάσουμε το σφυγμό της ελληνικής κοινωνίας…» του Προέδρου του ΣΤΕ κ. Ν. Σακελαρίου κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού δικαστηρίου για την συνταγματικότητα ή μη του νόμου χορήγησης τηλεοπτικών αδειών (ή νόμος  Παππά) και κατά δεύτερον οι καταδίκες και φυλακίσεις Τούρκων δημοσιογράφων, οι οποίοι από τα ΜΜΕ όπου υπηρετούν,αντιτίθενται στο αυταρχικό καθεστώς του Ταγίπ  Ερτογάν,
Και βέβαια το φαινόμενο των διώξεων αντιφρονούντων δημοσιογράφων, δεν  παρατηρείται μόνο στη γειτονική Τουρκία, αντιθέτως, το είδαμε και το βλέπουμε να εμφανίζεται σε  πολλά μέρη του κόσμου, μηδέ της χώρας μας εξαιρουμένης.
Ωστόσο στο σημείο αυτό, εύλογα ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί: Καλά όλα αυτά, αλλά πως συνδέονται τα δύο σοβαρά για μια δημοκρατική κοινωνία ζητήματα και γιατί, ειδικότερα, η αρχή της επιείκειας στη Δικαιοσύνη, να είναι  συνυφασμένη με την ελευθερία του τύπου;  
Η απάντηση, τουλάχιστον κατά τον γράφοντα, έχει να κάνει με τον νομικό πολιτισμό μιας χώρας. Και πιο συγκεκριμένα με το βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο του, που δεν είναι άλλο από τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την πληρέστερη δυνατή προστασία της. Πρωταρχικό δε εκφραστή της αξίας αυτής συνιστούν το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Υπό αυτή την έννοια μπορεί, ο δικαστής, εν όψει της απόφασης επί υποθέσεως που δικάζει, κατά τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης(Certitudo Juridica) να έχει  γνώμονα το νόμο-και υπεράνω του νόμου το Σύνταγμα- και τη συνείδησή του, όμως, ταυτόχρονα, δεν παύει να είναι προσηλωμένος στην ευρύτερη ιδέα της Δικαιοσύνης, η οποία από τον διαφωτισμό και στο εξής έχει τον προμνησθέντα ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Η συνέπεια αυτής της εξέλιξης, είναι ο ίδιος, ως ενεργό μέλος της κοινωνίας να επηρεάζεται συνειδησιακά από την διαμορφούμενη, εξ’ αιτίας μικρότερων ή μεγαλύτερων γεγονότων, κοινή της γνώμη. Επομένως ο κατά τον πρόεδρο του ΣΤΕ  «σφυγμός της κοινωνίας», όπως αυτός υπάρχει ανάλογα με τις κοινωνικές εξελίξεις, αναπόφευκτα δεν αφήνει ανεπηρέαστο και τον δικαστή ο οποίος, λιγότερο είτε περισσότερο, επιδιώκει να τον «πιάσει».
Από το άλλο μέρος δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το κράτος δικαίου και ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα, επιβάλλουν όπως ο ρόλος της Δικαιοσύνης να μην είναι αυστηρά «τιμωρητικός», αλλά όντας εναρμονισμένος όχι μόνο με το γράμμα αλλά και με το πνεύμα του νόμου, να γίνεται και ρυθμιστικός…. Τότε μόνο η ιδέα της Δικαιοσύνης, συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία της κοινωνίας, κάτι που κατά  μία έννοια είναι και ζητούμενο. Ακόμη λαμβανομένου υπόψη ότι, όταν ένας άνθρωπος καταδικάζεται, αυτό γίνεται με βάση τις πεπερασμένες ικανότητες και εν πολλοίς τις λειψές γνώσεις περί την  υπόθεση, του γνωστικού οργάνου της Δικαιοσύνης, του δικαστή, είναι φυσικό ο τελευταίος να περιορίζεται μόνο σε μία κατά προσέγγιση ή κατά τον Πλάτωνα, σε μια σκιώδη γνώση της πραγματικότητας. Πόσω δε μάλλον, όταν παραμένει ερώτημα, αν είναι γνωσιολογικά δυνατή η διαπίστωση, ότι ο κρινόμενος είχε την ελευθερία να πράξει και αλλιώς απ’ ό, τι έπραξε. Καθόσον χωρίς την παραδοχή αυτής της ελευθερίας είναι ορθολογικά αδύνατη η απόδοση προσωπικής ηθικής ευθύνης. Γιατί, αν ο κρινόμενος δεν μπορούσε να πράξει αλλιώς, οποιαδήποτε μομφή δεν έχει ορθολογικά θέση και υπ’ αυτή την έννοια ο  δικαστής, έχει πλέον μία φαινομενική ή αλλιώς  μία σχετική γνώση της αλήθειας(σ. σ. το παράδειγμα, εάν ο κατηγορούμενος φόνου, δεν μπορούσε να πράξει αλλιώς προκειμένου να προστατεύσει τη ζωή του).
Το ερώτημα, επομένως που ανακύπτει είναι, για το αν, πλέον, είναι επιτρεπτό στον δικαστή, δηλαδή σε άνθρωπο με γνωστικό-θεωρητικές αδυναμίες  περί την εκτίμηση της κρινόμενης περίπτωσης και  βαρυνόμενο με υπαρξιακά διλήμματα, να επαφίεται στη διαμόρφωση μιας συνειδησιακά αποδεκτής νομικής κρίσης, η οποία, ως δικαστική πλέον απόφαση, πολλές φορές πλήττει ή και συντρίβει ανθρώπινες υπάρξεις.
Κατά συνέπεια, για τον εντοπισμό της πραγματικής αλήθειας, απαιτείται η χρήση ενός μέτρου, του οποίου η εφαρμογή θα καθιστά ηθικά δυνατή την υπέρβαση των πιο πάνω δυσκολιών,  ώστε να αποφεύγεται η ασύδοτη εξαγωγή δικαστικών αποφάσεων, που μόνο «τιμωρούν» και ουδόλως  συνηγορούν στην εύρυθμη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας  πολιτών,.
Πρόκειται για το μέτρο της επιείκειας, ή αλλιώς για την αρχή της επιείκειας στη Δικαιοσύνη, που υπερβαίνει την εκδήλωση καλοσύνης και μεγαλοψυχίας και αφορά στην πραγμάτωση της αξίας της Δικαιοσύνης, σύμφωνα και με την αρχαία ελληνική σκέψη. Άλλωστε, η επιείκεια εσωτερικά συνδέεται με την ιδέα της Δικαιοσύνης, την οποία ο Δημόκριτος θεωρεί ως στοιχείο της καλής διοίκησης και το ισχυρότερο στήριγμα της Πολιτείας. Ο δε Αριστοτέλης, στα «Ηθικά Νικομάχεια», τη θεωρεί ως στοιχείο  της λειτουργίας του δικαίου , το οποίο ενεργεί διορθωτικά στο δίκαιο των νόμων.
Ωστόσο, η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, ως νικήτρια λαϊκή Επανάσταση για την ανατροπή του τότε καθεστώτος, χαράζοντας επάνω στις τύχες της ανθρωπότητας τα δικαιώματα των ανθρώπων, δεν δίστασε  να προτάξει την ελευθερία του τύπου. Ήταν ίσως η μοιραία αναγνώριση, ότι  σε αυτή τη μεγάλη δύναμη ανατροπής οφείλονταν η κατόπιν ελευθερία των πολιτών.
Έκτοτε, από ευγνωμοσύνη και πρόνοια, με την πείρα του παρελθόντος αλλά και την ανάγκη της άμυνας για το μέλλον, φαίνεται να πείστηκαν οι θεμελιωτές της έννοιας των λαϊκών ελευθεριών, να στήσουν επί των επάλξεων, της τότε και πάντοτε κινδυνεύουσας ελευθερίας, ένα έντυπο φύλλο χαρτιού, της εφημερίδας. Της κάθε λογής και εθνικότητας εφημερίδας, αδιάφορα αν αυτή γεννήθηκε και ανδρώθηκε στον προνομιακό πολιτικό και κοινωνικό περίγυρο της μεγαλούπολης, ή στο γεμάτο στερήσεις και ενίοτε εχθρικό περιβάλλον της επαρχίας.
Κανένας βέβαια δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι ο τύπος, στο σύνολό του, ερμήνευσε πάντα σωστά και υπεύθυνα την έννοια της ελευθερίας του. Και είναι πολλές, δυστυχώς, οι περιπτώσεις, που εφημερίδες και δημοσιογράφοι και αργότερα άλλα ΜΜΕ είδαν στην πιο πάνω γενεσιουργό αρχή (την ελευθερία του τύπου), τον κακό εαυτό τους, όταν, στο βωμό της σκοπιμότητας, την μετέτρεψαν σε ασυδοσία. Εν τούτοις δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι μία εφημερίδα και ένας δημοσιογράφος, πρέπει να «προστατεύονται». Ακόμα και αν παραστρατούν,  ίσως είναι ωφέλιμο να αντιμετωπίζονται με επιείκεια, ακόμη και από τη Δικαιοσύνη..
Με αυτή την έννοια, ο κριτικά σκεπτόμενος πολίτης αναφορικά με το μείζονος σημασίας αυτό ζήτημα, ίσως είναι χρήσιμο να λάβει υπ’ όψη:
α) ότι κανείς δεν θα πρέπει να αρνείται πως η καλώς εννοούμενη ελευθερία του τύπου και εντεύθεν του λόγου είναι η πιο έντονη καθημερινή εκδήλωση της πνευματικής ελευθερίας του ανθρώπου και ότι αυτή βρίσκεται μέσα στην κάρδια της δημοκρατίας.
β) ότι ασφαλώς και ο τύπος πρέπει να ελέγχει την εξουσία, όμως μόνο εν ονόματι της αλήθειας και μετά από ώριμη και υπεύθυνη σκέψη πρέπει να καθοδηγεί τον λαό στον δημοκρατικό έλεγχο των πεπραγμένων της.
γ) ότι τόσο η ακροαματική διαδικασία, όσο και ο ανθρώπινος σύνδεσμος του δικαστή με το πολιτικό-κοινωνικό περιβάλλον του, επηρεάζουν, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο τη συνείδησή του, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ορισμένες οριακές καταστάσεις όπου, ο ίδιος να αδυνατεί προβλέψει και εντεύθεν να παραβλέψει ούτε το κοινό περί δικαίου αίσθημα των πολιτών ούτε την  αυτόνομη και εξ’ αντικειμένου δυναμική εξέλιξη των πραγμάτων.
δ) ότι κανείς δεν είναι σε θέση να υπολογίσει εκ των προτέρων, σε ποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις ένας νόμος θα ανταποκρίνεται στο Κράτος Δικαίου και στα ανθρώπινα δικαιώματα και σε ποιες θα αποτελεί παραφωνία επιζήμια και επικίνδυνη για τα άτομα αλλά και για την κοινωνία.
ε) ότι ο «Θείος» και ο ανθρώπινος νόμος δίνουν το δικαίωμα σε κάθε κρινόμενο να υπερασπίσει τον εαυτό του. Ο Θεός δεν έβγαλε απόφαση κατά του Αδάμ, πριν τον καλέσει να υπερασπίσει τον εαυτό του.
στ) ότι, επομένως, η απάντηση στο αρχέγονο φιλοσοφικό και μεθοδολογικό ερώτημα της Δικαιοσύνης: αν προηγείται ο «νόμος» ή ο «κόσμος» (το «δέον» ή το «είναι»), σαφώς και είναι: ότι  έπεται ο «νόμος». Καθόσον ο «κόσμος» γεννά το έγκλημα και ο «νόμος» οφείλει να το τιμωρεί, με μέτρο Δικαιοσύνης που μόνο η επιείκεια του δικαστή μπορεί να εξασφαλίζει.
Τι σημαίνουν και πώς αξιολογούνται τα πιο πάνω, σχετικά με το θέμα της καταδίκης ενός δημοσιογράφου είτε ενός εντύπου ή γενικότερα ενός ΜΜΕ;
Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το ότι η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου, πρέπει να γίνεται με ελαστικότητα, και επιείκεια. Εξ’ άλλου δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος – λάθος φιλοσοφικό και λάθος κοινωνικής  πρακτικής – από την αποθέωση της περίφημης εκείνης αρχής που τους θέλει όλους ίσους απέναντι στο νόμο. Ο οποίος εφαρμοζόμενος, την ίδια ώρα, και σε διαφορετικά άτομα, είναι πρακτικά αδύνατο να είναι ίσος απέναντι όλων. Και αυτό γιατί, απλά, για το μεν  ερμηνεύεται δίκαια από τον φυσικό δικαστή του και για το άλλο, από τον  αντίστοιχο δικό του (δικαστή), κατάφωρα άδικα.
Ύστερα από όλα αυτά αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αρχή της επιείκειας στη Δικαιοσύνη, ορθά χαρακτηρίζεται ως η δίδυμη αδελφή της. Και ότι η εν λόγω αρχή πρέπει να εφαρμόζεται ευρύτερα και συχνότερα- και προεχόντως απέναντι στον τύπο. Ο οποίος, ναι, ενδεχομένως να «παραστράτησε», και δικαζόμενος με αυστηρότητα και μόνο με το γράμμα του νόμου, να καταδικάστηκε. Όμως, πόσο καλό θα είναι γενικότερα για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, εάν η εκδοθείσα σχετική απόφαση δεν εναρμονίζεται με το κοινό περί δικαίου αίσθημα  των πολιτών της, οι οποίοι, όντες ανενημέρωτοι επί της ουσίας της υποθέσεως, θα την ερμηνεύσουν ως απόπειρα περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης;

e-mail Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.