Οι υπεράριθμοι της Βουλής απογοητεύουν τον λαό!..

on .

 ➤  Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΑΚΑΤΣΟΥΛΗ,
Ομότ. Καθηγητή Γεωπονικού Παν/μίου Αθηνών

Αποτελεί κοινό μυστικό ότι το υπερμεγέθες ελληνικό κοινοβούλιο, όχι μόνον δεν παράγει έργο παραγωγικό, αλλ’ αντιθέτως, βυθίζει τη χώρα όλο και περισσότερο στην ύφεση, στη μιζέρια και στη φτώχεια. Για ν’ αντιληφθούμε το «υπερμεγέθες» θα έπρεπε το γαλλικό κοινοβούλιο να είχε 2.000 βουλευτές αντί των 580 που διαθέτει σήμερα μαζί με τη Γερουσία. Γιατί το ελληνικό κοινοβούλιο να μην έχει το πολύ 150; Μόνο ο κ. Λεβέντης, γραφικός κατά τινες φωστήρες…, εδήλωσε ότι και οι 200 θα ήταν υπεραρκετοί. Μήπως έχει άδικο;
Αν εφαρμοσθεί ο κανόνας ότι στην πολιτική τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, αλήθεια, ποια είναι τα αποτελέσματα της πολιτικής στην οικονομία, στην υγεία, στην παιδεία, στην ενέργεια και, εν γένει, στις υπηρεσίες μετά τη μεταπολίτευση; Ποιες δομικές μεταρρυθμίσεις ετόλμησαν να υλοποιήσουν οι 300 κρατικοδίαιτοι; Πότε προέταξαν το δημόσιο συμφέρον υπεράνω της βουλευτικής (βολευτικής) τους καρέκλας; Ποιο είναι το παραγωγικό τους έργο; Τι έχουν να επιδείξουν σε ατομικό ή και σε συλλογικό επίπεδο ως μέλη της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης;
Πόσοι βουλευτές, κρίνοντάς τους σε τοπικό επίπεδο, μελέτησαν ένα συγκεκριμένο τομεακό – αναπτυξιακό πρόβλημα, προτείνοντας συγκεκριμένη λύση βάσει χρονοδιαγράμματος δράσεων και ενεργειών σαφώς προσδιορισμένων; Και αν οι ίδιοι δεν διέθεταν ή δεν διαθέτουν, κατά κανόνα, τις απαιτούμενες γνώσεις, πότε προσπάθησαν να συστρατεύσουν το υφιστάμενο στις περιφέρειές τους επιστημονικό προσωπικό για τη μελέτη καίριων παραγωγικών τομέων αμέσου ενδιαφέροντος;
Πού είναι οι ολοκληρωμένες προτάσεις για μεταρρυθμίσεις και ανάπτυξη; Τι εισπράτει αντ’ αυτών ο λαός από τα τηλεπαράθυρα; Οι μεν κυβερνητικοί αποσιωπώντας ότι το Δεκέμβριο του 2014 η Κυβέρνηση Σαμαρά είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εξόδου της χώρας στις διεθνείς αγορές, κατηγορούν τώρα τους βουλευτές της αντιπολίτευσης ότι προβαίνουν μόνον σε κριτική αλλά δεν τους υποβάλλουν προτάσεις, οι δε της αντιπολίτευσης τους κατηγορούν ότι είναι ανίκανοι να κάμουν ο,τιδήποτε και ότι ο δικός τους ρόλος είναι να ελέγχουν την Κυβέρνηση και με εποικοδομητικό πνεύμα να ψηφίζουν τα σωστά και να καταψηφίζουν τα μη σωστά.
Βεβαίως όμως η Κυβέρνηση έχει την ευθύνη του εθνικού προγραμματισμού και σ’ αυτήν ανήκουν οι πρωτοβουλίες για την έξοδο της χώρας από την κρίση ή ακόμα και για οποιεσδήποτε συνεργασίες υπαγορεύει η σωτηρία της χώρας. Πού είναι όμως οι προτάσεις; Το «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος» σε όλο του το μεγαλείο. Άλλωστε αυτό, περίτρανα επαληθεύεται κατά τις συζητήσεις τους στον ιερό ναό της Δημοκρατίας. Πέραν της ανταλλαγής ύβρεων, αντεγκλήσεων και αλληλοκατηγοριών, πότε περαιώθηκε συζήτηση από την οποία ο ελληνικός λαός να πήρε ένα μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας; Όλος ο θόρυβος, όπως η πραγματικότητα αποδεικνύει είναι για την κατάληψη της εξουσίας και τη διατήρηση της καρέκλας.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η συντριπτική τους πλειοψηφία απαρτίζεται από ασήμαντα από πολιτικής πλευράς ανθρωπάκια που απολαμβάνουν αξιωμάτων, κραυγαλέα, δυσανάλογα των προσόντων τους και τα οποία αποδεικνύονται, επικινδύνως, κατώτερα των περιστάσεων. Θα τους αδικούσε όμως κανείς αν δεν τους αναγνώριζε συνδικαλιστική εμπειρία. Δυστυχώς όμως τα προβλήματα της χώρας δεν λύονται με συνδικαλιστές ανεύθυνους και ανερμάτιστους, αλλά με πολιτικούς μεγάλου βεληνεκούς και τεχνοκράτες μεγάλης εμπειρίας εδραζομένων σε πολυσχιδή παιδεία και ευρύτατη, κατά το δυνατόν, γλωσσομάθεια. Η χώρα μας, ευτυχώς, διαθέτει πολλούς ικανούς που θα μπορούσαν να τραβήξουν το κουπί με επιτυχία, αλλά ο εγωισμος, η εξουσιομανία και τα πάσης φύσεως συμφέροντα τους κρατούν έξω από το παιχνίδι.
Αν μπορούσαν, ν’ απαλλαγούν απ’ αυτά τα μειονεκτήματα και, αναγνωρίζοντας την αδυναμία τους (δεν λέμε ανικανότητα), να απευθύνουν γενικό προσκλητήριο στους ικανοτέρους, τότε, ο μεγαλόθυμος ελληνικός λαός θα έλεγε «χαλάλι, ο μισθός τους». Τώρα όμως τι να πει; Εύλογα διερωτάται: Αφού δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν την ύφεση, δεν μπορούν να εφαρμόσουν πολιτικές παραγωγής εθνικού πλούτου, δεν μπορούν να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις, δεν μπορούν να κάμουν μεταρρυθμίσεις, δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν την ανεργία αλλ’ αντιθέτως επιτείνουν την ύφεση, τότε γιατί να τους πληρώνει και γιατί να είναι 300 και όχι 200 ή καλύτερα 150;
Οι πολιτικοί αρχηγοί, ας ομονοήσουν τουλάχιστον σ’ αυτό το σημείο και ας δώσουν τη δυνατότητα, στον ελληνικό λαό να επιλέξει τους 150 καλυτέρους για το ελληνικό κοινοβούλιο. Μία τέτοια συναίνεση θα είχε πολλαπλά οφέλη ήτοι: την ποιοτική αναβάθμιση της στάθμης των εκπροσώπων του λαού, την εξοικονόμηση περιττών δαπανών αλλά και την ενίχυση της εμπιστοσύνης του στο θεσμό του Εθνικού Κοινοβουλίου, το οποίο αυτομάτως θα γινόταν περισσότερο ευέλικτο και περισσότερο αποτελεσματικό.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση το γεγονός ότι η Κυβέρνηση μόνη της δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση, πολλώ μάλλον, όταν φέρεται δέσμια παρωχημένων ιδεοληψιών, οι οποίες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το συντηρητικό πνεύμα που διέπει τις χώρες των δανειστών μας και αντίκεινται στις αρχές της ελεύθερης οικονομίας. Έτσι, μεταβληθήκαμε σε απλούς παρατηρητές του πινγκ-πονγκ μεταξύ του ΔΝΤ, της ΕΚΤ, της Commission και του Σόιμπλε, ανήμποροι, ως ταπεινωμένοι επαίτες, να διαδραματίσουμε κάποιο ουσιαστικότερο ρόλο.
Αποκλειομένης, εκ της μέχρι τούδε εμπειρίας, κάθε σκέψης για συναίνεση σχηματισμού Κυβέρνησης ευρυτέρας συνεργασίας, ο γράφων θα ήθελε να επαναλάβει την πρότασή του («Πρωινός Λόγος» Ηπείρου, 26-27 Ιουνίου 2010) περί της ανάγκης σύστασης μιας διακομματικής ομάδος εργασίας, απαρτιζομένης από τους καλύτερους οικονομολόγους, τεχνικούς, κοινωνιολόγους, νομικούς, εργατολόγους, επιχειρηματίες, εμπειρογνώμονες επί των διεθνών αγορών του χρήματος, του διεθνούς εμπορίου, του διατραπεζιτικού συστήματος, των ισχυόντων στην Ε.Ε., των διεθνών σχέσεων κ.ά., οι οποίοι να συντάξουν αυτό το πολυπόθητο Εθνικό Σχέδιο Οικονομικής Ανάπτυξης που τόσο πολύ το έχει ανάγκη η χώρα και, αυτό, να εφαρμοσθεί με κυβερνητική συνέπεια.
Ας συναινέσουν τουλάχιστο σ’ αυτό. Επί εξ και πλέον χρόνια καμία κυβέρνηση, καμία παράταξη, αλλά και όλοι οι 300 μαζί δεν μπόρεσαν να το καταρτίσουν, χωρίς αυτό να τους εμποδίζει να το επικαλούνται όπου βρεθούν, παραλείποντας όμως να ομολογήσουν ότι είναι ανίκανοι γι’ αυτό. Η άγνοιά τους σε θέματα οικονομικής, κοινωνικής και χωροταξικής ανάπτυξης είναι, εκ του μακρόθεν, πρόδηλος. Αν διέθεταν, έστω και ελαχίστη αυτογνωσία, θα απέφευγαν την αυτογελοιοποίησή τους.