Πολιτική υποβάθμισης των δημοσίων Πανεπιστημίων...

on .

Ο γράφων από το 1969 μέχρι το 2003 υπηρέτησε στην τριτοβάθμια παιδεία διελθών από όλες τις βαθμίδες του ΔΕΠ διακονίσας αυτήν, ως καθηγητής, επί 31 έτη και πλέον. Καθ’ όλη αυτή τη μακρά θητεία του στο χώρο της ανωτάτης παιδείας είχε την ευκαιρία να αξιολογεί τα, κατά περιόδους, σ’ αυτή τεκταινόμενα και να προσπαθεί, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, να συμβάλλει σε ό,τι βοηθούσε στη βελτίωση της ποιότητος των σπουδών και της έρευνας, με στόχο την ανύψωση του κύρους των Παν/μίων στο εσωτερικό και στο διεθνές επίπεδο.
Τοποθετήθηκε εξ υπ’ αρχής υπέρ του δημοσίου Παν/μίου υπό την προϋπόθεση ότι η πολιτεία θα ενίσχυε την αυτοτέλειά του και την αυτονομία του ενώ, παράλληλα, θα του εξασφάλιζε επαρκείς οικονομικούς πόρους για προπτυχιακές σπουδές με αντίκρυσμα και για μεταπτυχιακές σπουδές είτε για άμεση αξιοποίησή τους σε εξειδικευμένους τομείς της αγοράς και σε καινοτόμους δραστηριότητες, είτε για περαιτέρω προώθηση της έρευνας με στόχους την εφεύρεση, την προαγωγή της επιστήμης ή την καθηγησία. Τα Πανεπιστήμια θα όριζαν εκείνα τόσο τα κριτήρια και τον τρόπο εισαγωγής, όσο και τον αριθμό των εισακτέων ανάλογα με τα διατιθέμενα μέσα και το διαθέσιμο διδακτικό προσωπικό σε αριθμό και σε ποιότητα. Το τελευταίο, ως απαραίτητη προϋπόθεση, για τη λειτουργία ή μη μεταπτυχιακών κύκλων σπουδών, δεδομένου ότι σε χώρες φτωχές σαν τη δική μας κάθε δραχμή ή ευρώ θα έπρεπε να έπιανε τόπο με γνώμονα την εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής προστιθέμενης αξίας.
Εάν εφαρμοζόταν μια τέτοια πολιτική στην ανωτάτη παιδεία, η οποία δε χορηγούσε πτυχία με αντίκρυσμα και ζήτηση τόσο στην εσωτερική, όσο και στην εξωτερική αγορά, μεταπτυχιακά διπλώματα διεθνών standards που θα την πρόβαλλαν και θα της έδιναν ιδιαίτερη αίγλη και αναγνώριση σε διεθνές επίπεδο, τότε, θα υπήρχε θέση στην ελληνική επικράτεια για ιδιωτικά Παν/μία; Αντιθέτως, θα γινόταν πόλοι έλξεως ξένων σπουδαστών και πηγή συναλλαγματος.
Δυστυχώς όμως, χωρίς μακρηγορίες, η εφαρμοζόμενη πολιτική στην ανωτάτη παιδεία κατά την περίοδο της θητείας μου σ’ αυτήν χειροτέρευε τις συνθήκες λειτουργίας της και μείωνε την ποιοτική της απόδοση από χρόνο σε χρόνο. Νόμοι αλλοπρόσαλλοι, αντιφατικοί και αναποτελεσματικοί, ουδέποτε απηλλαγμένοι πολιτικής σκοπιμότητος, άλλοτε στοχοποιώντας τους τακτικούς καθηγητές (τους κατήργησε ο νόμος του Α. Παπανδρέου), άλλωτε, πάλι με νόμο του ΠΑΣΟΚ, προωθώντας στη βαθμίδα του Λέκτορα, με απολύτως φωτογραφικές διαδικασίες, όλους όσους είχαν διδακτορικό δίπλωμα και οι οποίοι, υπό κανονικές συνθήκες, θα εξαντλούσαν τη θητεία τους στη βαθμίδα του Βοηθού ή του Επιμελητού και σπανίως στη βαθμίδα του Εντεταλμένου Υφηγητού, άλλοτε, πάλι με νόμο του ΠΑΣΟΚ, μονιμοποιώντας στα Παν/μια, όσους είχαν 24μηνη θητεία σε ερευνητικά προγράμματα για να προωθηθούν στη συνέχεια, ευνοιοκρατικά, κατά κανόνα, στην απόκτηση διδακτορικού και να ενταχθούν αθόρυβα… όλοι στη βαθμίδα του Λέκτορα. Πολιτική σκοπιμότητα, συντεχνιακή αλληλεγγύη… και ευνοιοκρατική θαλπωρή σε πλήρη αρμονία!
Ο κατήφορος δεν σταματάει, δυστυχώς, στην υποβάθμιση της στάθμης των μελών ΔΕΠ, αλλά παράλληλα εντάθηκε με τις εκχωρήσεις στους φοιτητές δικαιωμάτων που κανείς σώφρων θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί. Παρουσία των φοιτητών στη Σύγκλητο, δικαίωμα ψήφου για εκλογή Πρυτανικών Αρχών, έκφραση γνώμης στην εκλογή καθηγητών και άλλα πολλά αυθαίρετα που τα έπαιρναν από μόνοι τους, υποτίθεται, για να κτίζουν πόρτες, να διαλύουν Συνελεύσεις Καθηγητών και εκλεκτορικών σωμάτων αν δεν επρόκειτο να εκλεγεί ο «δικός τους», να ρυπαίνουν τους τοίχους αλλά και τους εσωτερικούς χώρους των Παν/μίων με χυδαίες, πολύ συχνά, επιγραφές ή χυδαία σκίτσα και άλλες ασχημίες, ων ουκ έτσιν αριθμός, με την ατιμώρητη ρουτίνα της επ’ αόριστον ενίοτε κατάληψης, δηλαδή με κλείσιμο των Παν/μίων. Καθοδηγητές τους πάντοτε οι κομματικές τους παρατάξεις. Οι πολλοί λένε: «Όταν η πολιτική μπαίνει στα Παν/μια η επιστήμη πηδάει από το παράθυρο…».
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, η Πολιτεία ορίζει όχι μόνο τον αριθμό των εισακτέων, πάντα υπερπολλαπλάσιο των όσων μπορούν επαρκώς να εκπαιδευθούν, αλλά και το να μπορούν να εγγραφούν και όσοι παίρνουν βαθμούς κάτω από τη βάση, μέχρι να συμπληρωθεί ο προκαθορισθείς αριθμός. Τώρα, με τον «προοδευτικό νόμο» του κ. Φίλη, θα επανέλθουν στα Παν/μια και οι «αιώνιοι φοιτητές» γνωστοί παλαιότερα ως «φοιτητοπατέρες» που εμφανιζόταν στα Παν/μια μόνο για να οργανώσουν «καταλήψεις», να προπηλακίσουν καθηγητές, να καλύπτουν τους χώρους με προεκλογικές αφίσες ή να προετοιμάσουν διαδηλώσεις, ακόμα και για τον Ορτέγκα της Χιλής…
Η δικαιολογία ότι θα ήταν άδικο να μην δοθεί η ευκαιρία στην εργαζόμενη (τότε) μητέρα ή τον εργαζόμενο φοιτητή να συνεχίσουν, ύστερα από τόσα χρόνια διακοπής, τις σπουδές τους δεν αφορά ούτε το 5% εξ’ αυτών και όσα είχαν μάθει κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους, ασφαλώς τα ξέχασαν. Το να προστεθούν στους ήδη υπεράριθμους φοιτητές καθιστά ελλιπέστερη, ιδία στα τμήματα θετικών επιστημών με Εργαστήρια, την πρακτική άσκηση των κανονικών φοιτητών.
Σε όλα τα ανωτέρω, θα ήταν μεγάλη παράλλειψη να μην αναφερθεί και η καταστρατήγηση του πανεπιστημιακού ασύλου, από ετερόκλητα στοιχεία, τα οποία μετέβαλαν τους χώρους των Πανεπιστημίων σε ορμητήρια προκλητικών ενεργειών (Νομική Σχολή, ΕΜΠ, ΑΠΘ, κ.α.) και σε εργαστήρια βομβών μολότωφ ή ό,τι άλλο παράνομο μπορεί να φανταστεί κανείς. «Η ελευθερία διακίνησης ιδεών σε όλο της το μεγαλείο».
Ύστερα από όσα αναφέρθηκαν μένει η παραμικρά αμφιβολία ότι το δημόσιο Παν/μιο δεν έχει υποστεί βαθιά καθίζηση; Δεν ανησυχούν οι γονείς αν τα παιδιά τους ότι πέραν της ανεργίας που τα περιμένει θα πάρουν τουλάχιστον πτυχίο που θα τους επιτρέψει να βρουν δουλειά στο εξωτερικό; Πώς να εκπαιδεύσει σωστά ο καθηγητής, όσο καλός κι αν είναι, ένα ακροατήριο από το άριστα μέχρι το βαθμό του 3 ή του 5 αφού η Πολιτεία έταξε στους ψηφοφόρους ότι ο αριθμός των εισακτέων θα συμπληρωθεί ακόμα και με αποτυχόντες και εγκληματικά αδιαφορεί για τους καλούς και τους αρίστους; Κι αν όλοι μπουν στο Παν/μιο ποιοι θα επανδρώσουν τα πρακτικά επαγγέλματα; Γιατί αδιαφορούν για τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευση των καλών και των αρίστων φοιτητών;
Με τη μετριοκρατία καμιά κοινωνία δεν πάει μπροστά εκτός και αν επιδιώκεται η ψηφοθηρική ομηροκρατία μέσα σ’ ένα καθεστώς όπου, εν ονόματι ενός δήθεν «κράτους δικαίου», θα κυριαρχεί, ίσως και δια ροπάλου, πλήρης ισοπέδωση προς τα κάτω. Τα ΑΕΙ της χώρας μας έχουν προ πολλού φθάσει στον πάτο του βαρελιού και η Πολιτεία κοφεύει στις κραυγές τους για SOS. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων σε επίπεδο τμήματος η υποβάθμισή τους είναι ορατή και η Πολιτεία κάνει τα αντίθετα απ’ όσα η κοινή λογική υπαγορεύει. Η πολιτική υποβάθμισης εξυπηρετεί μόνον όσους επιδιώκουν την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων και κανέναν άλλον.
Αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι όσοι «ψευτοπροοδευτικοί» κραυγάζουν υπέρ του δημοσίου Παν/μίου, αλλά πράττουν ό,τι ονειρεύονται όσοι επιδιώκουν τη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος στην κοινωνία, ώστε η ίδρυσή τους να γίνει αποδεκτή χωρίς ισχυρούς κραδασμούς. Αν η οικονομία μας πήγαινε καλά, στα δημόσια θα πήγαιναν μόνο τα φτωχά παιδιά για να πάρουν ένα πτυχίο χωρίς αντίκρυσμα και να καταστούν αθώα θύματα άγριας εκμετάλλευσης από τις αγορές του εσωτερικού, αν συνεχίσουν να υπάρχουν, ή του εξωτερικού, αν αποφασίσουν να γίνουν μετανάστες.
Αυτά τα λίγα για τους «προοδευτικούς κράχτες» υπέρ των δημοσίων Παν/μίων, που με τις «προοδευτικές μεταρρυθμίσεις τους», είναι οι καλύτεροι συνήγοροι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΟΥΛΗΣ