Να ξαναδούμε τα χωριά μας στα χρόνια του «Καλλικράτη»!

on .

Καθώς ξεψυχά το φθινόπωρο, οι μέρες μικραίνουν, ο ουρανός φορτώνεται με βαριά σύννεφα, ο ήλιος βιάζεται να μας αποχαιρετήσει βασιλεύοντας. Τα δέντρα χλωμιάζουν, βαφονται με θαυμάσια πρασινοκοκκινοκίτρινα χρώματα, ώσπου να τα τινάξει το ανεμοβρόχι και να τα ξεγυμνώσει.
Τα χωριά μας στο Ζαγόρι, στο Πωγώνι, σ’ όλη σχεδόν την Ήπειρο, τα ολιγάνθρωπα, ακολουθούν της φύσης τις μοιραίες l Καθώς ξεψυχά το φθινόπωρο, οι μέρες μικραίνουν, ο ουρανός φορτώνεται με βαριά σύννεφα, ο ήλιος βιάζεται να μας αποχαιρετήσει βασιλεύοντας. Τα δέντρα χλωμιάζουν, βαφονται με θαυμάσια πρασινοκοκκινοκίτρινα χρώματα, ώσπου να τα τινάξει το ανεμοβρόχι και να τα ξεγυμνώσει.
Τα χωριά μας στο Ζαγόρι, στο Πωγώνι, σ’ όλη σχεδόν την Ήπειρο, τα ολιγάνθρωπα, ακολουθούν της φύσης τις μοιραίες αλλαγές. Αδειάζουν κι από τους τελευταίους «γενναίους» παραθεριστές κι αρχίζουν να ερημώνουν.
Οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι «ήρωες» αναμετρούν τις δυνάμεις τους για να ξεχειμωνιάσουν, καθώς νιώθουν κιόλας «το χνώτο» του χειμώνα να τους τυλίγει.
Σ’ ένα τόπο πανέμορφο με μια φύση ευλογημένη, με χωριά αληθινά κοσμήματα φορτωμένα μνημεία, παραδόσεις, πολιτισμό, στις μέρες μας αφέντρα απόμεινε η ερημιά. Βυθισμένα σχεδόν το μισό χρόνο σε «χειμερία νάρκη» ξεχασμένα απ’ τους ανθρώπους κι αφημένα στα χέρια του Θεού κι ας είμαστε στην εποχή του τόσου φιλόδοξου και χαρισματικού «Καλλικράτη» στέλνουν φωνή απελπισίας.
Σε μία κοινωνία που σπαράσσεται από μία πρωτοφανή οικονομική και ηθική κρίση, σ’ έναν κόσμο που αναγκάζεται να γυρίσει σ’ άλλες εποχές που θεωρούσαμε ξεπερασμένες και σ’ άλλους τρόπους ζωής ξεχασμένους σχεδόν απ’ τους μεγάλους κι άγνωστους για τους νέους, μήπως θα ήταν χρήσιμο και αναγκαίο να ξαναδούμε πώς λειτουργούν τα χωριά μας στην εποχή του «Καλλικράτη»;
Οι μικρές και νοικοκυρεμένες ανεξάρτητες κοινότητες πορεύτηκαν για αιώνες με τους κανόνες τους δημιουργικά, χωρίς μηχανοργάνωση, χωρίς προγράμματα και επιδοτήσεις, χωρίς αναρίθμητους υπαλλήλους, ειδικούς και μη, με αγροτικά ιατρεία μόνιμα, με σταθμούς χωροφυλακής μόνιμους κι όχι περαστικούς, με παπά, με δάσκαλο, με... και μας παρέδωσαν ότι πολύτιμο έχουν τα χωριά μας και δυσκολεύεται σήμερα να διαχειριστεί και να φυλάξει ο «Καλλικράτης».
Μας παρέδωσαν μουσεία, συλλογές, βιβλιοθήκες, σχολεία, σεράγια, εκκλησίες, μοναστήρια, στέρνες και πηγάδια, βρύσες και πέτρινα μονοπάτια, μνημεία μοναδικής αρχιτεκτονικής, όλα όσα με ευλάβεια φύλαγαν οι υπεύθυνοι εκείνοι άνθρωποι, με τα ελάχιστα μέσα και την πολλή αγάπη και φιλοπατρία, όπως φυλάει κι ο πιο φτωχός νοικοκύρης το βιός του.
Γιατί «βιός» του καθενός ήταν τα πράγματα του χωριού της κοινότητάς του. Δεν έπεσε κανένα γεφύρι, δεν γκρεμίστηκε καμία εκκλησία, δεν έκαναν φτερά κειμήλια, δεν «χάλασε» κανένα γκαλντερίμι τότε, γιατί η αυτοδιοίκηση και η κοινωνία πήγαιναν χέρι-χέρι.
Όλα αυτά τα χρόνια, χρόνια δύσκολα, με πολέμους και καταστροφές επέζησαν γιατί τα φύλαξαν «σαν δικά τους» οι κοινωνίες με προσωπική εργασία, με τον οβολό τους, με την έγνοια των ταξιδεμένων τους γιατί «ήταν ντροπή» να μην τα φροντίσουν, γιατί η λέξη Ζαγορίσιος δεν είναι «καρφίτσα» όπως ελέχθη, στολίδι που το βάζουμε όταν μας συμφέρει, αλλά «τρόπος ζωής».
Ώσπου φάνηκε στο στερέωμα «ο Καποδίστριας» με το νόμο 2539/97. Με την εφαρμογή του την αναγκαστική, την αψυχολόγητη, την πρόχειρη, την αδιάφορη, την τυχαία, τα χωριά βρέθηκαν απροετοίμαστα, απροστάτευτα, αβοήθητα, εκτεθειμένα σε μία νέα πραγματικότητα, κι οι τόσες ελπίδες για ανάπτυξη που υπόσχονταν, έφεραν αποκαρδιωτικά αποτελέσματα.
Τα χωριά μας αποδιοργανώθηκαν και πως ήταν δυνατόν να χωρέσουν, να ενσωματωθούν σχεδόν δέκα χωριά με ξεχωριστο πρόσωπο, αρχιτεκτονική ιστορία, παράδοση, δυναμικά σ’ ένα δήμο! Μία αναγκαστική συρραφή, με αποτέλεσμα οι χωριανοί που όλα αυτά τα χρόνια ενδιαφέρονταν για κάθε ζήτημα του τόπου τους με μεράκι και πόνο, άβουλοι κι αδιάφοροι, να απογοητευτούν αφού τους αφαιρέθηκε και το επί Τουρκοκρατίας ακόμη αναφαίρετο δικαίωμα της αυτοδιοίκησης...
Την αποτυχία του «Καποδίστρια» ανέλαβε να διορθώσει ο «Καλλικράτης» με το νόμο 3852/10 που με τον «κοπτοράπτη» συνένωσε τεράστιους κι ανομοιογενείς τόπους σ’ ένα υδροκέφαλο δήμο αναγκαστικά δυσκίνητο χωρίς προετοιμασία, μελέτη, προϋποθέσεις, υπεύθυνες υπηρεσίες, καθορισμό αρμοδιοτήτων, διευκολύνσεις, θεραπεία δυσκολιών οδικών και άλλων, σχεδιασμό λειτουργίας εν γένει.
Θετικό θεωρείται τουλάχιστον για το Ζαγόρι ότι έγινε επιτέλους το «Ενιαίο Ζαγόρι» και ότι τα χωριά μας απέκτησαν πάλι το ιστορικό τους όνομα κι από «διαμερίσματα» μετονομάσθηκαν σε «κοινότητες».
Κι εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα που δημιουργήθηκε. Ένα από τα τρωτά του Καλλικράτη, ίσως το σπουδαιότερο στα ολιγάνθρωπα χωριά μας είναι ότι σύμφωνα με το νόμο στις τοπικές κοινότητες μέχρι 300 κατοίκους εκλέγεται μόνο ένας εκπρόσωπος, ενώ στις μεγαλύτερες συμβούλιο.
Αν λάβει υπ’ όψη του κανείς ότι το χειμώνα σ’ ολόκληρο Ζαγόρι 300 σχεδόν κάτοικοι «φυλάνε Θερμοπύλες», το πρόβλημα είναι σοβαρότατο αφού όλες οι Καλλικρατικές κοινότητες διαφεντεύονται από ένα άνθρωπο «Παντοκράτορα».
Όμως, όσο καλοπροαίρετος και να είναι κανείς μπορεί να κατανοήσει ότι με «μονομελές» διοικητικό όργανο δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική διοίκηση του χωριού κι ασφαλώς πρέπει το ταχύτερο να διορθωθεί, κι αυτό ισχύει σ’ όλο το Ζαγόρι κι όχι μόνο.
Ο Πρόεδρος αυτός σίγουρα είναι εκλεγμένος με το συνδυασμό του – πολλές φορές οριακά – κι ούτε παντογνώστης είναι, κι ούτε «το αλάθητο του Πάπα» έχει.
Μπορεί να έχει ικανότητες σ’ ένα τομέα και να υστερεί σε άλλο. Μπορεί να είναι συνεργάσιμος, όπως μπορεί να είναι και εγωιστής κυριευμένος από την αλαζονεία της Εξουσίας. Μπορεί να έχει κάποιου είδους εξαρτήσεις και να δημιουργεί γύρω του μια «αυλή», αδιαφορώντας για την γνώμη των υπολοίπων χωριανών. Μπορεί να παρεμβαίνει στις συνεδριάσεις του Δήμου, να λέει τη γνώμη του, να υποστηρίζει τα συμφέροντα του τόπου του, όπως μπορεί να συντάσσεται και να σιωπά.
Μπορεί πάλι να έχει κομματικές εξαρτήσεις, πράγμα συνηθισμένο στις μικρές κοινωνίες, με τα χωριστά καφενεία, όπου υπάρχουν κι αυτά. Αυτή δυστυχώς είναι η πραγματικότητα: «Η μονοκρατορία των Καλλικρατικών κοινοτήτων κι οι παντοδύναμες μικρότητες των ολιγαρίθμων κατοίκων των αραιοκατοικημένων χωριών μας, σ’ ένα Δήμο με πολλές δυνατότητες, κι άλλες τόσες αδυναμίες». Κι όμως εγωισμοί και σκοπιμότητες, ανταγωνισμοί και μικροσυμφέροντα, διαχωρισμοί και φατρίες δεν πρέπει να φυτρώνουν στα χωριά μας. Δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτά τα «ζιζάνια». Είμαστε οι μαύροι λιγοστοί όσο και γνωστοί.
Βέβαια ο νομοθέτης για να καλύψει το βασικό αυτό αδύνατο σημείο έχει προβλέψει με μια σειρά από άρθρα την ύπαρξη κοινοτικού γραφείου οργανωμένου για την εξυπηρέτηση των κατοίκων, έστω και μία φορά την εβδομάδα, τη σύνταξη προϋπολογισμού, τις δημόσιες συνεδριάσεις για τη νομιμότητα, τη διαφάνεια, τα δημοκρατικά δικαιώματα των χωριανών, καθώς και τη λαϊκή συμμετοχή στις τοπικές υποθέσεις, έτσι που οι κάτοικοι να συμμετέχουν ενεργά, να καταθέτουν αναφορές κι ερωτήσεις όπως και προτάσεις.
Όλα αυτά βέβαια υπό την προϋπόθεση και την ασπίδα της λειτουργίας της βασικής αρχής της συμμετοχής των χωριανών στην υποχρεωτική Γενική Συνέλευση, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.
Η Γενική Συνέλευση είναι η κορυφαία λειτουργία της αυτοδιοίκησης. Σ’ όλη την μακραίωνη ιστορία του Ζαγορίου, ακόμη και στην εποχή της Τουρκοκρατίας, το Ζαγόρι ήταν φημισμένο για την θαυμαστή τοπική αυτοδιοίκηση. Ακόμα και οι σφραγίδες των εκκλησιών ήταν κομμένες στα τρία και δοσμένες σε έγκριτους, έμπειρους και κάποιας ηλικίας χωριανούς.
Οι συνελεύσεις στα μεσοχώρια έμειναν ιστορικές για το ήθος, το επίπεδο και το ενδιαφέρον. Τότε που όλοι έλεγαν: «Να ιδούμε τι θα κάνει το Ζαγόριον». Εκεί λύνονταν όλα τα μεγάλα θέματα, δημοκρατικά, αφού ακουγόταν όλες οι απόψεις κι αποφασίζονταν η συμφερότερη για το χωριό, τους δρόμους, τους λάκκους, τη βοσκή, τις εκκλησιές, τα σχολειά. Καλότυχα τα χωριά που οι χωριανοί μαζεύονται στο μεσοχώρι σήμερα και συζητούν!
Δυστυχώς σε μερικά χωριά, ο κορυφαίος αυτός θεσμός της δημοκρατίας δεν λειτουργεί πάνω από 10ετία. Και είναι θανάσιμο αμάρτημα για ένα χωριό αυτή η καταστρατήγηση που δεν έχει καμία απολύτως δικαιολογία.
Όταν δεν υπάρχει βήμα για ελεύθερη συζήτηση τότε οι μεν χωριανοί γίνονται αδιάφοροι, χωρίς κανένα κίνητρο συμμετοχής στα θέματα του χωριού, τα οποία έτσι μετατοπίζονται και παίρνονται αποφάσεις σε επίπεδο καφενείου, κυριολετικά, ερήμην των χωριανών, με ολέθρια αποτελέσματα για τα χωριά.
Γιατί χωριά δεν είναι τα σπίτια, είναι «οι χωριανοί». Κι όλα αυτά γιατί λείπει ο έλεγχος της πιστής εφαρμογής του νόμου. Κι είναι γνωστό, ότι χωρίς έλεγχο, χωρίς επιθεώρηση όλων των κλάδων του κρατικού μηχανισμού, τίποτε δεν μπορεί να λειτουργεί αποδοτικά. Και στα χωριά μας είναι ανάγκη και τα κληροδοτήματα και τα κοινοτικά αρχεία κι ότι άλλο διαθέτει το χωριό να λειτουργούν «ανοιχτά», υπεύθυνα, με πρωτόκολο παραλαβής και παράδοσης από τον εκάστοτε πρόεδρο, με την ευχέρεια πληροφόρησης και πρόσβασης του «όποιου» πολίτη, με την αυστηρή φροντίδα, καθοδήγηση και επίβλεψη του δήμου.
Είμαστε στο χείλος του γκρεμού. Μιλάμε για την επανίδρυση του κράτους για ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας, για την ανάγκη ενεργοποίησης των πολιτών. Ανάγκη να ξαναεμπιστευτεί ο χωριανός τους άρχοντές του. Ανάγκη οι άρχοντες να κατεβούν από το «θρόνο» τους και να ξαναενδιαφερθούν για το χωριανό τον καθένα κι όχι επιλεκτικά. Κι όχι μόνο για τον ψηφοφόρο τους.
Κι αφήνω τελευταίο το μεγάλο θέμα, τη μεγαλύτερη ανάγκη των χωριανών να επιλέγουν με σωστά κριτήρια τους άρχοντές τους. Γιατί ο κάθε άρχοντας πρέπει να φιλοδοξεί να κάνει κάτι για τον τόπο του, ένα έργο που να θυμίζει το πέρασμά του από το αξίωμα. Αξίωμα θα πει διάθεση προσφοράς και δυστυχώς η πραγματικότητα μας λέει πως φτωχύναμε, φτωχύναμε πολύ σ’ αυτό.