Κατοχικοί γάμοι (2)...

on .

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

Στην παρέα του μεγάλου μου αδελφού Κώστα, ήταν και ο Τάκης, μια χαρά παιδί, όπως ήταν όλα τα παιδιά της συντροφιάς τους. Ο Τάκης έκανε ό,τι δουλειά έβρισκε για να βοηθάει τη μεγάλη οικογένειά του, δηλαδή τους γονείς και τα τέσσερα μικρότερα αδέλφια του.
Στην παρέα τους ήταν και κορίτσια, τα οποία συμμετείχαν στους χορούς, που έκαναν τότε στα σπίτια, στις βόλτες τους στην πλατεία και στο Μώλο, στις βαρκάδες στη Λίμνη και στις επισκέψεις στο Νησί και στη Ντραμπάτοβα.
Επίσης, πήγαιναν μικροεκδρομές στα λιβάδια γύρω από την πόλη μας και σε πανηγύρια στα κοντινά χωριά. Ήταν γενικά μια ευχάριστη και χαρούμενη παρέα, που τη συνέδεε στενή φιλία. Μεταξύ των αγοριών και των κοριτσιών της συντροφιάς δεν έλειπαν και τα φλερτ, που μερικές φορές κατέληγαν σε αγάπη και έρωτα, γι' αυτό συχνά τα αγόρια τις νύχτες της άνοιξης κυρίως και του καλοκαιριού, πήγαιναν και έκαναν καντάδα στις γειτονιές των κοριτσιών.
Ο Τάκης ερωτοτροπώντας με χάρη με ένα από τα κορίτσια της παρέας, τη Βούλα, «τον χτύπησε ο έρωτας κατακούτελα»! Στον έρωτά του ανταποκρίθηκε και η Βούλα και αποφάσισαν να παντρευτούν μόλις και οι δύο θα ήταν έτοιμοι. Όλα πήγαιναν «μέλι - γάλα», που λέμε και ο ένας μπαινόβγαινε στο σπίτι του άλλου, μέχρις ότου ετοιμάσουν το δικό τους σπιτικό.
Ήρθε όμως ο πόλεμος κι ύστερα η κατοχή κι όλα άλλαξαν για τους λογοδοσμένους. Έπρεπε να περιμένουν να δουν πώς θα περάσουν οι δύσκολες καταστάσεις, που δημιουργήθηκαν κυρίως με την κατοχή και μετά ν' αποφασίσουν για το γάμο τους.
Στο μεταξύ, η ανέχεια και η στέρηση αγαθών από τα σπίτια του Τάκη και της Βούλας μέρα με τη μέρα μεγάλωναν, όπως και σε όλα σχεδόν τα σπίτια των κατοίκων της πόλης μας. Έτσι, ο Τάκης μέρα και νύχτα σκέπτονταν πώς θ’ αντιμετωπίσει την έλλειψη σιτηρών και τροφίμων και τι θα φάνε τόσα στόματα στο σπίτι του.
Μετά από πολλή σκέψη και επειδή δεν έβρισκε άλλη λύση, αποφάσισε να βρει να παντρευτεί μια κοπέλα από τα γύρω χωριά, που ο πατέρας της θα είχε χωράφια, πρόβατα και γίδια, τα οποία θα του εξασφάλιζαν τα απαραίτητα, για να ζήσει αυτός, η γυναίκα του και η μεγάλη οικογένειά του αυτές τις δύσκολες μέρες της μαύρης κατοχής. Εκείνο, που τον έκανε να νιώθει έναν κόμπο στο λαιμό και ένα σφίξιμο στην καρδιά του, ήταν το πώς θα το έλεγε στη Βούλα, η οποία ζούσε με τους γονείς της και με τη μικρότερη αδελφή της με την απαντοχή ότι, κάποτε θα περάσουν τα δύσκολα της κατοχής και θα παντρευτούν με τον Τάκη.
Μια μέρα, το λογοδοσμένο ζευγάρι πήρε το δρόμο προς τη Λεμονιά, έξω από τα Γιάννινα και κάθισε στο καφενεδάκι του Καμπούρη. Εκεί, σε μια άκρη του κήπου του καφενείου, ο Τάκης άρχισε με μισόλογα να εξηγεί στη Βούλα για την απόφασή του να πάρει το λόγο του πίσω, έστω κι αν την αγαπούσε πολύ. Η Βούλα ξαφνιάστηκε από τα λεγόμενά του και για να συνέρθει ήπιε μονορούφι το νερό, που ήταν στο ποτήρι πάνω στο τραπεζάκι του καφενείου. Στη συνέχεια της εξήγησε ότι ο γάμος του αυτός είναι λύση ανάγκης και ότι θέλει να μείνουν φίλοι, για να μην αισθάνεται κι αυτός άσχημα. Η κουβέντα συνεχίστηκε για πολύ. Έκλαψαν για την σκληρή και άδικη μοίρα τους κι ύστερα πήραν το δρόμο του γυρισμού στα σπίτια τους με κρύα καρδιά.
Το νέο του χωρισμού αναστάτωσε και λύπησε τις δύο οικογένειες και τους συγγενείς τους, καθώς και την παρέα τους. Στο τέλος όμως δέχτηκαν το γεγονός, γιατί όλοι κατάλαβαν ότι τον Τάκη τον οδήγησαν στην απόφαση αυτή οι δύσκολες καταστάσεις της ξενικής κατοχής. Με προξενήτρα βρέθηκε εύκολα η εχούμενη νύφη από γνωστό χωριό και τα γεννήματα, τα τυριά και τ’ άλλα φαγώσιμα ήρθαν μπόλικα στο σπιτικό του Τάκη κι όλοι ετοιμάζονταν για το γάμο, που θα γίνονταν στο χωριό της νύφης. Ο Τάκης δεν ξέχασε την οικογένεια της Βούλας και «κρυφά κι αντίκρυφα», που λέμε, της έστελνε σιτηρά, όσπρια και τυριά, για ν' αντιμετωπίσει τις στερήσεις και την πείνα, που είχε φέρει η κατοχή.
Ο γάμος έγινε στο χωριό με πλούσιο τραπέζι σε φαγητά κι όλοι μείνανε ευχαριστημένοι από το φαγοπότι κι ιδιαίτερα τα παιδιά της παρέας του, που όπως μολογούσαν μετά, «τους λίγδωσε τ' άντερο για τα καλά».
Με το ζόρι η συντροφιά του Τάκη έφερε στο γάμο και τη Βούλα, η οποία του ευχήθηκε, με βουρκωμένα μάτια, να ζήσει ευτυχισμένα. Προτού δε φύγουν από το χωριό τα παιδιά για τα Γιάννινα συναντήθηκαν για λίγο οι δυο τους κι αντάλλαξαν το τελευταίο φιλί, που ήταν και το φιλί του αποχωρισμού.
Τα χρόνια της κατοχής πέρασαν. Μετά την απελευθέρωση η Βούλα παντρεύτηκε, με προξενιό, ένα καλό παιδί από τα Γιάννινα κι έκανε κι αυτή οικογένεια, όπως είχε κάνει κι ο Τάκης.
Και να τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, ο Τάκης και η Βούλα συναντήθηκαν στην πλατεία Μαβίλη στο Μώλο κι ενώ τα εγγόνια τους έπαιζαν στο πλακόστρωτο της πλατείας, εκείνοι καθισμένοι σ' ένα παγκάκι θυμήθηκαν τα παλιά και είπαν ότι, αν δεν τους είχε χωρίσει η άτιμη και μαύρη κατοχή, τα παιδιά, που έπαιζαν μπροστά τους θα ήταν τα καταδικά τους εγγόνια!