Τα χελιδόνια του φθινοπώρου…

on .

 ➤  Γράφει η ΕΛΕΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ-ΔΟΥΒΛΗ

Φθινοπώριασε. Η μέρα ξεψυχαει. Αφράτα σύννεφα γκρίζα κι άλλα μαύρα απειλητικά, μαζεύονται στον καταγάλανο ως τώρα ουρανό.
Οι πρώτες βροχές μαλακώνουν το ξεραμένο απ’ τη ζέστη του καλοκαιριού χώμα, ξεδιψώντας τη γη και σκορπίζοντας τη γνωστή φθινοπωριάτικη μυρωδιά. Τα φύλλα των δέντρων άρχισαν να βάφονται με τα πανέμορφα φθινοπωρινά χρώματα. Οι ακτίνες του ήλιου δεν είναι πια κοφτερές. Μας χαϊδεύουν γλυκά και τις αποζητάμε. Οι φθινοπωρινοί καρποί στις δόξες τους.
Τα ζώα και τα πουλιά του δάσους σωπαίνουν σκεπτικά. Τι χειμώνας άραγε τα περιμένει; Τα χελιδόνια ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους για το μακρινό τους ταξίδι. Ακόμη και τα μικρά, τα φετινά, περιμένουν με περιέργεια να γνωρίσουν άλλους τόπους κι άλλους ανθρώπους.
Αγαπημένα πουλιά! Μας φέρνουν την Άνοιξη και μας χαρίζουν με το τιτίβισμά τους τη χαρούμενη συντροφιά τους στο γείσο της στέγης. Τα αποχαιρετάμε μ’ αγάπη σαν δικά μας. «Στο καλό, καλό ταξίδι, να μας ξανάρθετε του χρόνου, οι φωλίτσες σας θα σας καρτερούν».
Καθώς ο καιρός αρχίζει ν’ αλλάζει, αλλάζει κι η όψη των χωριών μας. Ολάνοιχτα τα σπίτια, φωτισμένα τα παραθύρια, φωνές, γέλια, τραγούδια, βήματα στους δρόμους. Ζωή στο χωριό τόσο σύντομη, το πολύ δυο μήνες. Κι ύστερα... Άνθισαν οι «διώχνες», τα λουλούδια του αποχωρισμού. Μαζί τους τοιμάζονται και τα άλλα χελιδόνια – οι άνθρωποι, για το χωνευτήρι της μικρής ή μεγάλης πόλης. Σήμανε μαζί με τις διώχνες κι η ώρα του... ξενιτεμού του δικού τους.
Δακρυσμενα γυναικεία μάτια τοιμάζουν τις βαλίτσες. Τρεμάμενα χέρια βάζουν κλειδωνιές. Βαριά, ασήκωτα πόδια πηγαινοέρχονται. Γυρίζουν και ξαναγυρίζουν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Σαν να θέλουν να πάρουν κοντά τους και την τελευταία γωνία του σπιτιού. Γιατί κάθε γωνιά έχει κάτι να πει. Και τα παιχνίδια των παιδιών «στον τόπο τ’ς να τα ματαβρούν το καλοκαίρι»...
Το μάτι γυρίζει ολόγυρα σαν να θέλουν να τα φωτογραφήσουν κι αν ήταν δυνατόν να τα πάρει όλα μαζί του, μαζί με τις αναμνήσεις, τις πανάκριβες. Δεν τους κάνει η καρδιά να φύγουν. Κι όλο ματαγυρίζουν. Μην άφ’κα (άφησα) καμιά μεσάντα ανοιχτή και χορεύουν τα ποντίκια στη σ’κουτιά (ρούχα).
- Να βάλω ένα τιψί (ταψί) στη γωνία μην έρθ’ καμιά σταλαξιά απ’ του μπουχαρί!
- Μην άφ’κα την καντήλα αναμέν’ κι φουτλίξουμι (καούμε)! Οι γείτονες παραστέκουν! Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα, ευχές ανάκατα. Θα ξανασμίξουν άραγε;
Τα ξεχωρίσματα είναι πάντα δύσκολα και βαριά, βαρύτερα αν τα φορτώνουν και τα χρόνια. Ακόμα και τα «βιολιά» συμπάσχοντας τραγουδούν: «Τώρα στα ξεχωρίσματα έλα να φιληθούμε, γιατί έχουμε ζωή και θάνατο ποιος ξέρ’ αν ανταμωθούμε».
Η τσάντα η πολύτιμη με τη ρίγανη, το χαμομήλι, τον τραχανά, κάνα κυδώνι κι ένα κλωνάρ’ λιβάντα ή βασ’λικό, αχώριστη απ’ το χέρι. Οι άντρες δεν το πολυδείχνουν. «Άιντι σκόλνα, να κλείσου τ’ χρόν’ πάλι θα ματάρθουμι. Αν μας αφήκ’ ο κότσας (ο σκώρος). Έφεξι νύχτωσι περνάει ο καιρός...».
Το μεγάλο κλειδί γυρίζει στην κλειδωνιά κι ο ήχος κατ’ ευθείαν ραγίζει την καρδιά. Παίρνουν και το ξύλο με τον άλσο (αλυσίδα) στους σιδερένιους κρίκους της πόρτας. Βάνουν και την ριχτ’κή κλειδωνιά. Σημάδια αναχώρησης. Σπίτι κλεισμένο! Έχετε για, να καλοξεχειμωνιάσετε. Να καλοανταμώσουμε. Στιγμές αξαργύρωτες.
Αλλά ας μη μελαγχολήσουμε! Υπάρχουν κι άλλα χελιδόνια, κι άλλων χελιδονιών τιτιβίσματα και χελιδονίσματα. Χωρίς φτερά αυτά, χωρίς βαλίτσες. Δεν φεύγουν αυτά. Γυρίζουν στη φωλίτσα τους, τιτιβίζοντας χαρούμενα, φορτωμένα με παρδαλές σάκες, με όμορφα καθαρά ρουχαλάκια, καλοχτενισμένα μουτράκια. Μελισσολόι ξεχύνονται στους δρόμους και ζωντανεύουν οι γειτονιές και βουΐζουν οι αυλές καθώς ολάνοιχτες κυψέλες της γνώσης ανυπόμονα τα καρτερούν, τα σχολειά.
Άλλοι μεγαλύτεροι με τον αέρα του παλιού μπαίνουν σαν σίφουνας στην αυλή. Χαλούν τον κόσμο στις φωνές. Τρέχουν να βρουν παλιούς φίλους να πουν και τι δεν έχουν να πουν, όλα του καλοκαιριού τα νέα. Ψήλωσαν κιόλας, μέστωσε το κορμί τους, άλλαξε κι η φωνή τους! Αλωνίζουν την αυλή κυρίαρχα ώσπου να χτυπήσει το κουδούνι. Τα συντροφεύω με τη ματιά μου δακρυσμένη. Τ’ αγκαλιάζω όλα και τα μεγαλύτερα και τ’ άγουρα. Αυτά κι αν είναι.
Σ’ αυτά τα χελιδονάκια τ’ αμάλαγα, καθαρά και φροντισμένα, μ’ ατίθασα κοτσιδάκια, με κορδελίτσες τα κοριτσάκια, καλοχτενισμένη χωρίστρα ή «καρφάκι» τ’ αγοράκια, στέλνω τη σκέψη μου. Προσωπάκια αγουροξυπνημένα, άλλα χλωμά κι άλλα κατακόκκινα απ’ την αγωνία.
Βαθιά στη χούφτα της μαμάς ή της γιαγιάς το χεράκι ιδρωμένο. Τρέμουν τα κερασένια χειλάκια. Τρεμοπαίζει το δάκρυ στα τσίνορα. Κι αυτή η καρδούλα που φτερουγίζει! Κι εκείνα τα μάτια τα πελώρια γεμάτα αθωότητα!
Και πώς μπερδεύουν ακόμη και τ’ όνομά τους, και τ’ αδελφάκια τους πότε ένα και πότε δύο τα λογαριάζουν.  Οι μανούλες καμαρώνουν! Πότε μεγάλωσαν, πότε πέταξαν απ’ τη φωλιά τη μητρική!
Βαρκούλες άπραγες κι άμαθες που βγαίνετε έξω από τη ζεστασιά του σπιτιού σας με τ’ άσπρο πανάκι των ονείρων φουσκωμένο, ας είστε καλοτάξιδες κι ευλογημένες απ’ του παπά τον αγιασμό.
Μάζεψε τα μελισσόπουλα στην ποδιά σου, καλή μου δασκάλα. Είσαι τυχερή! Μακάρι νάχα γι’ άλλη μια φορά στη ζωή μου την τύχη σου. Καλή χρονιά χελιδονάκια!