Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία…

on .

•  Είναι το πρώτο από τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου
➤  Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

Πριν αναφερθούμε στο αριστούργημα αυτό του μεγαλύτερου γλύπτη όλων των εποχών Φειδία, επιβάλλεται να ιδούμε επιγραμματικά, έστω, τον χώρο που στήθηκε ο θρόνος του «πατέρα θεών και ανθρώπων».
Είναι ο παγκοσμίως γνωστός χώρος της αρχαίας Ολυμπίας, όπου ετελούντο οι Ολυμπιακοί Αγώνες κάθε τέσσερα χρόνια. Στο χώρο αυτό χτίστηκαν διάφοροι ναοί, αναθήματα και στήθηκαν έργα τέχνης. Όπως ήταν φυσικό, κυρίαρχη θέση στο χώρο αυτό είχε ο ναός του Δία, προς τιμήν του οποίου καθιερώθηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Και αυτό γιατί στον αγώνα του κατά των Τιτάνων εβγήκε νικητής και έριξε τον πατέρα του Κρόνο κάτω από το θρόνο και έγινε αυτός κυρίαρχος του Κόσμου. Νέος Πλανητάρχης...
Ήταν φυσικό, λοιπόν, να ανεγερθεί στο χώρο της Ολυμπίας ναός αντάξιος του πρώτου νικητή σε τιτάνιο αγώνα. Στους κατοίκους της περιοχής δημιουργήθηκε η απαίτηση για ένα αντάξιο οικοδόμημα. Έτσι, το 466 π.Χ. ξεκίνησε η κατασκευή ενός λαμπρού δωρικού ναού αντάξιου του Παρθενώνα στην Ακρόπολη.
Το κόστος της κατασκευής το εξασφάλισαν οι Ηλείοι από τα λάφυρα που άρπαξαν κατά τον πόλεμο με την Πίσα. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι μετανάστες από την Πίσα έκτισαν την πόλη Πίζα της Ιταλίας. Το Πίσα έγινε Πίζα γιατί στα λατινικά το σίγμα μεταξύ δύο φωνηέντων γίνεται ζ (κεκλιμένος πύργος της Πίζης ή Πίζας).
Το έργο ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Λίβων από την Ηλεία. Ο Λίβων εφάρμοσε εδώ ένα δικό του σύστημα αναλογικών σχέσεων, όπου οι διαστάσεις ήταν ίσες με ακέραια πολλαπλάσια του δωρικού ποδός. (Νομίζει κανείς ότι ακούει ιδέες διεθνών αρχιτεκτόνων της εποχής μας...). Αυτή είναι η Ελλάδα!!!
Ο ναός χτίστηκε πάνω σε μια τεχνητά ανυψωμένη ορθογώνια βάση. Τα υλικά κατασκευής αποτελούνταν από ντόπιο κογχυλίτη λίθο (όστρακο – φόρο ασβεστόλιθο), επιχρισμένο στις εξωτερικές επιφάνειες με μαρμαροκονίαμα, έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση μαρμάρινης κατασκευής. Ο θριγκός όμως, ο διάκοσμος και η στέγη του ναού κατασκευάστηκαν από πραγματικό λευκό μάρμαρο από την Πάρο.
Η οικοδόμηση τελείωσε το 456 π.Χ., παραδίνοντας στην ανθρωπότητα ένα εξαίρετο δημιούργημα αρμονίας. Ο ναός αποτελεί τον δεύτερο σε μέγεθος (μετά τον Παρθενώνα) στην Ελληνική χερσόνησο, με διαστάσεις 64,12Χ27,68 μέτρα και συνολικό ύψος 20,25 μέτρα.
Μεταξύ των κιόνων του ναού και στον περιβάλλοντα χώρο υπήρχε πλήθος αναθημάτων (αφιερώματα), μεταξύ των οποίων αγάλματα θεών, ηρώων, βασιλέων, ολυμπιονικών, ποιητών, φιλοσόφων και ρητόρων. Ένα τέτοιο θαυμάσιο αφιέρωμα ήταν και η Νίκη του γλύπτη Παιωνίου, την οποία αφιέρωσαν το 421 π.Χ. οι Μεσσήνιοι. Στα ανατολικά του ναού υπήρχε η ιερή «καλλιστέφανος ελαία», από τα κλαδιά της οποίας φτιάχνονταν οι κότινοι, τα έπαθλα που στεφάνωναν τους ολυμπιονίκες, ενώ προς τα βόρεια έστεκε, άθικτος ένας ξύλινος κίονας από το ανάκτορο του Οινομάου στην Πίσα.
Η επιβλητική και συγχρόνως αρμονική μορφή του περιπτέρου ναού του Δία συμπληρώνονταν από την έξοχη γλυπτή διακόσμηση. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζονταν ο τοπικός μύθος που αναφέρεται στη γνωστή αρματοδρομία μεταξύ Πέλοπος και Οινομάου και στο δυτικό αέτωμα η Κενταυρομαχία, με κεντρική παρουσία ένα ανάγλυφο του θεού Απόλλωνα. Στα αετώματα εστήθηκαν τρία ακρωτήρια: μία χάλκινη, επιχρυσωμένη Νίκη στην κορυφή και δύο χάλκινοι λέβητες στα άκρα, έργα του γλύπτη Παιωνίου.
Στις μετόπες δεν υπήρχε γλυπτός διάκοσμος, αλλά το 146 π.Χ., όταν η Ελλάδα υποτάχτηκε στους Ρωμαίους, αναρτήθηκαν εκεί 21 επίχρυσες ασπίδες, αφιέρωμα του Ρωμαίοου στρατηγού Μόμμιου. Στην ζωφόρο του σηκού, στις στενές πλευρές, οι 12 μετόπες (6 σε κάθε όψη) έφεραν σε ανάγλυφες παραστάσεις τους ισάριθμους άθλους του Ηρακλή.
* * *
Ένας μεγαλοπρεπής ναός, για να δικαιολογεί αυτόν τον χαρακτηρισμό του, έπρεπε να φιλοξενεί και ένα αναλόγου αξίας και αισθητικής άγαλμα του θεού στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ναός.
Ένα τέτοιο έργο ποιος άλλος θα μπορούσε να το αναλάβει παρά μόνον ο Φειδίας, ο μεγαλύτερος γλύπτης όλων των εποχών. Από το εργαστήριό του βγήκαν και άριστοι μαθητές του. Ένας από αυτούς είναι ο Αλκαμένης, ο οποίος δημιούργησε τις Καρυάτιδες του Ερεχθείου. Όταν γινότανε τα μεγάλα έργα στην Ακρόπολη των Αθηνών, δεν φιλοτέχνησε μόνο το άγαλμα της Αθηνάς, αλλά είχε την Γενική Εποπτεία όλων των έργων που γινότανε εκεί επάνω. Έγραψε και βιβλίο μαθηματικών, το οποίο, δυστυχώς, χάθηκε...
Έτσι, το 435 π.Χ. ο περιώνυμος γλύπτης Φειδίας ανέλαβε να φιλοτεχνήσει ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, παρόμοιο με αυτό της Αθηνάς που φιλοτέχνησε στον Παρθενώνα το 438 π.Χ. Η επιλογή του Φειδία δεν ήταν τυχαία. Είδαμε πιο πάνω ότι ο Φειδίας (498-432 π.Χ.) υιός του Αθηναίου Χαρμίδη, θεωρείται μέχρι σήμερα ο σπουδαιότερος γλύπτης που εμφανίστηκε ποτέ. Τα χρυσελεφάντινα και χάλκινα αγάλματα που δημιούργησε, αποτελούν αληθινά κοσμήματα, ενώ οι καλλιτεχνικές του συνθέσεις στον Παρθενώνα υμνούν πραγματικά το ανθρώπινο πνεύμα. Ο φημισμένος αυτός, λοιπόν, καλλιτέχνης, εκλήθη να δώσει τον καλύτερό του εαυτό στην δημιουργία μίας ανεπανάληπτης κατασκευής.
Και πράγματι, το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Ολυμπίου Διός αποτέλεσε το πρώτο, κατά χρονολογική σειρά, από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου, ανεβαίνοντας στο βάθρο του το 430 π.Χ.
Βάθρο του αγάλματος ήταν ένα πλούσια διακοσμημένο γαλάζιο ελευσινιακό μάρμαρο, διαστάσεων 1 μέτρου ύψους, 6,65 μέτρων μήκους και 10 μέτρων βάθους (πλάτος). Το ύψος του αγάλματος έφτανε τα 14 μέτρα (χωρίς το βάθρο), αποτελώντας το μεγαλύτερο, έως εκείνη τη στιγμή, άγαλμα στην Ελλάδα. Το άγαλμα αναπαριστούσε τον Δία να κάθεται σε θρόνο, με την κεφαλή του να αγγίζει σχεδόν την οροφή. Ο Στράβων, κριτικάροντας τον Φειδία, έγραψε πως ο γλύπτης δεν πρέπει να έλαβε και πολύ υπόψη του τις αναλογίες, καθώς αν ο Δίας σηκώνονταν από τον θρόνο του, θα άφηνε τον ναό χωρίς οροφή...
Οι τεχνοκριτικοί, όμως, αποφαίνονται ότι το χαρακτηριστικό αυτό προσδίδει αυξημένη μεγαλοπρέπεια στην κατασκευή, διότι δίνει την εντύπωση ενός μεγαλυτέρου μεγέθους από το πραγματικό.
Ο περίτεχνος θρόνος ήταν εβένινος, με ανάγλυφα σκαλίσματα και έφερε πλήθος επικολλημένων πετραδιών, ελεφαντόδοντου και χαλκού. Διάφοροι πολύτιμοι λίθοι ήταν επικολλημένοι και στην πυκνή γενειάδα του Δία. Το επάνω μέρος του σώματος του αγάλματος ήταν γυμνό, αποτελούμενο από τέλεια συναρμολογημένες πλάκες ελεφαντοστού – ελεφαντόδοντος, ενώ ένας φαρδύς μανδύας από σφυρηλατημένα ελάσματα χρυσού κάλυπτε το υπόλοιπο σώμα έως τα πόδια. Η ευαισθησία του ελαφοντόδοντος στην υγρασία, σε συνδυασμό με το υγρό κλίμα της Ολυμπίας, δημιούργησε την ανάγκη για ειδική περιποίηση του αγάλματος. Για το λόγο αυτό, το άγαλμα τοποθετείτο κατά περιόδους σε μια δεξαμενή ειδική με λάδι, η οποία υπήρχε κάτω απ’ το δάπεδο.
Τα σανδάλια του θεού ήταν από χρυσό, όπως και το στεφάνι ελιάς που στόλιζε την κεφαλή. Στο δεξί χέρι του ο Δίας κρατούσε ένα χρυσελεφάντινο μικρό άγαλμα της Νίκης, ενώ στο αριστερό κρατούσε σκήπτρο κατασκευασμένο από διάφορα μέταλλα, πάνω στο οποίο καθότανε ένας αετός.
Σε πολλά αρχαία κείμενα (Παυσανίας, Στράβων) παρατηρείται ένας έντονος θαυμασμός του αρχαίου κόσμου για το άγαλμα, το οποίο κατάφερνε να μορφοποιεί το θείον και την νοηματική τελειότητα που συμβόλιζε. Στο πίσω μέρος του θρόνου, στην κορυφή, υπήρχαν δύο συμπλέγματα. Το ένα από αυτά παρίστανε τις τρεις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη), το άλλο τις τρεις Χάριτες (Χάρις, Ευθυμία, Φύσις). Γύρω τριγύρω στο βάθρο ο Φειδίας είχε φιλοτεχνήσει τη γέννηση της Αφροδίτης.
Το θαυμαστό του αγάλματος μεγαλείο δεν εξαρτήθηκε ωστόσο μόνον από την πλούσια διακόσμησή του. Εκείνο που προκαλούσε τον θαυμασμό και ένα αίσθημα έκπληξης στους διάφορους προσκυνητές ήταν η εξαίσια κεφαλή του θεού με την γλυκειά και καλοκάγαθη έκφραση. Ο Δίας του Φειδία έδειχνε τον τέλειο τύπο του ώριμου άνδρα με ανεπτυγμένες όλες τις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις. Στην εποχή του το άγαλμα αυτό έγινε αντικείμενο εξαιρετικού θαυμασμού και θεωρείτο δυστύχημα να πεθάνει κανείς χωρίς να το δει...
Λένε, μάλιστα, πως όταν ο Φειδίας τελείωσε το έργο του αυτό, παρακάλεσε τον Θεό να του δείξει κατά κάποιον τρόπο, αν του άρεσε όπως τον είχε φτιάξει. Αμέσως μετά, κατά σύμπτωση, έπεσε κεραυνός πολύ κοντά στο άγαλμα και το γεγονός αυτό ερμηνεύτηκε σαν δείγμα της ευαρέσκειας του Δία.
Η όψη του αγάλματος ενέπνεε δέος και θαυμασμό σε κάθε επισκέπτη, ενδεικτικό γεγονός της υπέροχης καλλιτεχνικής εργασίας του Φειδία, που είχε συνεργάτες σ’ αυτήν την δημιουργία του τον γλύπτη Κολώτη και τον ζωγράφο Πάναινο.
Η φήμη του αγάλματος και του ναού εξαπλώθηκε και πέρα από τον Ελληνικό κόσμο, σε κάθε βαρβαρική χώρα του γνωστού έως τότε κόσμου. Χιλιάδες επισκεπτών συνέρρεαν συνεχώς στην Ολυμπία για να θαυμάσουν από κοντά αυτό το λαμπρό και μοναδικό δημιούργημα.
Τόση τέχνη είχε το άγαλμα, ώστε ένας αρχαίος συγγραφέας που είδε αυτό και το περιέγραψε, λέει: «Εκείνος, ο οποίος είδε το άγαλμα της Ολυμπίας, δεν θα ηδύνατο πλέον να φαντασθεί τον θεόν κατ’ άλλον τρόπον».
Κάποιος ποιητής από την Μακεδονία έγραψε: «Ή θεός ήλθ’ επί γην εξ ουρανού εικόνα δείξων, Φειδία, ή συ γ’ έβης τον θεόν οψόμενος».
Δηλαδή: Ή ο θεός ήλθε στη γη από τον ουρανό για να σου δείξει την εικόνα (τη μορφή του), Φειδία, ή εσύ, βέβαια, πήγες (στον ουρανό) για να ιδής τον Θεόν.
Ήταν η μόνη εξήγηση που μπορούσε να δώσει κανείς στην τελειότητα του έργου...
Το 80 π.Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας λεηλάτησε την Ολυμπία και τον ναό του Δία. Η παράδοση αναφέρει, ότι ο αυτοκράτορας της Ρώμης Καλιγούλας (12-41 μ.Χ.) διέταξε κάποια στιγμή τη μεταφορά του αγάλματος του Δία στη Ρώμη. Όταν, όμως, οι απεσταλμένοι του αντίκρυσαν το άγαλμα να τους χαμογελάει ειρωνικά, έφυγαν έντρομοι. Οι λεηλασίες της Ολυμπίας επαναλήφτηκαν στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. από τον Αλάριχο, βασιλέα των Γότθων. Το 393 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απαγόρευσε οριστικά την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων, γιατί τους θεώρησε ειδωλολατρικές τελετές.
Δύο χρόνια μετά, το άγαλμα του Δία μεταφέρθηκε από πλούσιους Έλληνες στην Κων/πολη, όπου παρέμεινε έως το 475 μ.Χ., οπότε και καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά, η οποία προκλήθηκε πιθανότατα από εμπρησμό.
Τα έτη 522 και 551 π.Χ. έγιναν τρομακτικοί σεισμοί στην Ολυμπία και ακολούθησαν πλημμύρες που ολοκλήρωσαν την καταστροφή του θεσπέσιου οικοδομήματος του ναού του Διός. Οι αιώνες που ακολούθησαν εξαφάνισαν τα πάντα στην αρχαία Ολυμπία. Σε σημείο μάλιστα που δεν μπορούσε κανείς να φαντασθεί ότι κάποτε εκεί γινότανε οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες στην Ολυμπία έγιναν το 1829 επί Καποδίστρια. Γάλλοι επιστήμονες κατάφεραν να εντοπίσουν το περίγραμμα του ναού και διάφορα υπολείμματα με τους άθλους του Ηρακλή και τα μετέφεραν στο Λούβρο.
Το 1950 οι ανασκαφές έφεραν στο φως το εργαστήριο του Φειδία. Στο εργαστήριο οι αρχαιολόγοι εντόπισαν διάφορα εργαλεία, ένα καλούπι χυτεύσεως ορειχάλκου, αργιλικά επιθέματα για την προσαρμογή των χρυσών πλακών. Ανεκαλύφθη και η δεξαμενή λαδιού, εντός της οποίας γινότανε η συντήρηση του αγάλματος του Διός...
Από το πιο λαμπρό κόσμημα του ναού, από το πρώτο θαύμα του κόσμου, δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα. Μονάχα η ανάμνηση του παρελθόντος. Ή μήπως και αυτή έχει χαθεί;