Επιστροφή στο σχολείο…

on .

- Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

Μωρέ τι μυρίζει; Τι μυρίζει τόσο όμορφα ολούθε; Μην είναι τάχα τα σταφύλια; Μην είναι οι κονίτσες; Μυρίζει λες ακόμα το μαγιό θάλασσα... Κι εκείνο το μισοτελειωμένο αντιηλιακό στο μπάνιο; Λες να μυρίζει ο ΕΝΦΙΑ; Α, πα, πα, ο ΕΝΦΙΑ έχει τη δυσάρεστη οσμή της εξαπάτησης! Ναι, με εξαπάτησες Αθαμάνιε Πρωθυπουργέ! Μου είπες πως θα μ’ απαλλάξεις από αυτό το μαρτύριο... Αλλά τώρα αδίστακτος με πυροβολείς. Πυροβολείς αδιακρίτως... Πάμφτωχους, ανάπηρους, άνεργους... Νιώθω σαν να βρίσκομαι σε σαλούν – δυτικά του Ρίο – Πέκος και πρέπει να κάθομαι συνέχεια με την πλάτη στον τοίχο! Εσύ παίζεις πόκα, Αθαμάνιε, στο κέντρο του μαγαζιού κι η τράπουλα είναι σημαδεμένη! Μόνο που κανένας δεν τολμάει να στο πει... Έχεις τόσους πολλούς άσσους στο μανίκι σου, που πέφτουν γύρω-γύρω και η Όλγα, ναι η Όλγα σκύβει και τους ξαναμαζεύει με χάρη!
- Μικρέ μου Αθαμάνιε, πολύ μας πικραίνεις. Αλλά όμως τι μυρίζει; Νάναι λες τα καλαμπόκια που σιγοψήνουν οι μικροπωλητές στο Μόλο; Ή μήπως τούτα τα λογιών-λογιών λαχταριστά σιροπιαστά γλυκά που κοσμούν τις προθήκες στο ζαχαροπλαστείο «Κολιονάσιου», δίπλα στο Κάστρο; Νάναι άραγε ο μούστος που με βιάση ξεκινάει τη ζύμωση... Ή μήπως οι χαλβάδες «Γωγώ» από την εμποροπανήγυρη στη Ζίτσα; Όχι, είναι κάτι άλλο. Κάτι διαφορετικό... Μυρίζει σχολείο. Μυρωδιά νοσταλγίας ανεξίτηλη!
•••
Ποιος είναι αυτός που δεν θέλει να ξαναγίνει πρωτάκι; Να γεμίσει τη σάκα του – εντάξει στις μέρες μας, την κινέζικη σάκα του, έστω που είναι μεν λαφριά και αδιάβροχη αλλά δεν είναι δερμάτινη. Να τη γεμίσει λοιπόν με γομολάστιχες, μαρκαδόρους, φρεσκοξυσμένα μολύβια, Πόκεμον, καινούργια κασετίνα, καινούργια Νike, καινούργιες προσδοκίες... Και να τραβήξει για το σχολείο;
Το οποίο σχολείο, ιδιωτικό ή δημόσιο, ταπεινό ή χλιδάτο, στο χωριό ή στην πόλη, είναι για τον καθένα μας μοναδικό!
Όπως μοναδικοί παραμένουν πάντα στη ζωή μας και οι συμμαθητές μας από το Δημοτικό. Μπορεί νάχεις χίλιες δυο σκοτούρες στο μυαλό... Μπορεί την προηγούμενη νύχτα να σ’ έχει παίξει δίτερμα ο φρονιμίτης... Έτσι όμως κι απαντήσεις στο δρόμο, στο κουρείο, στην αγορά, το συμμαθητή σου από την Δ’ Δημοτικού, αυτόν που μοιραζόσουν το θρανίο και τα πρωτόγονα σκονάκια για την ορθογραφία, πάει και τελείωσε, σού ’φιαξε τη μέρα! Γυρίζεις σπίτι και αναγγέλεις θριαμβευτικά στη γυναίκα σου:
– Είδα τον Προκόπη!
– Ποιον Προκόπη χριστιανέ μου;
– Τον Προκόπη τον Μπαζούκα, τον συμμαθητή μου στο Δημοτικό.
– Α, α, μάλιστα (χλιαρή αντίδραση).
– 20 χρόνια είχα βρε γυναίκα να το ανταμώσω...
– Ε, πώς είναι; Είναι καλά;
– Καλά, πως, έχει όμως μεγάλα αυτιά!
– Μπα! Πότε μεγάλωσαν δηλαδή;
– Έτσι ήταν πάντα, τα τράβαγε βλέπεις πολύ ο δάσκαλος.
– Καλά. Πλύνε τα χέρια σου τώρα για να φάμε.
– Ρε τον Προκόπη... Τι ξυλίκι που παίζαν στο διάλειμμα... Τι χουνέρια στήναν στη δασκάλα τους, την κυρία-Φρόσω...
– Έλα, θα κρυώσουν οι φακές.
– Ρε τον Προκόπη...
•••
Τέτοιες μέρες, λοιπόν, αρχές του Τρυγητή, ένα περίεργο πράγμα, όλοι μας λίγο-πολύ νιώθουμε σαν να επιστρέφουμε στο σχολείο!
Αποζητούμε βλέπεις, χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε, αυτή την άδολη αλλά συνάμα τόσο απαραίτητη επανένταξή μας στον κοινωνικό μας περίγυρο. Αυτόν τον κοινωνικό περίγυρο, από τον οποίον στη διάρκεια του καλοκαιριού θέλουμε διακαώς να δραπετεύσουμε!
Δεν ξαναβρίσκουμε τους συμμαθητές μας... Βρίσκουμε όμως οικεία πρόσωπα, φίλους, συμπολίτες, συγχωριανούς...
Δεν υπάρχει πλέον στη ζωή μας η δασκάλα μας για να μας στηρίξει ή για να μας λύσει τις απορίες... Υπάρχει όμως η πείρα μας απ’ όσα έπαθε – και πιθανόν έμαθε – ο καθένας μας στη διαδρομή του.
Δεν έχουμε βέβαια σχολικό σακκίδιο... Έχουμε όμως ένα γραμματοκιβώτιο γιομάτο λογαριασμούς!.. Που για να τους βάλουμε σε τάξη χρειαζόμαστε εξάπαντος ένα αριθμητάρι, με κόκκινες, κίτρινες και μπλε μπίλιες!!!
•••
Η αγορά της πόλης επανέρχεται σιγά-σιγά στους φυσιολογικούς της ρυθμούς... Οι κουβέντες δεν ξεσκολίζουν ακόμα από το θέρος... Πώς περάσατε; Σε ποιο νησί; Ήταν ακριβά; Στο χωριό ανεβήκαμε τον 15αύγουστο... Σου πάει το μαύρισμα... Οι άνθρωποι σχηματοποιούν το φθινόπωρο πιο πολύ σαν πρόθεση παρά σαν πράξη. Κανένας δεν θέλει ακόμα να αποχωριστεί το T-shirt, τις σαγιονάρες και την ανέμελη διάθεση... Θέλει όμως να νιώσει, ότι κάτι καινούργιο, θα διαφοροποιήσει την ζωή του προς το καλύτερο, έστω κι αν οι αριθμοί και τα οικονομικά μεγέθη προμηνύουν ακριβώς το αντίθετο.
Και μια κι αναφερθήκαμε στην αγορά, είναι άδικο να μην επισημάνουμε τα χαμόγελα και τις ζεστές κουβέντες με τα οποία οι εργαζόμενοι σε καλοδέχονται.
- Μα, θα πει κάποιος, τη δουλειά τους κάνουν. Τον πελάτη εξυπηρετούν. Να μην είναι ευγενικοί δηλαδή; Όχι, εδώ στην πόλη μας η ευγένεια δεν είναι τυπική κι απρόσωπη, όπως σε πολλά τουριστικά θέρετρα. ΕΙΝΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ.
Πολλές φορές, όταν περιμένω τη σειρά μου στον γνωστό φούρνο «Πορίκη» στην οδό Ανεξαρτησίας, παρακολουθώ πελάτες κυρίως γυναίκες να λένε στην υπάλληλο:
– Όχι το σταρένιο... Καλύτερα το σίμικτο. Μπαα, άστο φαίνεται πολύ ψημένο... Δως μου ένα ολικής,  όχι όχι αυτό, το άλλο, πιο πάνω, αυτό πίσω απ’ το καρβέλι...
Η Κωνσταντίνα, μια χαριτωμένη κοπέλα με κοντά μαύρα μαλλιά, βγάζει τις φρατζόλες τη μία μετά την άλλη, μέχρι η πελάτισσα να βρει επιτέλους αυτό που της αρέσει... Την παρακολουθώ λοιπόν και λέω, δεν μπορεί θα τσατιστεί! Η υπομονή έχει βρε αδερφέ ένα όριο.
Η Κωνσταντίνα, κάθε φορά με διαψεύδει. Όχι μόνο δεν δυσανασχετεί από τις υπερβολές και ιδιορρυθμίες των πελατών… Αλλά όπως η ίδια μου εξηγεί, χαμογελώντας εγκάρδια, νοιώθει ευχαρίστηση που βοηθάει, ώστε κάθε άνθρωπος να πάρει το ψωμί που επιθυμεί. Συμφωνεί το ίδιο και η Μαρία δίπλα της. – Δεν το κάνουμε από υποχρέωση, ούτε μας το επιβάλλει ο εργοδότης, το κάνουμε γιατί νιώθουμε την ανάγκη νάμαστε χρήσιμες και ωφέλιμες. Το ψωμί είναι πλέον πολύτιμο αγαθό, για το καθημερινό τραπέζι.
Τα τρία ευγενικά κορίτσια που εργάζονται στο φούρνο, ευτυχώς δεν αποτελούν εξαίρεση στη μικρή μας πόλη.
Γι’ αυτό το λόγο αλλά και για πάρα πολλούς ακόμη λόγους… Όσοι έρχονται στα Γιάννινα, δεν ξεχνούν ποτέ μήτε την πόλη, μήτε τους ανθρώπους της… Η φράση κλισέ που ειπώνεται συνήθως είναι: Αχ, τα Γιάννενα! Πέρασα τόσο ωραία και θέλω πολύ να ξανάρθω.
•••
Τα Γιάννενα όμως – όπως και κάθε μέρος του Πλανήτη – δεν τα νοσταλγείς για τα τοπία, για τα κτίσματα, καινούργια και παλιά. Δεν τα αφομοιώνεις στη σκέψη σου, σαν ιστορική διαδρομή, με ένδοξες μάχες και ήρωες θρυλικούς… Τα Γιάννενα τα εκτιμάς μέσα από την καθημερινότητά σου. Μέσα από τις μικρές, απλές συναναστροφές… Τις κοινότυπες κουβέντες στα μαγαζιά… Τα ευχάριστα συναπαντήματα… Είναι εκείνη η φράση, που θα σου πει μια άγνωστη γιαγιά στο δρόμο, με μαύρο μαντήλι: Από πού να πάω ψχημ’ για τα πρακτορεία, «ΨΧΗΜ’»… μόνο μια Ηπειρώτισσα μπορεί να στο πει έτσι.
•••
Θα πάρουν παρουσίες σε λίγες μέρες στα σχολεία και τα παιδιά βεβαίως θα είναι όλα παρόντα. Μακάρι να συνέβαινε το ίδιο και στη ζωή… Μακάρι στην αρχή της κάθε σχολικής χρονιάς νάμασταν όλοι παρόντες… Χμ… «Διακριτικοί άνθρωποι που φεύγουν το ίδιο διακριτικά όπως έζησαν». Αυτές οι κουβέντες αφορούν μια εξαιρετική κυρία που συναντούσα στη Λόρδου Βύρωνος, όταν πήγαινα στο κατάστημά της να ψωνίσω… Ήταν η κυρία Τασία Βαρδάκη. Δεν την γνώριζα προσωπικά, όμως πάντα με εντυπωσίζε το ήθος της, η φινέτσα της, η διάθεσή της να σε κάνει να νιώθεις όχι πελάτης αλλά φίλος.
Πηγαίνοντας πρόσφατα στο κατάστημα διεπίστωσα πως η γνώριμη, κομψή φιγούρα δεν ήταν εκεί. Κι η Λόρδου Βύρωνος μου φάνηκε άχαρη, όμοια με τα σπίτια, που οι ιδιοκτήτες τους τα σφαλίζουν και φεύγουν μακριά.
•••
Τελικά, εμείς οι ενήλικες δεν έχουμε πλέον την ευκαιρία να γράψουμε με τις κιμωλίες στον μαυροπίνακα… Ούτε θα μας δώσουν τα καινούργια σχολικά βιβλία… Έχουμε όμως τουλάχιστον το προνόμιο, να μην μπορεί κανένας να μας βάλει τιμωρία! Εφ’ όσον μάλιστα, όσο μεγαλώνουμε, δεν γινόμαστε ούτε καλύτεροι, ούτε χειρότεροι. ΓΙΝΟ­ΜΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ.

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Jenny Siamaleka F