Τα Εμποροπανηγύρια…

on .

Ο σκοπός των εμποροπανηγύρεων είναι φανερός. Σε μια εποχή που απουσίαζαν οι συγκοινωνίες και οι επικοινωνίες, η προσέλευση και συγκέντρωση πολλών ανθρώπων σε έναν καθορισμένο τόπο, δημιουργούσε, εκτός από εμπορικές και ανθρώπινες σχέσεις. Έδενε τους συγγενικούς δεσμούς και εξασφάλιζε τη συνέχεια των παραδόσεων. Οι εμποροπανηγύρεις στόχευαν στη διάσωση του προγονικού πολιτισμού με την ανταλλαγή απόψεων και ιδεών και οι κάτοικοι των απομακρυσμένων από αστικά κέντρα και απομονωμένων χωριών δέχονταν πολλαπλές ευεργεσίες. Αλληλοεξυπηρετιούνταν με την αμοιβαία ανταλλαγή προϊόντων και άλλων αγοραπωλησιών και αύξαιναν τα έσοδα των Μητροπόλεων και των Μοναστηριών με την ειδική φορολογία που έμπαινε στα προϊόντα, με σκοπό την ίδρυση, λειτουργία και συντήρηση σχολείων στα δύσκολα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, χρόνια σκοταδισμού και αμάθειας.
Τέτοια εμποροπανηγύρια γίνονταν στην παλιά πόλη της Πωγωνιανής (σήμερα Διπολίτσα Κονίτσης), στο Λάμποβο και στην Επισκοπή Βορείου Ηπείρου. Η Πωγωνιανή δεν έχει σχέση με τη σημερινή κωμόπολη της Πωγωνιανής (π. Βοστίνα). Παραδίνεται ότι χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Πωγωνάτο. Βρίσκεται στο σημερινό χωριό Δεπαλίτσα, πολύ κοντά στη Μολυβδοσκέπαστη. Ολόκληρη η επαρχία ονομαζόταν μετά Πωγωνιανή. Για την εμποροπανήγυρη της «Πωγωνιανής» γράφει στο ημερολόγιό του «Δωδώνη» ο Γάγαρης: «Στις 20 Αυγούστου τελείται εν Ιωαννίνοις πανήγυρις καλουμένη «ΠΩΓΩΝΙΑ­ΝΗ» και διαρκεί μέχρι τέλους του μηνός τούτου. Η πανήγυρις αύτη, εκ της Επαρχίας της Πωγωνιανής, ότε περί τας αρχάς της τελευταίας εκατονταετηρίδος (19ος αιώνας) κατεστράφη και πρωτεύουσα αυτής Δεπαλίτσα. Εν Ιωαννίνοις η Πωγωνιανή είχεν όψιν εμπορικήν, διαρκούσα, ως και εν Δεπαλίτσα επί δωδεκαήμερον. Εσυνάζοντο τότε εν Ιωαννίνοις οι κάτοικοι διαφόρων μερών της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Αλβανίας και επώλουν επί τόπου τα προϊόντα των ή αντάλλασον αυτά με τα ευρωπαϊκά. Ακριβώς ο χρόνος της καταργήσεως της πανηγύρεως αγνοείται».
Κατα τον Ι. Λαμπρίδη η εμποροπανήγυρη «Πωγωνιανή», «μετηνέχθη εις Ιωάννινα στα 1722 από τον Αλή Πασά διατηρήσασα το αρχοντικόν αυτής όνομα. Συνήρχοντο δε εις αυτήν, ου μόνον εκ των πέριξ σωρηδόν, αλλά και εξ άλλων πολλών της Ηπείρου μερών και εξ Ευρώπης. Η Δεπαλίτσα μετά της Μεσσαρίας μίαν και την αυτήν πόλιν αποτελούν την πρωτεύουσαν του τμήματος, ακμάσασαν ιδίως από ΙΔ’ εκατονταετηρίδος και αριθμούσαν μετά την προαστείαν και των δύο προς Β. παρακειμένων χωρίων 12.000 οικογένειες, 74 εκκλησίες και 44 κρήνας». Η Μεσσαριά ήταν το αρχοντικό τμήμα της πρωτεύουσας και η Δεπαλίτσα το εμπορικό. Η ακμή αυτή οφείλεται και στην καθιέρωση εμπορικής πανήγυρις, η οποία ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον νεώτερο (1335-1336). Αυτό το πανηγύρι για δύο αιώνες είχε μετατεθεί στην Επισκοπή της Βορείου Ηπείρου. «Επανήγαγε δε αυτήν το 1092 ο αυτοκράτορ Αλέξιος (1081-1118) ανάγνους διάφορα Χρυσόβουλα και συγγέλια από της 2ας εκατονταετηρίδος» (Ηπειρ. Εστία 1959, σ. 890).
Ο Χρ. Ρεμπέλης προσφεύγοντας στην παράδοση για τον καθορισμό της αρχικής κτίσης, γράφει στα Ηπειρωτικά Χρονικά του 1930: «Η παράδοσις ομιλούσα περί της πρώτης κτίσεως της Μονής Μολυβδοσκεπάστου, επί τη βάσει των προ πολλού εξαφανισθέντων Κωδίκων και Χρυσόβουλων, ανάγει την πανήγυριν ταύτην εις τους χρόνους του Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, ήτοι κατά το 670 μ.Χ. εις εποχήν δηλ. καθ’ ην εκτίσθη και η Μολυβδοσκέπαστος παρά το σημερινόν χωρίον Δεπαλίτσα, ο οποίος συνέστησε τότε και την Επισκοπήν Πωγωνιανής και την Μεγάλην Εμποροπανήγυριν της Μολυβδοσκεπάστου».
* * *
Πανήγυρις Λαμπόβου: Στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου υπάρχουν δύο χωριά με το όνομα Λάμποβο. Υπάρχει το Κάτω Λάμποβο, περίπου 20 χιλιόμετρα, μετά το Αργυρόκαστρο. Είναι η πατρίδα των Ζαππαίων, του Ευαγγέλη και του Κων/νου Ζάππα και γι’ αυτό ονομάζεται Λάμποβο του Ζάππα. Είναι και το Πάνω Λάμποβο, όπου υπάρχει ο ναός της Θεοτόκου χτισμένος από τον Ιουστινιανό (527-565) και ονομάζεται και Λάμποβο του Σταυρού. Βρίσκεται στο δεξιό μέρος του Δρίνου ποταμού, της κοιλάδας της Δερόπολης, απέναντι ακριβώς από τη Δερβιτσάνη, την κωμόπολη της Δερόπολης. Η εμποροπανήγυρη πραγματοποιούνταν στο Πάνω Λάμποβο του Σταυρού. Ο Νικ. Μυστακίδης (Ηπειρωτικός Αστήρ 1904) αναφέρει την ίδρυση του Βασιλικού Ναού της Παναγίας του Λαμπόβου πάνω στα θεμέλια παλιότερης εκκλησίας από τον Ιουστινιανό, ο οποίος διέταξε να γίνεται στην περιοχή αυτή και πανηγύρι, στο οποίο συγκεντρώνονταν πάνω από 10 με 12 χιλιάδες άνθρωποι.
Από τότε οι Λαμποβίτες γιορτάζουν τη μνήμη της εκκλησίας στις 8 Σεπτεμβρίου. Αργότερα το πανηγύρι αυτό μεταφέρθηκε (άγνωστο πότε και για ποιους λόγους) στη Λαμποβίστρα Παραμυθιάς (μισή ώρα ανατολικά της Παραμυθιάς), όπου πραγματοποιείται στις 16 με 20 Σεπτεμβρίου με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου.
Ο Μέγας Ιουστινιανός (Ηπειρ. Εστία 1960, σ. 143) παρεχώρησε την άδεια στον Πρωτοσπαθάριο Κων/νο Δρυϊνουπόλεως για την ίδρυση ναού της Παναγίας στο Λάμποβο. Μαζί με τη συνδρομή του παρεχώρησε και τόπο «είκοσι ζευγαρίων» για να καλλιεργείται και να χτίσουν και δυο μύλους (νερόμυλους), ώστε με τα εισοδήματά τους να συντηρούνται 12 ιερείς, που διορίζονταν με χρυσόβουλο. Αφιέρωσε επίσης και «Τίμιον ξύλον» βάρους 60 δράμια, με το οποίο κατασκευάστηκε ο «Τίμιος Σταυρός του Λαμπόβου», τον οποίον περιέφεραν στα χωριά του Πωγωνίου και Αργυροκάστρου. Άνθρωποι και ζώα περνούσαν κάτω από τον υψωμένο σταυρό για να τους προστατεύει από τις αρρώστιες.
* * *
Το εμπορικό πανηγύρι της Επισκοπής Δρυινουόλεως: Η Επισκοπή (Πάνω και Κάτω) βρίσκεται πάνω στη συνοριακή γραμμή Ελλάδος-Αλβανίας, δεξιά της δημοσίας οδού Κακαβιά-Αργυρόκαστρο. Στην Επισκοπή γινόταν την 2η εκατονταετηρίδα, μεγάλο εμπορικό πανηγύρι. Αργότερα με την ίδρυση της Μονής Μολυβδοσκεπάστου ο Κων/νος Πωγωνάτος, για λόγους ασφαλείας, το μετέφερε στην Επαρχία Πωγωνιανής, στην Πωγωνιανή. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος (1081-1118), έχοντας υπόψη του τα παλιότερα Χρυσόβουλα και Σιγγίλια, ξανάφερε την εμποροπανήγυρη στην Επισκοπή (1092), όπου παρέμεινε σχεδόν 200 χρόνια. Η μεταφορά της πανήγυρης από την Πωγωνιανή στην Επισκοπή είχε το λόγο της: Τα εισοδήματα του πανηγυριού της Πωγωνιανής ήταν πολλά, σε αντίθεση με της Επισκοπής. Κινδύνευε να σβήσει η Επαρχία. Με τη μεταφορά ο αυτοκάτορας πήρε 8.000 φλουριά για να χτίσει τον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στον Πέλακο. Στην Ηπειρ. Εστία, 1960, σ. 143 διαβάζουμε: «Από τον καιρό που δημιουργήθηκε η Εμποροπανήγυρη στην Επισκοπή, οι Δρυϊνοπουλίτες έζησαν ειρηνικά έως τον καιρό του Κων/νου του Πωγωνάτου έτος SPLE από δε του Χριστού ΧΞΕ. Ούτος ο βασιλεύς ακούσαι ότι ευρίσκονται 12 σκήται εις τον Πάτον του Δρυΐνου όρους, έστειλε και έκτισαν ναόν μικρόν μεν, όμως πολύ ωραίον εις την Υψηλήν Πέτραν, πλησίον των ασκητών και δώρισε χαρίσματα πολλά τούτου του ναού εις τον τόπον της Γάρδης. Εσήκωσε δε και την πανήγυριν την γενομένην εις τον Πέλακον και την μετέφερε εκ την Χαονίαν το μέρος και την ονόμασε Πωγωνιανή. Εις ταύτην εσυνάζετο πλήθος ανθρώπων και διήρκει ένα μήνα».
* * *
Άλλες εμποροπανηγύρεις: Στην περιοχή Πωγωνίου γίνονταν και άλλα πανηγύρια συνήθως σε μέρη που υπήρχαν μοναστήρια. Μέχρι και πριν από τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο τέτοια πανηγύρια γίνονταν στον Άι-Γιάννη των Φραστανών (σήμερα Κάτω Μερόπη), στον Άι-Γιάννη Βομηλού (σήμερα Σταυροδρόμι), καθώς και στο χωριό Πέπελη της Δερόπολης. Οι παλιότεροι θυμούνται και άλλα πανηγύρια, όπως της Σωπικής και του Ξηροβάλτου. Τα εμποροπανηγύρια άρχισαν όταν οι συγκοινωνίες ήταν υποτυπώδεις και οι γεωργοί και κτηνοτρόφοι είχαν ανάγκη να πουλήσουν ή να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους. Στην αρχή περιορίζονταν στην αγοραπωλησία φορτηγών ζώων. Αργότερα γινόταν αγοραπωλησία και γεωργικών και κτηνοτροφικών ειδών και μάλλινων υφασμάτων (βελέντζες, σαμαροσκούτια, μαλλιά, τυριά κ.λπ.). Διάφορα είδη, μπρούντζινα χαλκώματα, κουδούνια, κυπριά και τσοκάνια, γουδιά, μαγειρικά σκεύη, πριόνια, στυλιάρια, δικράνια, φτυάρια, αλυσίδες, ψαλίδια, τσαπιά, τσιαλακόπες, μαχαίρια, σουγιάδες, σαΐτες για πλέξιμο, λανάρια, ρόκες, αδράχτια, σφοντύλια, μαλλιά, τσαρούχια αντρικά και γυναικεία, κασκέτα, σκούφιες, σταυροί, βραχιόλια, φρούτα εποχής, όλα εκτεθειμένα για τους αγοραστές.
Δεν έλειπαν και οι καλόγεροι που πουλούσαν εικόνες, κορνίζες σκαλιστές, ξύλινα χουλιάρια από πυξάρι με σκαλίσματα, βιβλία με βίους των Αγίων και άλλα. Ανάμεσά τους οι σαράφηδες και άλλοι μικροπωλητές. Έστηναν το πρόχειρο μικρομάγαζο σε χώρο που τους παραχωρούσε η Επιτροπή του μοναστηριού.
Όλοι οι εμπορευόμενοι πλήρωναν νοίκι στην επιτροπή του μοναστηριού, ανάλογα με το είδος που πουλούσαν. Ο υπαίθριος φαρμακοπώλης διαλαλούσε τα φαρμακευτικά του βότανα, τοποθετημένα με τάξη σε πάνινα σακουλάκια ή σε μικρά κουτιά. Υπήρχαν απ’ όλα τα είδη: μαντζούνια, ελαφοκέρατα, λεβιδοχόρταρο, σαφράνι (για το βάψιμο της ομπόλιας και των μεταξωτών), βδέλες (για τους παχύσαρκους και αιματοπληθωρικούς), φωκόλαδο (για το ερυσίπελας), γυαργιαλοιφή (υδραργυραλοιφή), φάρμακα για τους μποδισμένους (αντρική ανικανότητα), στερφοβότανο, για τη στείρωση των γυναικών (το πουλούσαν κρυφά και σε υψηλές τιμές στις γυναίκες, δίνοντας συγχρόνως τις απαραίτητες οδηγίες για αποτελεσματική ενέργεια), χαμομήλι, φασκόμηλο, κινίνο σε χαρτάκια (σκονάκια) και άλλα γιατροσόφια.
Πολυάνθρωπα και ξακουστά τα εμποροπανηγύρια που σβήστηκαν και χάθηκαν. Ταξίδεψαν μαζί με τους κυνηγημένους σε ξένους τόπους, ακολουθώντας τις τύχες και τις περιπέτειες των ανθρώπων.