Η ίδρυση και προσφορά πατριδοτοπικών συλλόγων...

on .

Πριν από ένα αιώνα περίπου, ίσως και παραπάνω, λόγοι που ώθησαν τους συντοπίτες κάθε περιοχής της πατρίδας μας, ξενιτεμένους και μη, για να συμπήξουν και συστήσουν πολιτιστικούς, παραδοσιακούς και πατριδοτοπικούς συλλόγους, είναι κυρίως εθνικοί, πολιτιστικοί, παραδοσιακοί και κοινωνικοί.
1. Εθνικοί, Παραδοσιακοί και Πολιτιστικοί
Η επιθυμία, κυρίως των ξενιτεμένων, να αναβιώσουν, καλλιεργήσουν, προβάλουν και διατηρήσουν την εθνική και ορθόδοξη συνείδηση και τις παραδόσεις μας, τις αξίες του έθνους μας, τα έθιμα και ήθη του κάθε τόπου χωριστά και κατ’ επέκτασιν της πατρίδας μας γενικά.
Αποτελούν οι σύλλογοι αυτοί το ανάχωμα στις αλλοιωτικές και αλλοτριωτικές προσπάθειες της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης πραγμάτων, αφού αρνούνται οι συντοπίτες τον ξενόφερτο τρόπο ζωής, μέσα από τον οποίο δεν μπορούν να εκφραστούν ούτε και να επικοινωνήσουν. Είναι μια ισχυρή αντίσταση, γιατί η ίδια η παράδοση είναι αντίσταση και όχι οπισθοδρόμηση, όπως κακοβούλως ισχυρίζονται μερικοί. Αν ήταν οπισθοδρόμηση, θα είμασταν εύκολη λεία στις επιδιώξεις ξένων και αλλοτριωτικών δυνάμεων. Επειδή όμως προσκρούουν σε γερό «τοίχο», τη φοβούνται. Γι’ αυτό επιδιώκουν με κάθε αθέμιτο μέσο την εξαφάνισή της. Κλασικό παράδειγμα ο τέως διπλωμάτης των Η.Π.Α. Κίσινγκερ, που πάνω κάτω μας είπε: Ο Έλληνας είναι δυσκολοκυβέρνητος και δεν αιχμαλωτίζεται εύκολα˙ γι’ αυτό χτύπα τον στις ρίζες του και τα θεμέλιά του, ήτοι στην ιστορία, τη γλώσσα, τη θρησκεία, την οικογένεια και τις παραδόσεις του.
Αυτό επιδιώκουν και σήμερα ξένες ανθελληνικές δυνάμεις με τα σατανικά «παιχνίδια» τους εις βάρος της Ελλάδας, της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Δυστυχώς βρίσκουν και πρόσφορο έδαφος από κάποιους Έλληνες (!) και κυρίως πολιτικούς ή πολιτικάντηδες, οι οποίοι, εν ονόματι δήθεν της πολυπολιτισμικότητας, συμβάλλουν σ’ αυτήν την αλλοτρίωση της ελληνορθόδοξης συνείδησης. Σε αντίθεση με άλλους λαούς (λ.χ. Αυστραλούς, Ισραηλινούς κ.ά.) που κρατούν ως «κόρην οφθαλμού» τη θρησκευτική και εθνική τους συνείδηση και δεν επιτρέπουν το παραμικρό που να θίγει τις αξίες του πολιτισμού τους.
Σήμερα μάλιστα  που παρουσιάζεται κάποια πνευματική σύγχυση και εθνική εχθρότητα, εξαιτίας των ξένων προς την όλη ελληνορθόδοξη δομή της κοινωνίας μας επιδράσεων, η λαϊκή παράδοση (θρησκευτική και εθνική) συντείνει αποτελεσματικά στην εθνική αυτογνωσία και βοηθεί όλους μας να ξαναβρούμε τις γονιμοποιές πηγές της πατρίδας μας. Η καλώς νοουμένη παράδοση είναι παράγοντας διατήρησης της εθνικής και πνευματικής μας υπόστασης. Και αυτή ακόμα, για παράδειγμα, η τοπική/εθνική ενδυμασία έχει την πολύπλευρη αξία της. Η παραδοσιακή μας μουσική, οι ωραίοι και λεβέντικοι ελληνικοί χοροί, η τήρηση των ηθών και εθίμων (λ.χ. το κόψιμο της πρωτοχρονιάτικης πίτας κ.ά.), τα θρησκευτικά πανηγύρια, η τοπική ιστορία κ.λπ. συνιστούν τον λαϊκό, εθνικό και παραδοσιακό μας πολιτισμό. Είχε δίκιο ο διαπρεπής λογοτέχνης και αγιογράφος Φώτης Κόντογλου, όταν έλεγε ότι: «Ένας λαός που έχει χάσει την παράδοσή του είναι σαν τον άνθρωπο που έχει χάσει το μνημονικό του».
Τέλος, μέσα από τις πολιτιστικές δραστηριότητες των συλλόγων γαλουχούνται τα ηπειρωτόπουλα, τα κρητικόπουλα, τα ρουμελιωτόπουλα και όλα τα παιδιά απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας, με την τοπική τους παράδοση, τα έθιμα του τόπου τους, τις πολιτιστικές αξίες του έθνους μας, και έτσι προφυλάσσονται συγχρόνως από κάθε είδους αλλοτρίωση. Μυούνται στα παραδοσιακά νάματα οι νεότεροι, αλλά και οι ηλικιωμένοι θυμούνται και συγκινούνται μέχρι δακρύων.
Ας συνειδητοποιήσουμε καλά όλοι μας και μάλιστα οι αρμόδιοι της Πολιτείας και της Εκκλησίας το μεγίστης εθνικής σημασίας έργο των συλλόγων αυτών και ας συμπαρασταθούν ηθικά και υλικά στις προσπάθειές τους. Γιατί, χάνοντας ή αποκοπτόμενοι από την παράδοση, χάνουμε την πολιτιστική μας ταυτότητα.
2. Κοινωνικοί
Μεγάλες είναι οι θετικές επιπτώσεις στη συνοχή και την ομοψυχία των συντοπιτών ξενιτεμένων.
Καλλιεργείται η αλληλογνωριμία και συσφίγγονται οι αγνές κοινωνικές και φιλικές σχέσεις μεταξύ των καταγομένων από τον ίδιο τόπο και μεταφέρονται νοερά οι ξενιτεμένοι στα άγια χώματα του γεννήτορα τόπου τους. Αγαπούν τη γενέτειρα (το χωριό) υπερβαλλόντως, πονούν γι’ αυτή και ενδιαφέρονται για τη συντήρηση όλων των πολιτιστικών στοιχείων και κτισμάτων αυτής, όπως λ.χ. του σχολείου, της εκκλησιάς, των μνημείων, των νερόμυλων κ.ά. Γιατί όλα αυτά είναι δεμένα κυρίως με την παιδική τους ηλικία και διατηρούν ανεξίτηλα στην ψυχή τους έντονα τα παιδικά βιώματα. Έτσι ενισχύεται το κίνητρο για ευεργεσία και προσφορά στον τόπο τους, που ήδη έχει πάρει σάρκα και οστά ο ευεργετισμός ιδιαίτερα στο παρελθόν, αλλά δεν λείπουν ούτε και σήμερα οι ευεργέτες.
Οι πατριδοτοπικοί σύλλογοι είναι ο συνεκτικός ιστός των ξενιτεμένων στην Αθήνα, στις Η.Π.Α. και όπου γης, και αποτελούν σπουδαίο παράγοντα ζωής και προόδου για τα χωριά της καταγωγής τους.
Ο ξενιτεμένος επίμονα αρνείται να αποδεχτεί το γεγονός  της οριστικής και αμετάκλητης απομάκρυνσής του από τον γεννήτορα τόπο του. Έχει συνειδητοποιήσει εξάλλου πολύ καλά, ότι η απομάκρυνση από το αγαπημένο του χωριό, για να πάρει τον δρόμο της πικρής ξενιτιάς, δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής του αλλά ανωτέρας βίας (ανάγκη επιβίωσης κ.λπ.). Το υποδηλώνει και η ευχή και προτροπή της τότε πονεμένης μάνας: «Άντε, παιδάκι μου, να μάθεις γράμματα, να φύγεις απ’ εδώ και να ζήσεις σαν άνθρωπος».
Όλα αυτά συνέτειναν στη δημιουργία άσβεστου και μεγάλου πόθου σύντομης επιστροφής στο χωριό του. Αλλά σίγουρα αυτή … άργησε να πραγματοποιηθεί ή δεν έγινε καθόλου και ποτέ.
Είχε κατανοήσει πάλι ο ξενιτεμένος ότι υφίσταται μια σκληρή πραγματικότητα, όμως θα πρέπει να βοηθήσει στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης όχι μόνο του ιδίου αλλά και των αγαπημένων του προσώπων που άφησε πίσω (γονέων, γυναίκας, αδερφών κ.ά.).
Ιδρύοντας έτσι οι ετεροδημότες (ηπειρώτες, θρακιώτες, ρουμελιώτες και οι άλλοι από τις άλλες περιοχές της πατρίδας μας) τους συλλόγους, θα μπορούσαν να βοηθήσουν και στη λύση χρονίων προβλημάτων της γενέτειράς τους (λ.χ. ύδρευσης και άρδευσης, οδοποιίας, συντήρησης κτιρίων κ.ά.) στέλνοντας χρήματα στον τότε πρόεδρο της κοινότητας ή στον παπά της εκκλησίας.
Αξίζει πάρα πολύ η αγάπη και η υλική βοήθεια για πραγματοποίηση έργων στα χωριά μας, όπου ζουν και «φυλάττουν Θερμοπύλες» οι λίγοι εναπομείναντες αγρότες, που με τα ήθη και έθιμά τους αποτελούν στην ουσία τη ραχοκοκαλιά του έθνους αλλά και συμβάλλουν στη διατροφή των ανθρώπων της αστικής κοινωνίας και όχι μόνο. Όλες αυτές οι ενέργειες λειτουργούσαν στο παρελθόν,  πολύ περισσότερο σήμερα, λειτουργούν τονωτικά για τους κατοίκους των χωριών και τους ανέβασαν/-ζουν το ηθικό τους.

Γιατί η λειτουργία των συλλόγων είναι αναγκαία
«Δεν πρέπει να είμαστε το εγώ, αλλά πρέπει να είμαστε το εμείς». Τα λόγια αυτά του γενναίου Στρατηγού Μακρυγιάννη πρέπει να αντηχούν και σήμερα στ’ αυτιά μας, γιατί ίσως είναι και η μοναδική λύση στο πρόβλημα της ύπαρξης / συνέχειας ή μη των τοπικών συλλόγων, στους οποίους πρέπει να επικρατεί σύμπνοια και ομόνοια, απ’  όπου θα πηγάζει και η πρόοδος. Επομένως και η ύπαρξη αλλά και η αναζωογόνηση τέτοιων πατριδοτοπικών / πολιτιστικών  συλλόγων είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε και αίτημα των καιρών μας.
Σε μια εποχή που τα χωριά μας είναι τελείως εγκαταλελειμμένα, ερημωμένα, βορά των αρχαιοκάπηλων, αγυρτών, διαρρηκτών και κλεφτών, αλλά και η παρουσία της Πολιτείας σχεδόν ανύπαρκτη, είναι αναγκαίο η παρουσία και η δράση των πατριδοτοπικών συλλόγων να αποτυπωθεί σ’ αυτά ενεργά, όπως και στο παρελθόν.
Η προοπτική βέβαια των πολιτιστικών μας πραγμάτων σήμερα είναι δυσοίωνη, λόγω της ηθικής και οικονομικής κρίσης (άκρας λιτότητας) που περνάμε, και είναι επιβεβλημένο «πρώτα να ζει κανείς και έπειτα να φιλοσοφεί (primum vivere, deinde philosophari)», όπως έλεγαν και οι Λατίνοι. Θα πρέπει όμως να καταβάλουμε και κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διατήρηση των συλλόγων και την επιβίωση των χωριών μας μαζί με τον υπέροχο και ανυπέρβλητο λαϊκό πολιτισμό μας.
Μπορεί να εγκαταλείψαμε τα χωριά μας από αδήριτη ανάγκη επιβίωσης ή σπουδών ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, και γίναμε έτσι «εσωτερικοί μετανάστες». Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει να αποκοπούμε από τις ρίζες μας και τις καταβολές μας ούτε και από τις παντός είδους ομορφιές του τόπου μας.
Οι σύλλογοι έχουν την ευθύνη μαζί με τους αρμόδιους παράγοντες της Πολιτείας για το ξαναζωντάνεμα της υπαίθρου και των χωριών μας, που αποτελούν εθνικό κεφάλαιο. Η δυναμική και η αξία τους κράτησαν, κρατούν και θα κρατούν πολλά χρόνια, όσο άνθρωποι θα βρίσκονται μακριά από τις πατρογονικές τους εστίες.
Κλείνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι τοπικοί σύλλογοι επιβάλλεται να κρατηθούν ολόρθοι «σαν το έλατο» και ζωντανοί, και να συνεχίσουν το πολύτιμο εθνικό έργο που επιτελούν. «Αυτοί είναι, κατά την εκδότρια της εφημερίδας “Γορτυνία” Πέννης Καλύβα, η σπονδυλική στήλη της επαρχίας μας, αφού από τη μια πλευρά είναι οι μοναδικές φωνές που έχουν απομείνει να αγωνίζονται για τον τόπο μας, ενώ από την άλλη είναι η γέφυρα επικοινωνίας των Γορτυνίων (σ.σ. κατ’ επέκτασιν των ηπειρωτών, ρουμελιωτών κ.ά.) που μένουν στην Αθήνα με την πατρώα γη» («Γορτυνία», Φεβρουάριος 2016, σελ. 2).