Ποιος πληρώνει τον Ιμάμη;

on .

-  Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

Αχ, αυτό το μελτεμάκι! Καλοδεχούμενο. Πάνω στην ώρα, άρχισε να της χαϊδεύει το πρόσωπο. Τι ανακούφιση! Έγειρε λίγο καλύτερα στην πολυθρόνα της. Και οι κουρτίνες ανάλαφρες, καλοκαιρινές, σάλεψαν πέρα – δώθε, λες κι ήταν χαρούμενες, που τα παράθυρα ήταν όλα ανοιχτά… Τα οχήματα στο δρόμο λιγοστά και οι άνθρωποι στη γειτονιά φευγάτοι… Φόρτωσαν φουριόζοι αυτοκίνητα και μπαγκαζιέρες κι έφυγαν για τη θάλασσα, παίρνοντας μαζί τους ηχορύπανση, νεύρα, ρακέτες, κουτσομπολιά, αντιηλιακά, αντιζηλίες, καυγάδες, ψαροντούφεκα, λαϊκά άσματα, νευρώσεις και μικροκακίες… Ησυχία. Πολύτιμη Αυγουστιάτικη ησυχία… Γιατί; Γιατί αναρωτήθηκε ο Αύγουστος φεύγει πάντα τόσο γρήγορα! Ενώ είναι ένας μήνας τόσο νωχελικός; Να, μόλις προχτές ήταν του Σωτήρος και τώρα σε μια ανάσα φτάσαμε στης Παναγίας! Χμ, στη γιορτή της.
Τα παιδιά της, της παρήγγειλαν κιόλας, πως θέλουν το περίφημο γλυκό ψυγείου. Και η κόρη της η μεγάλη, απαίτησε να της φτιάξει σουφλέ με σπανάκι! Γιατί είναι λέει βετζετέριαν… «Εσύ μπορεί να είσαι κι Εσκιμώος, εγώ πού θα το βρω το σπανάκι τέτοια εποχή!» διαμαρτυρήθηκε η μάνα.
-Να πάρεις κατεψυγμένο!
Στις προσταγές σας, μαμζέλ. Ότι πείτε… Άκου κατεψυγμένο!
•••
Στο νου της ήρθε ακάλεστη εκείνη η γιαγιούλα στην Κομοτηνή, που πήγε στο μπακάλη και ζήτησε τρία κιλά κατεψυγμένα φασολάκια!.. Πού νάξερε η δόλια… Πού νάξερε…
Περίμενε, που λες, η γιαγιά νάρθουν τα εγγόνια της από τη Γερμανία. Ξενιτεμένα βλέπεις για λόγους βιοποριστικούς. Ήταν τρίδυμα. Δύο αγόρια, ένα κορίτσι. Είχαν μπει κιόλας στα δεκαοχτώ. Στο χωριό, στον Άρατο της Ροδόπης, έρχονταν κάθε καλοκαίρι. Η γιαγιά τους τάβλεπε να μεγαλώνουν κι αγαλίαζε η ψυχή της. Κρυφή της αδυναμία από τα τρία ήταν ο Χουσεΐν. Κάτι αλλιώτικο είχε αυτό το παιδί. Κάτι ξεχωριστό. Έτοιμος πάντα να βοηθήσει τον καθένα… Να μπει μπροστά, για τα αδέρφια του, λες κι ήταν υπεύθυνος γι’ αυτά κι ας είχαν όλα την ίδια ηλικία.
Στον Χουσεΐν λοιπόν άρεσαν όλα τα φαγητά της γιαγιάς του, μα πιότερο τα φασολάκια.
Ξημέρωσε Σάββατο του Ιούλη 23. Κίνησε λοιπόν η φτωχή γυναίκα να πάει στο σούπερ μάρκετ… Ήταν όλο χαρά. Όλο προσμονή… Σε λίγα 24ωρα έφταναν τα παιδιά της από το Μόναχο… Κι αυτή όπως πάντα θα τάχε όλα έτοιμα.
Μήτε που πρόσεξε πως οι συγχωριανοί της ήταν σκυθρωποί. Με μια θλίψη ανείπωτη στα μάτια.
Τους καλημέριζε πρόσχαρα κι αυτοί δεν είχαν το κουράγιο να της μιλήσουν… Να της πουν το μαντάτο… Ότι λίγες ώρες πριν –το απόγευμα της Παρασκευής, 22 Ιουλίου- στο εμπορικό κέντρο «Ολυμπιάς» του Μονάχου έγινε σφαγή. Και πως αυτή τη μαύρη ώρα τα εγγονάκια της βρέθηκαν εκεί για να ψωνίσουν.
-Τρία κιλά, κυρά Ντάιτσικ; Τι θα τα κάνεις όλα αυτά; Ρώτησε ο μπακάλης, που δεν είχε ιδέα…
Καρτερώ τα παιδιά! Απάντησε η γιαγιά και το πρόσωπό της φωτίστηκε σαν πολυέλαιος… Πού νάξερε η δόλια πως ο Χουσεΐν της θα επέστρεφε στον Άρατο σκοτωμένος… Χτυπημένος από έναν μακελάρη… Έτσι αναπάντεχα… Για το τίποτα… Ένας μακελάρης με σαλταρισμένο μυαλό, εμποτισμένο από το μίσος, που θρέφει το Κοράνι… Πρόλαβε όμως ο Χουσεΐν. Πρόλαβε την ύστατη στιγμή, να μπει μπροστά και να σώσει την αδερφή του, από βέβαιο θάνατο.
•••
Ανακάθισε στην πολυθρόνα της. Πήρε την βεντάλια της κι άρχισε να την κουνά πέρα – δώθε, σαν νάθελε με δαύτη να διώξει τούτες τις σκέψεις τις πικρές.
Άνοιξε το ραδιόφωνο, για να γυρίσει το νου της αλλού… Πολιτικό μαγκαζίνο. Μάλιστα. Ο Άδωνις Γεωργιάδης οργισμένος όπως πάντα ξιφουλκούσε με τον Φαήλο Κρανιδιώτη. Θέμα; Τι άλλο; Το τέμενος στον Ελαιώνα… Όλα τάχει η Μαργιορή, σκέφτηκε… Και καλά να γίνει το τέμενος… Τα λειτουργικά έξοδα; Τον Ιμάμη, τέλος πάντων, ποιος θα τον πληρώνει; Εύλογο ερώτημα. Ποιος; Φυσικά ο Έλληνας φορολογούμενος. Ταμάμ! Τον ρωτάς όμως τον Έλληνα φορολογούμενο, αν θέλει;
Αν θέλει βρε αδερφέ, να εντάξει στους φόρους του… Στον ΕΝΦΙΑ του… Στο ΦΠΑ του… Στο Κυριακάτικο ξύπνημά του… Ναι, ναι, στο ξύπνημά του. Γιατί πώς να το κάνουμε, άλλο είναι να σε ξυπνάνε οι γλυκόλαλες καμπάνες της Μητρόπολης, της Αγίας Ειρήνης, της Χρυσοσπηλιώτισσας, των Αγίων Αναργύρων… Οι καμπάνες από το Μετόχι του Πανάγιου Τάφου στους πρόποδες της Ακρόπολης… Κι άλλο να σε ξυπνούν οι επικλήσεις του Ιμάμη στον Αλλάχ.
Τον ρωτάς λοιπόν τον Έλληνα φορολογούμενο αν γουστάρει, να εξυπηρετεί το μισθολόγιο του Ιμάμη; Κι αν σου πει ναι, τότε πώς θα δώσει λόγο ο Έλληνας του 2016, μπροστά στον Στρατηγό Μακρυγιάννη… Μπροστά στον ανελέητο «εφιάλτη» του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη, του Αρχιστράτηγου –πάντων των Ελλήνων- Γεωργίου Καραϊσκάκη… Μπροστά στη Μόσχω τη Τζαβέλαινα και τη Δέσπω τη Μπότση. Τι θα απολογηθεί ο Έλληνας του 2016, ενώπιον της «DREEM TEΑM» του ‘21… Πως μάταια τάχα αιματοκυλίστηκαν, για να παραμείνουν απροσκύνητοι;
•••
Άπλωσε το χέρι της να πιάσει τα τσιγάρα μα ευθύς το μετάνιωσε. Άστο καλύτερα. Είναι άστοχο να ανάβεις τσιγάρο όταν τσατίζεσαι. Γιατί έτσι εκνευρίζεσαι διπλά! Και γι’ αυτό που σε απασχολεί και γιατί ξέρεις ότι ταυτόχρονα υπονομεύεις την υγεία σου.
-Πεπόνιααα… Μέλι τα πεπόνιααα, ο μανάβης…
Ένας πλανόδιος προσπαθούσε φιλότιμα να σπρώξει την πραμάτια του… Να βγει να πάρει; Μπα, είχε ακόμα κάτι γερμάδες στο ψυγείο. Άγευστους, όπως είναι πια όλα τα φρούτα, που ωριμάζουν με ανελέητη χρήση χημικών.
Τα μάτια της γλάρωσαν και λίγο σαν να αποκοιμήθηκε… Πω – πω τα τζιτζίκια συναυλία! Τέτοιο κέφι! Άδικα τα κατηγορούσε ο Αίσωπος για τεμπελιά κι ανευθυνότητα. Τα τζιτζίκια είναι ακαταπόνητοι τροβαδούροι του καλοκαιριού… Χωρίς αυτά τα μεσημέρια θάταν βαρετά…
•••
-Μαρία, Μαρία… Της φάνηκε τάχα μέσα στον ελαφρύ της ύπνο, πως άκουσε τη φωνή της μανούλας της… Ναι, την ξαναβλέπει σαν σε όνειρο… Στο μποστάνι τους. Φοράει εκείνο το εμπριμέ, το λιλά, που τόσο της πήγαινε… Και της γνέφει.
-Μαρία, εδώ είμαι, έκοψα κονίτσα… Το μποστάνι σιμά στη λίμνη, στα Χατζιαλίδια (έτσι ονομάζονταν το μέρος)…
Πόσο το αγαπούσε. Πώς μοσχοβολούσαν όλα… Με τι μεράκι οι γονείς της το φρόντιζαν…
Χαμογελούσε τώρα στον ύπνο της κι έκανε ν’ απλώσει το χέρι, να πάρει ένα «φιλί» πεπόνι… Μα η μάνα της όλο ξεμάκραινε…
Όνειρο ήταν λοιπόν. Σηκώθηκε κι άνοιξε την τηλεόραση. Θα πάω αύριο κιόλας στη Δουραχάνη, αποφάσισε. Στον σεβαστό μου πάτερ-Θανάση. Ν’ ανάψω ένα κερί για τους γονείς μου και να πάρω αντίδωρο από τα χέρια του.
Κοίταξε την οθόνη. Ένα νεαρό κορίτσι με καθαρό πρόσωπο και γαλάζιο βλέμμα, σκόπευε μ’ ένα πιστόλι. Έμοιαζε τόσο αποφασισμένη, τόσο συγκεντρωμένη, που της θύμισε τις ταινίες του Τζέημς Μποντ, όταν αυτός στοχεύει από μακριά.
Η κοπέλα συνέχισε με την ίδια επιμονή, με το ίδιο διαπεραστικό βλέμμα, να στοχεύει και να πυροβολεί. Η αντίπαλός της ήταν Γερμανίδα και είχε μια σκληρή έκφραση στο πρόσωπό της. Η Άννα όμως όχι. Η Άννα Κορακάκη από τη Δράμα, είχε μετουσιώσει όλη της την ύπαρξη στις βολές της. Η έκφρασή της, δεν ήταν ούτε σκληρή, ούτε ανταγωνιστική. Ήταν απλά η έκφραση του νικητή.
•••
Άρχισε να παίζει ο Εθνικός Ύμνος. Το ξανθό κορίτσι ανέβηκε κιόλας στο βάθρο. Κι η Μαρία όρθια στο καθιστικό της, σε στάση προσοχής, σκούπισε συγκινημένη τα μάτια της.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Jenny Siamaleka F