Αναζητώντας τους συγγενείς μας…

on .

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η κατοχή των Ιταλών και κυρίως των Γερμανών ήταν για την πόλη μας τα Γιάννινα και την πατρίδα μας παρελθόν κι όλοι προσπαθούσαμε να συνέρθουμε από τα δεινά τους κι ιδιαίτερα της σκλαβιάς.
Είχε αρχίσει όμως το «πικρό αγκάθι» του εμφυλίου πολέμου, που κι αυτός θα δημιουργούσε πολλά προβλήματα σε όλους μας.
Πάντως με τη λευτεριά μας από τους παραπάνω κατακτητές βρήκαμε την ευκαιρία να ψάξουμε για τους δικούς μας ανθρώπους, με τους οποίους δεν είχαμε επικοινωνία στο διάστημα της κατοχής και είχαμε χάσει τα ίχνη τους. Το ίδιο φυσικά έκαναν κι αυτοί.
Έτσι η θεια Αριστούλα, αδελφή του πατέρα μου, μας έστειλε γράμμα από την Αθήνα και ζητούσε να μάθει νέα μας και εάν «ο μέτρος είναι σωστός», που λέμε οι παλιοί Γιαννιώτες.
Επίσης μας ζητούσε να της στείλουμε μια φωτογραφία, για να μας δει όλους, που τόσο της «πόνεσε». Εκείνη και ο άντρας της, μας έγραφε, ότι γλίτωσαν από το θανατικό της πείνας, γιατί, λόγω επαγγέλματος, ήταν μαμή, πληρώνονταν σε είδη τροφίμων και εύκολα εύρισκαν λαχανικά από τους λαχανόκηπους της περιοχής της Νέας Φιλαδέλφειας, όπου κατοικούσαν.
Κοιτάζοντας σήμερα τη μεγεθυσμένη φωτογραφία, που έχω στο πατρικό μου σπίτι, παρόμοια με κείνη, που είχαμε στείλει στη θεια μου, θυμάμαι κείνο το καλοκαίρι του 1945, που αφού βάλαμε τα «καλά» ρούχα, μαζευτήκαμε μπροστά στο σπίτι για τη φωτογράφηση. Ο πατέρας κι η μάνα καθισμένοι σε δυο τρυπητές πλεγμένες πολυθρόνες του σαλονιού κι εμείς τα πέντε παιδιά τους σε ημικύκλιο πλάι και πίσω τους, χαμογελώντας όλοι, όπως μας είχε πει ο φωτογράφος, για να μας δει έτσι η θεια και να χαρεί. Επίσης θυμάμαι ότι, τα κοντά πανταλόνια και τα κοντομάνικα πουκάμισα, που φορούσαμε εγώ κι ο μεγαλύτερος αδελφός μου, κατά τη φωτογράφηση και που φαίνονται τόσο καλά στη φωτογραφία, γιατί ήμασταν στο πλάι τους, μας τα είχε ράψει, προ ημερών, γνωστή μας μοδίστρα, που είχε φέρει η μάνα στο σπίτι μας με μεροκάματο. Το ύφασμα ήταν από άσπρα καινούργια σεντόνια. Τα πανταλόνια από χοντρά καποτένια σεντόνια, ενώ τα πουκάμισα από λεπτά λινά. Αυτά τα είχαν αγοράσει οι γονείς μου μισοτιμής από μια γειτόνισσα, η οποία τα είχε από το Αγροτικό Οικοτροφείο, το οποίο οι Γερμανοί κατακτητές το είχαν κάνει νοσοκομείο, στο οποίο δούλευε η γειτόνισσά μας τους τελευταίους μήνες προ της απελευθέρωσης.
Από μακρινό συγγενή της μάνας μάθαμε ότι, ο υιοθετημένος από τους γονείς της αδελφός Γιώργος είχε πεθάνει κατά την περίοδο της μεγάλης πείνας στην Αθήνα, όπου εργαζόταν στα τραμ.
Δεν πρόλαβε να φύγει από κει για τα Γιάννινα, γιατί είχε αρρωστήσει και στο δωμάτιο, που έμεινε, κανείς δεν του συμπαραστάθηκε για να γειάνει, μια κι ο καθένας κοίταγε να σώσει το κεφάλι του. Έτσι χάθηκε ο θείος μου Γιώργος άρρωστος και νηστικός και είχε την τύχη του ανώνυμου πλήθους της κατοχικής Αθήνας, που πέθαινε στους δρόμους και στα σπίτια και θάβονταν ασυνόδευτο από συγγενείς σε ομαδικούς τάφους.
Το θλιβερό αυτό άγγελμα μας είχε γεμίσει όλους με θλίψη και δεν ήταν δυνατόν να συγκρατήσουμε τα δάκρυά μας κι ιδιαίτερα η μάνα, που είχε χάσει τόσο άδικα τον αγαπημένο της αδελφό.
Για τις οικογένειες τέλος των πρώτων εξαδέλφων της μάνας μου Θωμά και Βιργινίας, που κι αυτοί ζούσαν την περίοδο της κατοχής στην Αθήνα, μάθαμε από «πρώτο χέρι», που λέμε, γιατί το παραπάνω καλοκαίρι παρουσιάστηκε στο σπίτι μας η ξαδέρφη μου Ειρήνη. Η Ειρήνη ήταν η πρώτη θυγατέρα της θειας Βιργινίας, που είχε συνολικά έξι παιδιά.
Μετά το ξάφνιασμα όλων μας από την εμφάνισή της κι ύστερα από τ αγκαλιάσματα και τα φιλιά άρχισε να μας λέει τα νέα τους. Προ της μεγάλης πείνας στην Αθήνα κατόρθωσε, με πολλές δυσκολίες, να φύγει όλη η οικογένειά της απ' αυτή και ήρθε σε χωριό της Άρτας, που ήταν το χωριό του πατέρα της. Εκεί φιλοξενήθηκαν σε συγγενικά σπίτια, γιατί ήταν συνολικά οχτώ άτομα και με στερήσεις και στενοχώριες πέρασαν τα σκληρά χρόνια της κατοχής.
Ύστερα από την απελευθέρωση της πατρίδας μας γύρισαν στο σπίτι τους στα Νέα Λιόσια Αθηνών. Εκεί συναντήθηκαν με τον αδελφό της μάνας της το θείο μας Θωμά, ο οποίος έμεινε σχετικά κοντά στο σπίτι τους με τη γυναίκα του και ήταν καλά στην υγεία τους. Μετά απ’ αυτά μας είπε ότι ήρθε από την Αθήνα για να μείνει κοντά μας όλο το καλοκαίρι, για να ξεδώσει.
Αυτό μας χαροποίησε όλους και η μάνα της εξήγησε ότι, δεν υπάρχει πρόβλημα για τη φιλοξενία της, έστω κι αν η οικογένειά μας είναι μεγάλη, γιατί την περίοδο αυτή ο πατέρας και ο μεγάλος μου αδελφός κοιμόνταν στην κρεβατίνα, που ήταν φτιαγμένη στη μεγάλη αυλή του σπιτιού μας κι έτσι τα κρεβάτια τους ήταν άδεια.
Η κρεβατίνα ήταν κατασκευασμένη στο ψηλότερο σημείο του μποστανιού μας και στο μέσον σχεδόν αυτού, όπου ήταν και το σπίτι μας. Από κει ψηλά έβλεπαν και παρακολουθούσαν όλη την κίνηση του μποστανιού κι ιδιαίτερα τα βράδια, που κοιμόνταν εναλλάξ για τυχόν επίδοξους κλέφτες.
Το καλοκαίρι κείνης της χρονιάς περνούσε με μπόλικες δουλειές στο μποστάνι, με δουλειές στο σπίτι από τη μάνα και την αδελφή μου, για ν’ αντιμετωπίζονται τα φαγητά, τα γλυκά κι οι καφέδες των μελών της οικογένειας, των εργαζομένων στο μποστάνι και των φιλοξενουμένων. Εκτός από την ξαδέρφη την Ειρήνη φιλοξενούσαμε περιοδικά κι άλλους συγγενείς και φίλους, οι οποίοι έρχονταν να περάσουν μερικές μέρες κοντά μας, για την παρέα και την ησυχία και δροσιά, που είχε το σπίτι μας, επειδή ήταν στο μέσον του μποστανιού. Επίσης πολλοί ήταν οι καθημερινοί επισκέπτες στο σπίτι μας και ιδιαίτερα τα βραδάκια, που περνούσαν ευχάριστα κουβεντιάζοντας και πίνοντας ούζο με το σχετικό μεζέ.
Πλησιάζοντας να τελειώσει το καλοκαίρι η Ειρήνη έφυγε για το σπίτι της στην Αθήνα με την υπόσχεση ότι, θα μας έρθει και το άλλο καλοκαίρι.