Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας, ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου

on .

Τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου διακρίνονταν για την αρχιτεκτονική και κατασκευαστική τους μεγαλοπρέπεια. Μονάχα ένα από αυτά όμως διέθετε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρακτικής χρησιμότητας: Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο. Για τους ναυτιλομένους μία εγγύηση ασφαλούς επιστροφής στο λιμάνι, για τους αρχιτέκτονες μία παγκόσμια πρωτιά με το υψηλότερο κτίριο, για τους επιστήμονες ένα μυστηριώδες μέσο παρατηρήσεως και εφαρμογών, ο
Φάρος ακτινοβολεί σαν ένα λαμπρό κατόρθωμα της αρχαίας σκέψης.
Φάρος: Αυτή καθεαυτή η λέξη φάρος σημαίνει ένα φωτιστικό μηχάνημα που τοποθετείται επάνω σ’ έναν πύργο σε κατάλληλο σημείο της ακτής για να χρησιμεύει στη διάρκεια της νύχτας στους ναυτιλλομένους ως σημείο αναγνωρίσεως, για να ξέρουν πού βρίσκονται. Γι’ αυτό και αρχικά ο πύργος αυτός ονομαζόταν «Πυρφόρος Πύργος». Φάρος ονομάστηκε από τη στιγμή που ένας τέτοιος πύργος χτίστηκε στο νησάκι «Φάρος», που βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου.
Αναφορικά με την ονομασία του νησιού επικρατεί η άποψη ότι αποτελεί παράφραση του ονόματος «νησί του Φαραώ» (= Φάρος). Ο Μέγας Αλέξανδρος ένωσε το νησί και την ακτή με τον περίφημο βραχίονα «Επταστάδιον», μία μικρή ακτογραμμή που δημιουργούσε έτσι δύο λιμάνια. Πολύ σύντομα ο Φάρος έγινε συνώνυμος με την ίδια την πόλη της Αλεξάνδρειας. Όταν οι Άραβες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια το 641 μ.Χ., εθαύμασαν το τεχνολογικό επίτευγμα του Φάρου τον οποίο αποκαλούσαν «Ελ-Μανάρα». Ο θαυμασμός τους οδήγησε να δώσουν την ονομασία του στα πανύψηλα ιερά της θρησκείας τους, τους μιναρέδες. «Ελ-Μανάρα» (= Μιναρές).
Μετά τον θάνατο του Μεγ. Αλεξάνδρου και τον διαμελισμό της αυτοκρατορίας του, εξουσία στην Αίγυπτο ανέλαβε ένας στρατηγός του, ο Πτολεμαίος ο Λάγου ή Σωτήρ (323-283 π.Χ.), ιδρυτής της δυναστείας των Πτολεμαίων. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του στην Αίγυπτο 323-285 π.Χ., πραγματοποίησε πλήθος έργων σε όλη την επικράτεια και κυρίως στην πρωτεύουσα Αλεξάνδρεια. Περί το 290 π.Χ. συνέλαβε την ιδέα δημιουργίας ενός φάρου που θα έλυνε τα προβλήματα ναυσιπλοΐας στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, προβλήματα που δημιουργούσε η επίπεδη μορφολογία της ακτής.
Για την κατασκευή του έργου αυτού διέθεσε το ποσό των 800 ταλάντων, αξίας περίπου ανάλογης με αυτήν 21 τόννων ασημιού, όμως δεν γεύτηκε τη χαρά της υλοποίησης του έργου. Το έργο ξεκίνησε να κατασκευάζεται επί βασιλείας του υιού του και διαδόχου του, Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου (309-247 π.χ.), κυβερνήτη της Αιγύπτου την περίοδο 285-247 π.Χ., και θεμελιωτή της Αλεξάνδρειας ως κέντρον του παγκόσμιου πολιτισμού. Προς τιμήν του η πρωτεύουσα της σημερινής Ιορδανίας λεγότανε Φιλαδέλφεια. Σήμερα η Ορθόδοξη Μητρόπολη στο Αμμάν λέγεται Μητρόπολη Φιλαδελφείας.
Η κατασκευή του Φάρου κράτησε 12 χρόνια. Ολοκληρώθηκε το 275 π.Χ. Το μνημείο αφιερώθηκε στους Σωτήρες θεούς. Ο άνθρωπος που ανέλαβε την αποπεράτωση του έργου ήταν ο αρχιτέκτονας – μηχανικός Σώστρατος ο Κνίδιος, υιός του επίσης αρχιτέκτονα Δεξιφάνους που κατασκεύασε το στάδιο «Τέτρα» της Αλεξάνδρειας και βοήθησε στην κατασκευή του Φάρου.
Ο Σώστρατος στο έργο του είχε την επιστημονική υποστήριξη τόσο του Μουσείου όσο και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, των δύο κορυφαίων πνευματικών ιδρυμάτων της εποχής. Περήφανος για το δημιούργημά του ο Σώστρατος, όταν αυτό τελείωσε, επιθυμούσε να λαξεύσει στο οικοδόμημα την επιγραφή «Σώστρατος Κνίδιος Δεξιφάνους θεοίς σωτήρσιν υπέρ των πλωϊζομένων».
Ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφο όμως αρνήθηκε αυτή τη χάρη στον Σώστρατο. Ήθελε να υπάρχει μόνον το δικό του όνομα στο μεγάλο αυτό κτίριο. Τότε ο Σώστρατος με μια πονηριά ξεγέλασε τον Πτολεμαίο. Εσμίλεψε την παραπάνω επιγραφή και την επικάλυψε με ασβεστοκονίαμα, δηλαδή με γύψο. Μετά, επάνω στο γύψο σμίλεψε το όνομα του Πτολεμαίου Β’. Με τον καιρό ο γύψος, ως συνήθως, εφθάρει, εθρυματίστηκε και έτσι αποκαλύφτηκε η επιγραφή του Σώστρατου, η οποία παρέμεινε αναλλοίωτη, ενώ το όνομα του Πτολεμαίου θρυματίστηκε μαζί με το γύψο...
Από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου, ο Φάρος της Αλεξάνδρειας ήταν ο τελευταίος που καταστράφηκε.
Από περιγραφές που έχουμε από τους μελετητές που είδαν τελευταίοι τον Φάρο, έχουμε τα εξής στοιχεία: Η βάση του Φάρου, ένα υπερυψωμένο ισόγειο, είχε διαστάσεις περίπου 340Χ340 μέτρα, διαθέτοντας ισχυρούς κυματοθραύστες στις τρεις πλευρές προς το ανοιχτό πέλαγος και μικρούς πύργους με πολεμίστρες στις γωνίες. Το συνολικό ύψος του κτιρίου έφθανε στα 140 μέτρα και ήταν το υψηλότερο κτίσμα του κόσμου, με εξαίρεση τις πυραμίδες του Χέοπος και του Χεφρήνου.
Η διάρθρωση του οικοδομήματος αποτελείτο από τέσσερα επίπεδα, το ένα επάνω στο άλλο. Το πρώτο, υψηλότερο από όλα είχε ύψος 71 μέτρα, ήταν τετράγωνο, διάτρητο από παράθυρα και πλήθος δωμάτια, όπου στεγάζονταν οι μηχανικοί και οι φύλακες. Εντός του κέντρου του υπήρχε ένας υδραυλικός μηχανισμός, ένα είδος ανελκυστήρα, με τον οποίο ανέβαζαν διάφορα εφόδια και καύσιμα για τη φωτιά στην κορυφή. Το δεύτερο επίπεδο ήταν οκταγωνικό, γεμάτο με ελικοειδείς κλίμακες (σκάλες) και το τρίτο κυκλικό, στολισμένο με κίονες. Στο τελευταίο επίπεδο, στην κορυφή του Φάρου, βρισκότανε ο μηχανισμός αντανακλάσεως του φωτός. Υπήρχε φωτιά που έκαιγε συνεχώς και η οποία μέσω ευπαθών οργάνων, εξελιγμένων κατόπτρων, γινότανε αντανάκλαση σε μία απόσταση 300 ποδιών, περίπου 54 χιλιομέτρων. Στην κορυφή ήταν τοποθετημένο ένα άγαλμα του θεού Ποσειδώνα.
Για αιώνες ο Φάρος παρέμεινε άγρυπνος φρουρός της Αλεξάνδρειας. Η όψη του απεικονίστηκε σε νομίσματα, η φήμη του ταξίδεψε σε όλον τον γνωστό κόσμο. Η επίδραση, όμως, των στοιχείων της φύσης άρχισε να γίνεται αισθητή. Το 500 μ.Χ. ο αρχιτέκτονας Αμμώνιος (5ος-6ος αιώνας μ.Χ.) έκαμε επισκευές και συντήρηση του κάτω τμήματος του Φάρου και των κυματοθραυστών.
Από τη στιγμή που η Αλεξάνδρεια πέρασε στα χέρια των Αράβων (641 μ.Χ.), ανθρώπων με όχι και τόσο στενούς δεσμούς με τη Μεσόγειο, είχε αρχίσει η υποβάθμισή της. Όταν κάποια στιγμή ο καθρέπτης του Φάρου αφαιρέθηκε, δεν έγινε καμία προσπάθεια επαναφοράς του. Μονάχα σε αραβικές πηγές υπάρχουν αναφορές για περισσότερες από είκοσι σεισμικές δονήσεις που επηρέασαν την κατασκευή.
Τελικά το 1346 μ.Χ. το κτίριο του Φάρου κατέρρευσε ολοκληρωτικά, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο διάσημος Άραβας ταξιδιώτης Ίμπυ Μπαττούτα, που το 1349 μ.Χ. επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια. Ο επίλογος γράφτηκε το 1480 μ.Χ., όταν ο Σουλτάνος των Μαμελούκων Καιρμπάι θέλοντας να ενισχύσει την άμυνα της Αλεξάνδρειας, κατασκεύασε ένα μεσαιωνικό φρούριο επάνω στη θεμελίωση του Φάρου, χρησιμοποιώντας τις πέτρες που είχαν απομείνει από αυτόν. Το φρούριο ανακαινίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και κατεδαφίστηκε το 1882 από τους Άγγλους.
Το παράξενο που υπάρχει στις έρευνες που γίνονται σήμερα είναι ότι ένας ηλεκτρονικός μετρητής διαστάσεων καταγράφει από την ακτή υποβρύχιους λίθους, τους οποίους εντοπίζει μία συσκευή αντανακλάσεως, που επιπλέει στη θάλασσα. Οι πληροφορίες μεταφέρονται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όπου με ένα εξειδικευμένο τοπογραφικό πρόγραμμα λογισμικού ονόματι Caltop σχεδιάζεται η γενική άποψη του αρχαιολογικού χώρου. Είναι πραγματικά ειρωνικό να σκέπτεται κανείς ότι χρησιμοποιούνται υψηλής τεχνολογίας συσκευές του 20ού αιώνα μ.Χ., για να εντοπίσουν ένα τεχνολογικό επίτευγμα του 3ου αιώνα π.Χ.
Οι πληροφορίες που αντλούνται από τη βάση δεδομένων φωτίζουν τον τρόπο και τις τεχνικές κατασκευής. Η πλειονότης των ερειπίων είναι κατασκευασμένη από υλικά που ανακυκλώθηκαν ή παρασκευάστηκαν με κλασικούς αιγυπτιακούς τρόπους.
Η τεχνοτροπία είναι καθαρά Ελληνική και πιο συγκεκριμένα Μακεδονική. Η αντίθεση αυτή, υλικών και τεχνοτροπίας, φανερώνει και τη μέθοδο κτίσεως του Φάρου. Οι Έλληνες ανέλαβαν την αρχιτεκτονική του, ενώ οι Αιγύπτιοι διέθεσαν εργατικό δυναμικό εξοικειωμένο με τα συγκεκριμένα οικοδομικά υλικά. Το πλήθος των αγαλμάτων που ανακαλύφτηκαν και οι αποδείξεις των κτιρίων που διασώζονται υποβρυχίως σε καλή κατάσταση, δίνουν την εντύπωση ότι ο Φάρος αποτελεί τμήμα μίας μεγαλύτερης οικοδομικής κατασκευής.
Ανάμεσα στα τόσα άλλα, ανελκύστηκε από το βυθό του Φάρου και το άγαλμα του Πτολεμαίου ύψος 9,5 μέτρα και βάρος 21 τόνων. Το άγαλμα μεταφέρθηκε στο Παρίσι. Μέχρι το 1997 καταγράφηκαν 2.500 ευρήματα, με το 99% από αυτά να ανήκει σε διάφορες κατασκευές του Φάρου. Όλα αυτά φαίνεται να αποτελούν μόνον τα επιφανειακά στρώματα μιας λαμπρής κατασκευής. Για την ανακάλυψη των βαθυτέρων πτυχών απαιτείται η ολοκλήρωση των ερευνών. Έρευνες που βρίσκονται ακόμη σε πρώιμα στάδια και που αποτελούν μία πρόκληση για τον επιστημονικό κόσμο...
Όπως βλέπουμε, δεν ήταν μια απλή οικοδομή ο Φάρος της Αλεξανδρείας. Ήταν ένα πολυσύνθετο δημιούργημα που εκπλήσσει τους σημερινούς ερευνητές. Δικαίως, λοιπόν κατατάχτηκε στα εφτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Από αυτά τα πέντε είναι Ελληνικά δημιουργήματα. Ξένα δημιουργήματα: Η πυραμίδα του Χέοπα στην Αίγυπτο και οι Κρεμαστοί Κήποι στη Βαβυλώνα της Μεσοποταμίας (σημερινό Ιράκ).