Φυτά και καλλυντικά στα παλιά Γιάννινα...

on .

Τα μποστάνια των Ιωαννίνων εκείνον τον καιρό, που ήταν γεμάτα ζωή, δεν έδιναν τα λαχανικά, τους καρπούς τους κ.λπ. μόνο για τη διατροφή των κατοίκων της πόλης και των γύρω χωριών, αλλά αυτά χρησιμοποιούνταν και για βότανα (ιλιάτσια), γιατί πολλά είχαν φαρμακευτικές ιδιότητες.
Εκτός από μερικά λαχανικά των μποστανιών, που χρησιμοποιούνταν και σαν θεραπευτικά βότανα, υπήρχαν και άλλα φυτά ή δέντρα, που φύτρωναν στα όχτια των μποστανιών ή στα ακαλλιέργητα μέρη τους και είχαν θεραπευτικές ιδιότητες, όπως και πολλά καλλωπιστικά φυτά ή άνθη, που φυτεύονταν στους κήπους τους.
Ήταν από παλιά γνωστό ότι, τα βότανα, οι ρίζες, τα λουλούδια, οι καρποί, οι χυμοί κρύβουν μέσα τους την υγεία, τη ζωή. Αυτά τα φυσικά στοιχεία είναι που γιάτρευαν (όσο γιάτρευαν) γενιές και γενιές, πριν γεννηθεί και αντρωθεί ο γίγαντας της φαρμακοβιομηχανίας και τα χρησιμοποιούσαμε κι εμείς, που ζούσαμε στα μποστάνια ή τα δίναμε σε όσους τα ζητούσαν και είναι πολλοί και σήμερα, που χρησιμοποιούν βοτάνια και γιατροσόφια.
Τα λαχανικά των μποστανιών που χρησιμοποιούταν για βοτανοθεραπεία προς αντιμετώπιση διαφόρων παθήσεων ήταν κυρίως τα αγγούρια, τα μαρούλια, οι ντομάτες, ο μαϊδανός, τα σκόρδα, τα κρεμμύδια, τα πράσα, τα καρότα, τα λάχανα, οι αγκινάρες, το σέλινο, τα φασόλια, το κουνουπίδι, τα ρεπάνια, το σπανάκι και ο αραβόσιτος (καλαμπόκι).
Τα άλλα φυτά και δέντρα, που είχαν τα μποστάνια και των οποίων τα φύλλα, τα λουλούδια, οι ρίζες και οι καρποί χρησιμοποιούνταν για ιλιάτσια ήταν ο βασιλικός, τα κλήματα (κληματόφυλλα), τα βάτα (βατόμουρα), το χαμομήλι, οι τσουκνίδες, οι καρυδιές (καρύδια και καρυδόφυλλα), οι συκιές (σύκα), οι μολόχες, οι παπαρούνες, η μέντα, οι βιολέτες, η λεβάντα, το δεντρολίβανο, τα χρυσάνθεμα, οι δαμασκηνιές (δαμάσκηνα), ο μάραθος, οι κυδωνιές (κυδώνια), η αγριάδα, τα γαϊδουράγκαθα, η μαντζουράνα, το γυαλοπλήθι, οι φρουξλιές (φρουξλάνθια), η γλυκομάνα, ο δυόσμος κ.λπ.
Πολλά μαντζούνια, που γίνονταν από τα παραπάνω βότανα, είχαν πολλές φορές θετικά αποτελέσματα κι έτσι όλα τα μποστάνια των Γιαννίνων είχαν επισκέπτες και για προμήθεια βοτάνων, εκτός από τα λαχανικά, που θέλανε για φαγητό.
Φυσικά εδώ δεν μπορώ ν' αναφερθώ ούτε περιληπτικά σε τι χρησιμοποιούταν τα πιο πάνω βοτάνια, πώς γίνονταν κ.λπ., γιατί θα χρειάζονταν πολλές σελίδες. Θ’ αναφερθώ μόνο για τ' αγγούρια και μάλιστα για τις αγγουρομάνες (ώριμα μεγάλα αγγούρια από τα οποία βγαίνει ο σπόρος τους).
Θυμάμαι μικρός στο σπίτι, που ήταν στο μέσον σχεδόν του μποστανιού μας, έλεγαν οι δικοί μου και οι συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, που έρχονταν σ' αυτό, ότι τ' αγγούρια κάνουν καλό στην επιδερμίδα και ιδιαίτερα ότι, «μι του ζ'μί απ' τ'ς αγ- γουρομάνις καθαρίζουν οι γ'ναίκις τα μούτρα».
Είχαμε διαπιστώσει τότε κι εμείς τα μικρά, τ' αδέλφια μου κι εγώ, ότι όταν καθαρίζαμε αγγούρι για να φάμε ή όταν το μεσημέρι η μάνα τα καθάριζε για σαλάτα και παίρναμε τις φλούδες και τις βάζαμε στο μέτωπο και στα μάγουλά μας αυτές μας δρόσιζαν κι αισθανόμασταν ευχάριστα στην κάψα του καλοκαιριού.
Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση ήταν το μαντζούνι- κατασκεύασμα (καλλυντικό) από το ζουμί των αγγουρομάνων, στο οποίο είχα συμβάλει κι εγώ, γι' αυτό και το θυμάμαι.
Το καλοκαίρι πλησίαζε να τελειώσει, ο πατέρας, που δεν άφηνε κανέναν να μπει στις αγγουριές να μαζέψει αγγούρια, γιατί το μάζεμά τους γίνονταν με προσοχή, για να μην πατιούνται οι ρίζες τους και πικρίζουν τ' αγγούρια, είχε διαλέξει τα πιο ίσια, μεγάλα και καλά για σπόρο. Έτσι οι αγγουρομάνες, ώριμες πλέον, περίμεναν το μάζεμά τους.
Αυτή την περίοδο ήρθε στο σπίτι μας η Ευθαλία, που κάθονταν στη συνοικία των Λακκωμάτων. Ήταν παλιά γνωστή της μάνας μου και αντάλλασσαν επισκέψεις τις γιορτές του σπιτιού και των συνοικιών και κυρίως αυτή με τη μητέρα της έρχονταν στη γειτονιά και στο σπίτι μας την ημέρα της γιορτής του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα κι εμείς πηγαίναμε σπίτι τους όταν γιόρταζε η εκκλησία της Περιβλέπτου της Ζωοδόχου Πηγής.
Η Ευθαλία ήταν εντυπωσιακή γυναίκα, όμορφη, ξανθιά, με ωραία επιδερμίδα και ντύνονταν έξαλλα για την εποχή εκείνη, που νομίζω ήταν μετά την ξενική κατοχή. Ερχόμενη λοιπόν συνάμενη - κουνάμενη σπίτι μας κι αφού ξεκουράστηκε, γιατί είχε έρθει ποδαρόδρομο από το σπίτι της, μια απόσταση δηλαδή δύο και πλέον χιλιομέτρων, κι αφού έφαγε ταζέτκο (φρέσκο) γλυκό του κουταλιού και ήπιε κρύο νερό από το πηγάδι μας, ζήτησε από τη μάνα μου να της δώσει αγγουρομάνες για να φκιάσει γιατροσόφι (καλλυντικό) για το πρόσωπο.
Απορημένη η μάνα της είπε: «Τι τς θέλ'ς τ'ς αγγουρομάνις μωρ Φταλία; Εσύ είσι χλωρή-χλωρή σαν φρέσκο γαλακτομπούρικο». Κι εκείνη απάντησε: «Να σ πω Λένκω, μπορεί να έχω καλή επιδερμίδα, αλλά φροντίζω να τη διατηρήσω έτσι».
Στη συνέχεια η μάνα της εξήγησε ότι δεν μπορεί να της δώσει ολόκληρες αγγουρομάνες, αλλά όταν ο πατέρας βγάλει το σπόρο θα της στείλει με μένα κομμάτια απ' αυτές για να βγάλει το ζουμί. Όταν δε της ζήτησε να μας πει πώς κάνει το «φάρμακο» αυτό για να το κάνει κι η μάνα μου με την αδελφή μου, για να το βάζει στο πρόσωπο η δεύτερη, εκείνη είπε ότι δεν αποκαλύπτει το μυστικό και ότι για την εξυπηρέτηση, που θα της κάνουμε, θα μας δώσει ένα μπουκάλι με φκιαγμένο καλλυντικό για την αδερφή μου.
Χονδρικά και αόριστα είχε πει ότι το παραπάνω ζουμί, αφού το στραγγίσει καλά και πολλές φορές με τουλπάνι (φακιόλι, τσεμπέρι), το βάζει σε πολύ καθαρά μπουκάλια κι αφού ρίξει μέσα τους και τριμμένα πικραμύγδαλα, γλυκερίνη και κάτι άλλο, τα βάζει στον ήλιο για μερικές μέρες, για βράσιμο, με μισάνοιχτα τα καπάκια τους.
Ύστερα από μερικές μέρες ο πατέρας έβγαλε το σπόρο από τις αγγουρομάνες κι η μάνα το απόγευμα της μέρας αυτής μου έβαλε σε μια πάνινη σακούλα (γιατί δεν υπήρχαν τότε νάυλον) μερικά κομμάτια απ’ αυτές για να τα πάω στο σπίτι της ωραίας Ευθαλίας.
Ο δρόμος από τον 'Αη-Γιώργη στα Λακκώματα ήταν, όπως είπα, αρκετός και για να ξεκουράζονται τα χέρια μου άλλαζα κάθε τόσο τη θέση της σακούλας, μια την έπαιρνα στο αριστερό χέρι και την άλλη στο δεξί. Έτσι έφτασα κουρασμένος, αναμμένος και ιδρωμένος στο σπίτι της Ευθαλίας, που όταν μου άνοιξε την πόρτα και με είδε με τις αγγουρομάνες μ' αγκάλιασε χαρούμενη και μού’σκασε κι ένα φιλί.
Ύστερα μ' έβαλε κι έκατσα στο μπάσι του χαγιατιού του ισόγειου σπιτιού τους, για δροσιά, το οποίο ήταν στρωμένο με μαυρόπλακα και σχεδόν γύρω-γύρω είχαν τενεκέδες ασβεστωμένους με διάφορα ωραία λουλούδια της εποχής.
Ενώ εκείνη τακτοποιούσε μέσα στο σπίτι τη σακούλα με το «πολύτιμο» φορτίο, η μητέρα της, μια γλυκιά γριούλα, που κάθονταν μαζί μου στο μπάσι, της φώναζε να μου φέρει ένα «τσικολατάκ» και κρύο νερό από «τη στάμνα, που το κρατάει κρύο» και που ήταν τοποθετημένη σε σκιερό μέρος του σπιτιού και είχε ρεύμα αέρος.
Αφού έφαγα το φοντάν (ζαχαρωτό με σοκολάτα απ' έξω) και ήπια και το κρύο νερό, έφυγα για το σπίτι μου, ενώ με ξεπροβόδιζαν οι δυο γυναίκες γελούμενες και λέγοντάς μου ευχαριστώ κι ενώ η Ευθαλία μου έβαζε στην τσέπη ένα δίφραγκο για φιλοδώρημα παρά τις από ευγένεια αντιρρήσεις μου (ενδόμυχα: τι τόθελες κι απαραίτητο είναι).
Μετά από λίγες μέρες η Ευθαλία έφερε στο σπίτι μας ένα μπουκάλι μ' ένα θολό πράγμα μέσα και είπε ότι είναι ζουμί από τις αγγουρομάνες, τριμμένα πικραμύγδαλα κ.λπ. και ότι πρέπει να το βάλουμε στον ήλιο περίπου δέκα μέρες κι ύστερα αφού το στραγγίσουμε καλά και τοποθετηθεί σε καθαρό μπουκάλι είναι έτοιμο για τον καθαρισμό του προσώπου.
Έτσι κι έγινε, η μάνα έβαλε το μπουκάλι σ’ έναν τοίχο έξω από το σπίτι για να το «βλέπει» καλά ο ήλιος και περίμενε να περάσουν οι μέρες για την τελευταία διαδικασία ωρίμανσης του καλλυντικού.
Αυτό όμως δεν έγινε, γιατί ένα μεσημέρι, που όλοι ξεκουραζόμασταν στο σπίτι ή στη σκιά των γύρω δέντρων, ακούσαμε έναν δυνατό κρότο και τρέχοντας προς το μέρος αυτό, είδαμε ότι το μπουκάλι είχε γίνει θρύψαλα και το περιεχόμενο του είχε χυθεί πάνω στον τοίχο. Φαίνεται η μάνα είχε κλείσει πολύ το καπάκι του μπουκαλιού κι από την κάψα του καλοκαιριάτικου ήλιου το περιεχόμενο παράβρασε κι εφόσον δεν βρήκε διέξοδο από το φυρό καπάκι έσκασε.
Το γεγονός αυτό το έμαθε η Ευθαλία και έφερε στην αδελφή μου μετά από μέρες ένα μπουκαλάκι με φκιαγμένο τελείως μαντζούνι κι αυτό έκανε κάθε χρόνο αφού πρώτα της δίναμε κομμάτια από τις αγγουρομάνες.
Μετά την κατάργηση των μποστανιών στα Γιάννινα, λόγω ρυμοτομίας τους για τη δημιουργία της οδού αποσυμφόρησης, χάσαμε την Ευθαλία από τις τακτικές της επισκέψεις στο σπίτι και στο μποστάνι μας, όπως έγινε και με άλλους, οι οποίοι έρχονταν στο μποστάνι για να πάρουν λαχανικά για φαγητό ή βοτάνια για γιατροσόφια.