Quo vadis Europa (Πού πάει η Ευρώπη;)

on .

Ποτέ άλλοτε, από την ίδρυση του κοινού οικοδομήματος το 1957, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όσο και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ιδέα, δεν πλήττονται με τόση σφοδρότητα.
Η Ευρώπη, ως θεσμική οντότητα -ήδη από την εκδήλωση της κρίσης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας- μετεωρίζεται,
παραπαίει. Όχι μόνον σε σχέση με τις -εν πολλοίς ανεκπλήρωτες, επίσημα ή συγκεκαλυμμένα- μακροοικονομικές επιταγές χωρών μελών της, όπως αυτές απορρέουν από τη θεμελιώδη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992. Σχετίζεται επίσης με κρίσιμα πολιτικά ζητήματα, ευρωπαϊκού και διεθνούς ενδιαφέροντος, στην κορυφή των οποίων βρίσκεται η, τρωθείσα, ισοτιμία, τόσο των εταίρων, όσο και η ανισορροπία των θεσμών που τη συγκροτούν. Κυρίως με την κατίσχυση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου -του κοινοτικού οργάνου λήψεων των κρίσιμων αποφάσεων και προσανατολισμών της. Πρόκειται για κρίση των θεμελίων της ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Ιδέα, η οποία υπερβαίνει την κυρίαρχη πολιτική, θεσμική και εδαφική της έκφραση -την Ευρωπαϊκή Ένωση- συνθλίβεται μεταξύ ενός καθεστώτος παρατεταμένης οικονομικής λιτότητας, που επιβάλει ο φερόμενος ως «ενάρετος», πυρήνας της. Αλλά και ενός φοβικού συνδρόμου έναντι των αυξανόμενων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών προς την επικράτειά της. Ταλανιζόμενη από τις ενοχές του αποικιοκρατικού της παρελθόντος και μιας ασαφούς αντίληψης περί ανεκτικότητας.
Τα φαινόμενα της διάκρισης μεταξύ «χωρών ειδικού βάρους και ισχύος» και των άλλων εταίρων, πολλαπλασιάζονται, σε βαθμό που να αποτελεί πλέον κοινή πρακτική, το κριτήριο «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Οι δημοσιονομικά «μη ενάρετοι εταίροι», από εξαετίας το βιώνουν.
Η αντίληψη περί επανεθνικοποίησης βασικών πολιτικών της ΕΕ -που θεωρούνταν ακλόνητο κοινοτικό κεκτημένο- αυξάνει, περισσότερο ή λιγότερο στα κράτη μέλη. Η δε έννοια του «απεξαρτημένου» κράτους έθνους, επανέρχεται ως κεντρικό τους ζήτημα.
Είναι πρόδηλο ότι ο κίνδυνος δεν προέρχεται από την προσήλωση στο κράτος έθνος - επέκταση του οποίου σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, δεν σημαίνει ασφαλώς οποιαδήποτε διάτρηση της εθνικής ιδέας- αλλά στο σωβινισμό της. Ο οποίος, όπως επισημαίνει ο Coudenhore Kalergi -εκφράζοντας αυτούς που αντιτάχτηκαν στη θηριωδία του πρώτου μεγάλου πολέμου- «δεν μπορεί να κατανικηθεί με έναν χάρτινο διεθνισμό' αλλά με τη βάθυνση και τη διεύρυνση του εθνικού πολιτισμού σε ευρωπαϊκό. Με τη διάδοση της γνώσης, ότι όλοι οι εθνικοί πολιτισμοί της Ευρώπης, αποτελούν στενά και αξεδιάλυτα συναρτημένα συστατικά μέρη, ενός μεγάλου και ενιαίου πολιτισμού...». Για αποφανθεί ότι αυτός «θεμελιώνεται σε χριστιανικό - ελληνική βάση».

Η ύβρις του ηγεμονισμού ή η διασάλευση ισορροπιών
Το εγχείρημα της, αναγκαίας, εξυγίανσης του δυτικού οικονομικού συστήματος, μετά την εκδήλωση της κρίσης στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, χρησιμοποιήθηκε, από τις κατά τεκμήριο εύρωστες χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα -αρχικά με τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ- τουλάχιστον σε κρίσιμες παραμέτρους, ως μέσο κατίσχυσης στη λήψη κοινοτικών αποφάσεων.
Οι υπαρκτές και ενίοτε έντονες παθογένειες και στρεβλώσεις των «απροσάρμοστων» με τις επιταγές της ΟΝΕ, αλλά και με σταθερότυπα διεθνών οργανισμών, αποτέλεσαν ισχυρό μοχλό πίεσης -αν όχι πειθαναγκασμού- ακόμη και σε θέματα που υπερβαίνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, από τους «οικονομικά ενάρετους», προεξέχοντος του Βερολίνου' το οποίο αναδύεται όχι ως «primus inter pares» -ευρωστία και μέγεθος το επιτρέπουν- αλλά ως ο επικυρίαρχος της ευρωπαϊκής σκηνής.
Διαφορίζονται, με τεχνικούς όρους, χώρες υψηλής ταχύτητος και οι άλλες. διαρρηγνύοντας εύθραυστες ισορροπίες, εσωτερικές και διεθνείς' καθιστώντας το δύσκολο μάθημα της συμβίωσης μεταξύ εταίρων, δυσχερέστερο αν όχι προβληματικό. Η ιστορία περιφρονείται.
Σ' αυτή την Ευρώπη οι περιμετρικές χώρες αποδυναμώνονται, αν όχι αποδομούνται, με ευθύνη, σε ικανό βαθμό, εταίρων του πυρήνα.

Οι εκφάνσεις ενός σύγχρονου δράματος
Το ζήτημα μιας πιθανής απένταξης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, «κυμαινόμενης» έντασης κατά περιόδους, -μία προοπτική, που δεν αποτελεί πλέον Δαμόκλειο Σπάθη για την κοινή της γνώμη- δεν συνιστά ασφαλώς μεμονωμένο φαινόμενο, αν και αποτελεί ειδική περίπτωση από μία άποψη. Αλλά εκδήλωση μιας καλπάζουσας ανισορροπίας, που κυμαίνεται μεταξύ ευρωσκεπτικισμού και υπεροψίας -που εκτρέφονται από μία απροκάλυπτη τάση επικυριαρχίας που εκδηλώθηκε με την κατάρρευση του ευρωπαϊκού δίπολου Βερολίνου - Παρισιού, κυρίως από τον πρώτο:
Η Βρετανία αποφασίζει με δημοψήφισμά στις 23 Ιουνίου την παραμονή της ή όχι στην ΕΕ. Δημοψήφισμα ζητάει στην Γερμανία το Die Linke, όπως και το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία για Frexit. Ενώ στην Ιταλία επίσης, ιδρυτική χώρα της ΕΕ, έχουν ενταθεί δημόσια αντίστοιχες φωνές.
Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κλυδωνίζεται από ακραίες πολιτικές εκφράσεις και επικίνδυνες νοσταλγικές τάσεις, που θριαμβεύουν σε χώρες όπως η Αυστρία και εντείνονται στη Γερμανία, ακόμη και σε Βαλκανικές χώρες. «Ανθίζουν» οι εκδηλώσεις απομονωτισμού στους κόλπους μελών της' ενώ ο εθνικισμός καλπάζει, δεν έχουν κοπάσει τάσεις απόσχισης στο εσωτερικό ευρωπαϊκών χωρών.
Κράτη μέλη, που αρέσκονται να θεωρούνται πρότυπα λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, επινοούν και μηχανεύονται πρωτόγνωρους τρόπους ανάσχεσης προσφυγικών ροών και μεταναστευτικών κυμάτων, υψώνοντας ακόμη και τείχη. Υιοθετούν κοντόθωρες φοβικές πρακτικές, αναντίστοιχες με τις αξίες που διέπουν μία Πολιτεία και της μεγαληγορίας που αποπνέει το όνομα' και οι οποίες (αρχές) αποτελούν τα ίδια τα θεμέλια της Ένωσης.
Αντί της στήριξής τους σε μία κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική -στη διαμόρφωση της οποίας συμμετέχουν, στους κόλπους των κοινοτικών οργάνων -παρεμβαίνοντας στο αίτιο, με ευρύτερες συνεργασίες. Για το λόγο αυτό, αποτυγχάνουν. Και είναι οι εκκλησιαστικές αρχές, που μεταφέρουν το μήνυμα της αξιοπρέπειας του ατόμου και της αλληλεγγύης.
Η Ευρώπη υποχωρεί σε φιλόδοξες γεωπολιτικές βλέψεις γειτόνων της από τρίτες χώρες, δίχως να την απασχολούν οι αξιακές εκπτώσεις. Οι δε ομαδοποιήσεις, όμορων ή όχι χωρών, όπως της Visegard (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία), που δεν φαίνεται να περιορίζονται σε ad hoc ευρωπαϊκού χαρακτήρα ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό, προοιωνίζουν ευρύτερες πολιτικές intra muros, στοχεύσεις.
Οι πολίτες της Ευρώπης, δεν αισθάνονται ότι η ΕΕ δίνει λύσεις σε καίρια ζητήματα της καθημερινότητάς τους, την ευημερία, το αίσθημα της ασφάλειας. Αντίθετα, σε ορισμένες περιπτώσεις επιρρίπτουν την ευθύνη στις Βρυξέλλες για την οικονομική δυσπραγία, την ανεργία, τη διόγκωση του μεταναστευτικού κύματος. Υπονομεύεται κατ' αυτόν τον τρόπο το αίσθημα της αναγκαιότητας συμμετοχής σε μία ευρύτερη οικογένεια.

Από την κρίση στην αμφισβήτηση
Είναι ωστόσο γεγονός, ότι η πορεία προς την ολοκλήρωση του ενοποιητικού εγχειρήματος της Γηραιάς Ηπείρου, από την εγκαθίδρυση των θεσμών το 1957 έως τις μέρες μας, πραγματοποιήθηκε, μετά ή εν μέσω κρίσεων. Ωστόσο η συγκυρία μιας παραπαίουσας, τρικυμιώδους Ευρώπης, σε τραγική υστέρηση με τις προκλήσεις της παγκόσμιας κοινωνίας και των ίδιων των ζωτικών αιτημάτων των πολιτών της, είναι σαφώς ξεχωριστή, δίχως προηγούμενο.
Θέτοντας, κρίσιμα ερωτήματα: Είναι αυτή η Ευρώπη που οραματίστηκαν οι ιδρυτικοί πατέρες, ο πιο γνήσιος εκφραστής των πιο υψηλών οικουμενικών αξιών; Ειρήνη, Δημοκρατία, Ισονομία, Ελευθερία, Αλληλεγγύη, Συνοχή, Ανεκτικότητα, Δημιουργία, Συνεργασία, Ασφάλεια, Δικαιοσύνη, Πρόοδος, Ευημερία. Ή ένα μόρφωμα που διολισθαίνει στη «σκοτεινή Ήπειρο» του παρελθόντος; Ποιο το νόημα μιας κοινής πορείας, όταν αυτή εκδηλώνεται ως έκφραση ενός απροσχημάτιστου ηγεμονισμού; Αντί μιας διαδρομής εταίρων στους δοκιμασμένους στόχους της συνεργασίας. Οι οποίοι εκτρέπονται, από παρωχημένες εγχώριες επιδιώξεις ενός, μικρόνοου, αδιεξόδου και κοντόθωρου «εθνικού εγώ».
Μπορεί μία Ευρώπη των φυγόκεντρων δυνάμεων, να διασφαλίσει τη μοναδική ευημερία, δημιουργικότητα και συνεργασία, που τη χαρακτήρισε, κοντά έξι δεκαετίες. Κι αν όχι, πιο «Υπόδειγμα Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής» -της πολιτικής, δηλ. θεσμικής, διοικητικής και γεωγραφικής της άρθρωσης- εγγυάται την παλιννόστηση της Ευρωπαϊκής Ιδέας.
(αύριο το β’ μέρος)