ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ: Η ελπίδα που φτερώνει τ’ όραμα για μια καλλίτερη ζωή…

on .

l Βράδυ συνηθισμένο. Μέρες γιορτινές χρονιάρες. Όμως η ανθρώπινη δυστυχία δεν ξέρει από γιορτές. Καθηλωμένοι στην εικόνα της τηλεόρασης για το βραδινό δελτίο ειδήσεων.
Πρώτο θέμα το προσφυγικό. Εικόνες, μαχαιριές στην ανθρωπιά μας. Οι βάρκες που βουλιάζουν, παιδάκια που πνίγονται, διασώστες – ήρωες που αγωνίζονται παλεύοντας με τα κύματα. Και παραπέρα στην ακτή μνήματα π’ ανοίγουν και θάβουν σαβανωμένη την ελπίδα σε πρόχειρους λάκκους!
Παγωμένος ο άντρας παρακολουθεί την ταφή της γυναίκας και των παιδιών του. Πνίγηκαν στη διαδρομή. Όπως και τα όνειρά τους. Ανελέητος ο φακός συνεχίζει. Δίπλα γέροντες καρτερούν υπομονετικά βοήθεια. Τη γιαγιά την κουβαλάει σαν τον Αινεία της Τροίας στους ώμους το παλληκάρι.
Κι ύστερα μονοπωλεί το ενδιαφέρον η Ειδομένη. Εκεί το παιδάκι με το τρομαγμένο βλέμμα που κλαίει. Πώς να το μερώσεις; Μεγάλωσαν πριν την ώρα τους. Γνωρίζουν του κόσμου την απανθρωπιά κι ας έπρεπε να παίζουν χαρούμενα με τις κούκλες και τα τρενάκια.
Τα μωρά που κοιμούνται ανέμελα στις λασπωμένες κουβερτούλες. Ο καθηγητής, ο ζωγράφος, ο υπουργός που καρτερούν μια καλλίτερη ζωή; Ο φοιτητής που διψά για μόρφωση; Ο έφηβος που ονειρεύεται μια καλλίτερη ζωή; Η έγκυος που περιμένει παγωμένη από ώρα σε ώρα να γεννήσει.

***
Το δράμα της Ειδομένης. Η απόλυτη δυστυχία. Ένα σμήνος από απελπισμένους πηγαινοέρχονται σαν τα μυρμήγκια. Τόσο είναι κοστολογημένη η ζωή τους, χωρίς σχέδιο, χωρίς σταματημό, αλλά μ’ ελπίδα. Η ελπίδα που φτερώνει τ’ όραμα «για μια καλλίτερη ζωή». Πλημμύρισε ο τόπος από δυστυχία.
Κι οι συζητήσεις «των μεγάλων» που συνεχίζονται ατέλειωτες. Με ψυχρή λογική, με ψυχρούς υπολογισμούς, σαν να μη μιλάμε για ψυχές, σαν να μη μετράει κάθε δευτερόλεπτο για τη ζωή ή το θάνατο, σαν να πρόκειται για ένα κοπάδι πρόβατα ή καλλίτερα ένα κοπάδι γουρούνια που κυλιούνται στα λασπόνερα της Ειδομένης.
Οι μέρες κυλούν, ίδιες και χειρότερες. Πουθενά φως, πουθενά διέξοδος. Η απόγνωση παραμονεύει. Κι έχει δικούς της δρόμους. Εκεί που η απελπισία, σπάζει τους φραγμούς της λογικής. Μετράς τη ζωή σου έτσι κι αλλιώς κι αποφασίζεις. Δεν έχεις τίποτε να χάσεις.
Είναι η ελπίδα που δίνει φτερά στο όραμα. Είναι ο στόχος, ο σκοπός που δεν υπολογίζει φραγμούς, δεν σταματά σε εμπόδια. Και σ’ οδηγεί σε μια οφθαλμαπάτη, εκεί που τρεμοφέγγει μια ελπίδα, σαν τον διψασμένο της ερήμου, στον αντικατοπτρισμό.
Δεν πιστεύω στα μάτια μου, αυτή την εικόνα της απόλυτης απελπισίας, της απόλυτης απόγνωσης, του απόλυτου παραλογισμού που δείχνει στη συνέχεια ο άσπλαχνος φακός, καθώς όλο αυτό το ανθρώπινο καραβάνι των γυμνών, των απελπισμένων παίρνουν την μεγάλη απόφαση: Την «Έξοδο» από της Ειδομένης την κόλαση…
***
Ανείπωτη η κινούμενη δυστυχία. Περπατούν, σέρνοντας τα πόδια τους, τρικλίζουν οι ανήμποροι, χοροπηδούν τα παιδάκια, δεν ξέρουν τι τα περιμένει.
Αφρισμένος ο χείμαρρος παραπέρα τους φράζει το δρόμο, όχι όμως και την ελπίδα. Δεν τον λογαριάζουν.
Σ’ ένα σκοινί από ακτή σε ακτή κρεμούν τα όνειρά τους. Και πιάνονται απ’ αυτό και παλεύουν με τα υπάρχοντά τους στους ώμους και τα παιδιά στην αγκαλιά! Αλλά παλεύουν μόνοι κι έρημοι. Έχασαν μάνα, πατέρα, αδέλφια, συγγενείς αγαπημένους. Τους μένει το όνειρο. Κλαίνε και συνεχίζουν. Πέφτουν. Βουλιάζουν στα λασπόνερα. Ξανασηκώνονται. Στηρίζει ο ένας τον άλλο. Το καρότσι του ανάπηρου γέροντα στη μάχη της φυγής και της επιβίωσης, βουλιάζει στα λασπόνερα της απανθρωπιάς.
Περπατούν, χάνουν παπούτσια κι υπάρχοντα. Όμως το χέρι πάντα στο σκοινί, στην ελπίδα. Πλησιάζουν, βρεγμένοι ως το κόκκαλο, νηστικοί, φοβισμένοι. Ο ανθρώπινος χείμαρρος νικάει τον φυσικό. Για πού; Ποιος τους καρτερεί και ποιός θ’ ανοίξει το σπίτι του να τους καλοδεχτεί;
Ποια εργοστάσια θα απορροφήσουν τα εργατικά χέρια τα πληγιασμένα, έστω και για ένα κομμάτι ψωμί;
Ποιο Πανεπιστήμιο θ’ ανοίξει τις πύλες του στους πρόσφυγες καθηγητές και φοιτητές;
Αναπάντητα ερωτήματα που δεν θέλουν να σκέπτονται. Τα απωθούν. Αρκεί να φτάσουν!
Φθάνουν στην απέναντι όχθη, ένα βήμα απ’ τ’ όνειρο. Όμως, ψηλός αγκαθωτός, σκληρός, άκαρδος κι αφιλόξενος ορθώνεται ο φράχτης, ο φράχτης των Σκοπίων!..
Σκορπίζουν. Ψάχνουν για περάσματα οι νιώτεροι. Εξουθενωμένοι οι γέροντες σωριάζονται. Κουβαριασμένα, αδύναμα, άδεια κορμιά, ξαπλώνουν μπροστά στο φράχτη της ανθρώπινης απανθρωπιάς.
Βρεγμένα τα γυναικόπαιδα στριμώχνονται να ζεσταθούν στις αγκαλιές των μεγάλων. Στραγγίζουν τα βρεγμένα ρούχα τους οι μανάδες. Τουρτουρίζουν.
Τα μωρά πιπιλίζουν την άδεια ρόγα στο στήθος της μάνας. Ξεγελιούνται. Λαγοκοιμούνται μερικοί… Απόκαμαν. Όμως δεν πρέπει να τους πάρει ο ύπνος, βρεγμένοι καθώς είναι, θα κοκαλώσουν.

***
Κι αν ανοίξει ο φράχτης; Να μην προφτάσουν να περάσουν! Περπατούν πάνω κάτω να ζεστάνουν τα μέλη τους! Με το αχαμνό χνώτο τους ζεσταίνουν τα χέρια. Βαλτωμένες ζωές για μιας πεντάρας όνειρα.
Ανήμπορα, ξέπνοα, παραπέρα κοιμούνται τα μεγαλύτερα. Τι να ονειρεύονται; Τον χαμένο παράδεισο του πατρικού σπιτιού που άφησαν ξεριζωμένα πίσω τους, ή τον άλλο που έπλασαν με τη φαντασία τους, που άσπλαχνα τους έταξαν και που τους περιμένει;
Απρόσκλητα τα δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια κι η καρδιά γοργοχτυπά.
Όχι δεν είναι δυνατόν. Δεν είναι αλήθεια! Η εφιαλτική όσο κι εύγλωττη εικόνα της τηλεόρασης φέρνει στο νου μου εκείνες τις εικόνες στο σκληρό χαρτόνι -μοναδικό εποπτικό μέσο διδασκαλίας- στα αξέχαστα σχολειά των χωριών μας μιας άλλης εποχής! Τότε, για να κάνω πιο ζωντανή τη διήγησή μου στην ώρα των Θρησκευτικών διδάσκοντας την Παλαιά Διαθήκη κρεμούσα στον πίνακα τις εικόνες: «Η έξοδος από τη σκλαβιά των Αιγυπτίων». «Η Διάβασης της Ερυθράς θαλάσσης». Κι ένιωθαν οίκτο, τα «παιδιά μου» και συμπονούσαν το πλήθος των γυμνών, ανυπόδητων και ταλαιπωρημένων που μ’ αρχηγό το Μωϋσή με το θεϊκό ραβδί αποφάσιζε την απελπισμένη έξοδο από την δύσκολη κι απάνθρωπη ζωή των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο.
Ώσπου έφταναν στην Ερυθρά Θάλασσα. Εκεί στέκονταν. Και τότε ο Μωϋσής χτυπούσε τα άγρια κύματα με τη ράβδο του κι άνοιγε δρόμο σωτηρίας…
Όχι! Αυτό που βλέπω δεν είναι η εικόνα της διάβασης της Ερυθράς θαλάσσης που έδειχνα μια ζωή στους μαθητές μου. Είναι η ζωντανή εικόνα της σύγχρονης σκληρής πραγματικότητας 2000 μετά τη γέννηση του Χριστού.

***
Το σκοτάδι αρχίζει να πέφτει στα Σκόπια και στις καρδιές, τ’ αγρίμια ουρλιάζουν καθώς μυρίζουν ανθρώπινη σάρκα, τα κορμιά τρέμουν. Λουφάζουν αδύναμα...
Ο χείμαρρος κυλώντας αδιάκοπα παρασέρνει παπούτσια, σκουφάκια, αλλά και ξεφτισμένα όνειρα, μαζί με τα προμηνύματα της γέννας μιας καινούργιας ζωής.
Θα βρεθεί τάχα σήμερα ένας Μωϋσής με το θεϊκό ραβδί του να οδηγήσει αυτό το καραβάνι των κατατρεγμένων, των γυμνών κι εξαθλιωμένων στη δική του «Γη της Επαγγελίας»;