Η κατάσταση της Παιδείας μετά την Άλωση...

on .

Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας η Παιδεία είναι συνυφασμένη με την ιστορία της Εκκλησίας, αφού οι περισσότεροι λόγιοι και διδάσκαλοι είναι κληρικοί. Η Άλωση της Πόλης αποτελεί ορόσημο στην πτώση του πνευματικού επιπέδου. Έκλεισαν τα σχολεία και οι ανώτερες σχολές. Έπαψαν να λειτουργούν και τα «κοινά» σχολεία, που πρόσφεραν στοιχειώδη μόρφωση.
Τα βιβλία σκορπίστηκαν κατά τη διάρκεια των αλώσεων των πόλεων ή πετάχτηκαν σε κάποια γωνιά όπου καταστρέφονταν από το χρόνο και την αμάθεια. Πνευματικοί θησαυροί εξαφανίστηκαν από την αδιαφορία και την αμέλεια των απογόνων των βυζαντινών.
Παρόλες τις καταστροφές από τους Τούρκους πολλούς κρυμμένους θησαυρούς προσφέρει μέχρι σήμερα ο τουρκοκρατούμενος ελληνικός χώρος. Η Ελληνική Παιδεία στην Ανατολή έπεσε σε τόσο χαμηλό επίπεδο, ώστε κινδύνευσε να εξαφανιστεί τελείως. Ακόμη και η ελληνική γλώσσα υπήρχε κίνδυνος να πάψει να ακούγεται. Έτσι το ελληνικό έθνος βαδίζει με το χρόνο σε ένα ζοφερό πνευματικό σκοτάδι.
Είναι γεγονός ότι μετά την Άλωση σημειώνεται πτώση του πνευματικού επιπέδου στις ελληνικές χώρες, αλλά δεν επικρατεί παντού απόλυτο σκοτάδι. Από τα τουρκοκρατούμενα κέντρα η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, ο Μυστράς κ.ά. εξακολούθησαν να διατηρούν σπίθες της κλασικής παιδείας, γιατί ορισμένοι λόγιοι παραμένουν στην πατρίδα τους και δεν φεύγουν να βρουν άσυλο στην Ιταλία, μετά την Άλωση.
Η κυριότερη εστία όπου διατηρήθηκε η σπίθα της Παιδείας ήταν η Πατριαρχική Σχολή, γνωστότερη αργότερα ως Πατριαρχική Ακαδημία ή ως Μεγάλη του Γένους Σχολή. Σ’ αυτή φοίτησαν εκατοντάδες νέοι, όχι μόνο από τις ελληνικές, αλλά και από τις άλλες χώρες της Χερσονήσου του Αίμου. Από αυτή απεφοίτησαν πολλοί θρησκευτικοί, πολιτικοί και πνευματικοί ηγέτες των Ελλήνων και των άλλων Βαλκανικών Εθνών.
Ως προς τα μαθήματα εκείνων των χρόνων δίδασκαν φιλοσοφία, ρητορική, θεολογικά και γραμματική. Άλλοι μάθαιναν στα κοινά σχολεία τα στοιχεία της γραμματικής και μετά με συνεχή ανάγνωση κατόρθωναν να εννοούν τα περισσότερα από αυτά που διάβαζαν στα γραπτά των Πατέρων της Εκκλησίας.
Εκτός από αυτούς τους άσημους δασκάλους υπήρχαν και άλλοι, οι οποίοι σπούδαζαν στην Ιταλία την αρχαία Ελληνική γλώσσα και, όταν επέστρεφαν στην Πατρίδα, την δίδασκαν και σε άλλους.
Αλλά και στις φραγκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, στην Κύπρο, Κέρκυρα, Κρήτη, υπάρχουν λόγιοι που διδάσκουν και αντιγράφουν κώδικες Στην Κρήτη το έδαφος παρουσιάζεται πιο πρόσφορο για την Παιδεία. Υπάρχουν αρκετοί λόγιοι και άλλοι φιλομαθείς, Έλληνες και Ιταλοί, Βενετοί κυρίως, που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην Κρήτη ή και ανώτατοι στρατιωτικοί ή διοικητικοί υπάλληλοι, που ενδιαφέρονται και ξοδεύουν πολλά για να αποκτήσουν ελληνικά χειρόγραφα. Το ενδιαφέρον αυτό για την Παιδεία, κυρίως τις ανθρωπιστικές σπουδές, τις ευνοεί η πνευματική επικοινωνία Κρήτης – Βενετίας, με αποτέλεσμα να δημιουργεί μια ολοένα και πιο ζωηρή φιλολογικη κίνηση.
Στα 1500 ιδρύεται στη Βενετία από τον Άλδο Μανούτιο η Νεακαδήμεια, η οποία συγκεντρώνει εκλεκτούς Ιταλούς και Έλληνες ανθρωπιστές. Αρχίζει να χαράζει η αυγή του ελληνικού διαφωτισμού.
Η πνευματική κίνηση από τη Βενετία αρχίζει να ζεσταίνει τις ψυχές των σκλάβων και όλο και διαλύει τα σκοτάδια της αμάθειας. Με την πρώιμη ανάπτυξη της ελληνικής τυπογραφίας ανοίγει ο δρόμος για την αφύπνιση του έθνους. Γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα η προσφορά των Ελλήνων στη Βενετία ήταν μεγάλη. Από την εποχή αυτή, για τέσσερις ολόκληρους αιώνες, στα ελληνικά αλλά και στα ιταλικά τυπογραφεία της Βενετίας, του Άλδου Μανούτιου και πολλών άλλων, Έλληνες κληρικοί και λόγιοι τυπώνουν χιλιάδες βιβλία με ποικίλο περιεχόμενο, εκκλησιαστικά, φιλολογικά, ιστορικά, γεωγραφικά, φυσικών επιστημών, λαϊκά μυθιστορήματα, διηγήσεις και άλλα.
Μετά τον θάνατο του Άλδου Μανούτιου υποχωρεί στην Ιταλία ο ζήλος για τη σπουδή των ανθρωπιστικών γραμμάτων. Ακμάζουν μόνο οι επικερδείς τέχνες και επιστήμες. Η κατάσταση της παιδείας στην σκλαβωμένη Ελλάδα απελπιστική. Ο δάσκαλος, που ήταν συνήθως κληρικός, δίδασκε στα παιδιά να διαβάζουν τα εκκλησιαστικά βιβλία, το Ωρολόγιο, την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι, τις διάφορες ακολουθίες. Η εκπαίδευση ήταν περιορισμένη στα λεγόμενα κολυβογράμματα. Ο δεσμός εκκλησίας-σχολείου, ο οποίος και στη βυζαντινή περίοδο ήταν στενός, τώρα έγινε στενότερος. Οι κάπως μορφωμένοι δάσκαλοι και ιερείς, δίδασκαν στους νάρθηκες των εκκλησιών στους νέους, όχι μόνο εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά και αποσπάσματα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
Οι νάρθηκες των εκκλησιών ήταν οι πιο κατάλληλοι τόποι για να διδάσκονται τα χριστιανόπουλα. Eκτός από τα κοινά σχολεία που λειτουργούσαν στον νάρθηκα των εκκλησιών ή σε κελιά μοναστηριών, δεν υπήρχε κανένα άλλο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Στα τέλη του 16 αι. το πνευματικό επίπεδο στην Ελλάδα βρίσκεται ακόμη σε χαμηλό επίπεδο. Αυτή την περίοδο, μέσα 16ου αι., έδρασαν και ορισμένοι ανώτεροι κληρικοί, που έδωσαν μεγάλη ώθηση στα γράμματα. Φροντίζουν για την πρόοδο των μαθητών που φοιτούν στα κελιά των εκκλησιών, στα σχολεία δηλαδή που συντηρούνται από τους πόρους των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων. Αναφέρουμε μερικούς φωτισμένους Πατριάρχες, όπως ο Ιωάσαφ Β’ (1555-1565), ο Ιερεμίας Β’ ο Τρανός, οι οποίοι συνέβαλαν πολύ στην ανόρθωση της Παιδείας και ενδιαφέρθηκαν ζωηρά για την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του ελληνικού έθνους. Στις προσπάθειες των φωτισμένων κληρικών ενώνουν και τις δικές τους προσπάθειες και κοσμικοί λόγιοι, είτε ζουν σε περιβάλλον δουλείας είτε στα ξένα και κινούνται με αισιοδοξία για την προκοπή του Έθνους.
Στα 1593 σημειώνεται ένα σπουδαίο γεγονός. Ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ ο Τρανός στη σύνοδο που συγκάλεσε, ανάμεσα στα άλλα, αποφασίστηκε να φροντίζουν οι ορθόδοξοι Μητροπολίτες να ιδρύουν σχολεία, στα οποία να διδάσκονται τα ελληνικά γράμματα. Από την εποχή αυτή γενικεύεται η ίδρυση σχολείων. Όμως, η παλιά νοοτροπία των μοναχών, των εκκλησιαστικών και κοσμικών αρχόντων, δεν μπορεί να αλλάξει από χρόνο σε χρόνο. Γενικά το χαμηλό πνευματικό επίπεδο των Ελλήνων εξακολουθεί να στενοχωρεί τους λογίους.
Παρόλα αυτά, γεγονός είναι ότι αρχίζει να αποτινάζεται η νάρκη, να ξυπνά ο ελληνικός λαός. Έτσι στις αρχές του 17ου αι. τα ελληνικά σχολεία πολλαπλασιάζονται και στην ηπειρωτική και στη νησιωτική Ελλάδα. Ανάμεσα στις ελληνικές σχολές εξακολουθεί να υπάρχει η Πατριαρχική. Τα πολιτιστικά κέντρα στα οποία παρουσιάζεται σχολική κίνηση είναι η Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα.
Στη Θεσσαλονίκη σημαντικοί δάσκαλοι διδάσκουν τους μαθητές για πολλά χρόνια. Στα Ιωάννινα φαίνεται ότι δεν διακόπηκε καθόλου η πνευματική παράδοση του Βυζαντίου, όπως αποδεικνύεται από τη σχολή των Φιλανθρωπινών που λειτουργούσε στη Μονή του Αγίου Νικολάου στο Νησί Ιωαννίνων. Επίσης στην Αθήνα στα τέλη του 16ου αι. λειτουργούν πολλά ελληνικά σχολεία. Η ανάγκη για μάθηση δεν είναι ακόμη αισθητή στον ελληνικό λαό και η αποστολή των εκπαιδευτικών δεν εκτιμάται ανάλογα με την προσφορά τους. Εκτός από την ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά παρατηρείται πνευματική αφύπνιση και ιδρύονται σχολεία.
Πολλοί εγκατεστημένοι στο εξωτερικό με τις διαθήκες τους ορίζουν ποσά για την ίδρυση και συντήρηση σχολείων στη γενέτειρά τους. Αξιοσημείωτο είναι οι προσφορές των Ηπειρωτών για την προαγωγή της Παιδείας στις πατρίδες τους και γενικά σε όλο το σκλαβωμένο έθνος. Με τα κληροδοτήματά τους ανακουφίζουν τους σκλάβους.
Καμιάς άλλης ελληνικής χώρας τα παιδιά δεν έχουν να επιδείξουν ανώτερα αισθήματα φιλαλληλίας και φιλανθρωπίας προς τους σκλάβους αδελφούς τους, όσα οι Ηπειρώτες ευεργέτες.
Η παιδεία του ελληνικού Έθνους επί Τουρκοκρατίας, καθώς και οι παράλληλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, θα πρέπει να μελετηθούν και να αξιοποιηθούν μέσα στις Κοινότητες που αποτελούν τον βασικό πυρήνα της κοινωνικής οργάνωσης των Ελλήνων στα χρόνια της σκλαβιάς.