H κυραμάνα…

on .

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

Η οικογένεια στα παλιά Γιάννινα ήταν περισσότερο συνδεδεμένη και τα στενά συγγενικά πρόσωπα ζούσαν μαζί στο ίδιο σπίτι.

Αυτό γίνονταν γιατί οι σχέσεις των ανθρώπων τότε ήταν πιο θερμές κι ανθρώπινες, δεν περιορίζονταν μόνο στην οικογένεια, αλλά τις έβλεπες και τις συναντούσες στο συγγενικό και φιλικό περίγυρο, στη γειτονιά και στην πόλη μας. Μπορεί τότε να υπήρχαν στερήσεις και δύσκολες καταστάσεις, αλλά υπήρχε η αγάπη κι ο ένας βοηθούσε τον άλλον με περίσσια φροντίδα.
Στις παλιές γιαννιώτικες οικογένειες υπήρχαν συνήθως ο πατέρας, η μάνα, τα παιδιά, ο παππούς και η γιαγιά. Οι δύο τελευταίοι μπορεί να ήταν γονείς του πατέρα ή της μάνας, εφόσον ζούσαν ακόμα. Θυμάμαι, όταν ήμουνα μικρός, ζούσε μόνο η μητέρα της μάνας μου, η οποία έμενε μαζί μας και τα αδέλφια μου κι εγώ τη φωνάζαμε κυραμάνα.
Η κυραμάνα ήταν μια γριά γυναίκα γλυκειά, ήρεμη και καλοσυνάτη και η παρουσία της κοντά μας συμπλήρωνε την οικογένεια έχοντας τη θέση της κι αυτή, όπως όλοι μας. Ήταν χήρα από πολλά χρόνια και φορούσε πάντα μαύρα ρούχα και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, ενώ στα πόδια της έβαζε δερμάτινα μαύρα πατίκια. Μ' αυτά κυκλοφορούσε μέσα στο σπίτι και έξω στην αυλή του, ενώ αν σπάνια χρειάζονταν να βγει στη γειτονιά, σε συγγενικό σπίτι ή να πάει στην εκκλησία φορούσε μαύρα στρωτά παπούτσια στα κουρασμένα της πόδια.
Ήταν πράγματι κουρασμένα τα πόδια της, γιατί, όπως μας έλεγε συχνά, η ζωή της, αφότου πέθανε ο άντρας της, ήταν τυραννισμένη. Είχε αναγκαστεί να ξενοδουλεύει σε σπίτια, πηγαίνοντας τα καλοκαίρια και στη Λίμνη όπου κοπάναγε με το μεγάλο ξύλινο κόπανο και έπλενε τα χοντρά μάλλινα ρούχα των οικογενειών αυτών και στα καπνοχώραφα, που ήταν τότε στο Βελισσάριο. Έπρεπε να δουλέψει για να τα βγάλει πέρα στο σπίτι της και για να μαζεύει την προίκα της μάνας, που πλησίαζε τα είκοσι και ήταν «σε ηλικία γάμου», όπως έλεγε.
Μετά το θάνατο της άλλης, νέας σχετικά, παντρεμένης κόρης της Κούλας και το γάμο της μάνας μου, η οποία άρχισε εν τω μεταξύ να γεννάει τα εφτά παιδιά της κάθε δύο χρόνια, ήρθε και έμεινε μαζί μας για αλληλοβοήθεια. Ήταν γερή ακόμα και πρόσφερε πολλές και ποικίλες υπηρεσίες στο σπίτι μας βοηθώντας τη μάνα στις δουλειές του σπιτιού, που ήταν αρκετές και δύσκολες για την εποχή εκείνη και για μια πολυμελή οικογένεια, καθώς και στο μεγάλωμά μας.
Μας γέμιζε όλους με την τρυφερότητά της, αλλά κι αυτή ένιωθε την οικογενειακή θαλπωρή και γλύκαιναν το γέρμα της ζωής της ένα χάδι, ένας τρυφερός λόγος και η φροντίδα μας γι' αυτή. Πρώτα ο πατέρας μας, που την πρόσεχε και την υπολόγιζε πολύ. Τη φώναζε βάβω και σε πολλά προβλήματα της ζωής και του σπιτιού μας άκουγε τη γνώμη της. Όταν έφερνε φρούτα ή διάφορα καλούδια για μας τα παιδιά, τη φώναζε και της γέμιζε τη σκούρα γκρι ποδιά της μ’ αυτά, για να μας τα μοιράσει εκείνη.
Με τη μάνα συνεννοούνταν για τις δουλειές του σπιτιού και η μία φρόντιζε την άλλη με αγάπη και στοργή. Δεν έλειπαν όμως και οι μικροκαυγάδες μεταξύ τους, που προκαλούνταν κυρίως όταν η μάνα μας χτυπούσε για φασαρίες, αταξίες και ζαβολιές, που κάναμε σαν παιδιά.
Εμείς τα παιδιά της οικογένειας, τα εγγόνια της, την σεβόμασταν και την αγαπούσαμε, γιατί το άγγιγμά της, το γλυκό ανθρώπινο άγγιγμά της, η φροντίδα της σε μας στο τέλος μετουσιώνονταν σε αγάπη για τον άλλο άνθρωπο με πρώτους τους γονείς μας και την κυραμάνα μας. Το χάδι της γιαγιάς ή του παππού, μας ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή και μας δίνει αυτή την ανθρώπινη υπόσταση, που αρχίζει να χάνεται μέσα στην τεχνολογική εποχή, που ζούμε. Η αγάπη της για μας ήταν μεγάλη και την έδειχνε με πολλούς τρόπους.
Έντονα παραμένουν στη μνήμη μου ενέργειές της γι' αυτή. Εκτός από τα φιλιά, τα χάδια και την αντίδρασή της, όταν μας χτυπούσε η μάνα, ήταν και το μεγάλο ενδιαφέρον και η ανησυχία της σε περίπτωση, που αρρωσταίναμε. Συμβούλευε τη μάνα να μας βράσει ή να μας κάνει διάφορα μαντζούνια (θεραπευτικά βότανα) για να μας περάσει η ανημπόρια. Δεν της αρκούσε το ξεμάτιασμα, που μας έκανε η μάνα με τα γαρίφαλα (μοσχοκάρφια) και μας ξεμάτιαζε κι αυτή με το λάδι από το αναμμένο καντήλι, που είχαμε στα εικονίσματα του σπιτιού. Εμένα, που ήμουν ο μικρότερος, με έπαιρνε στην ζεστή μεγάλη αγκαλιά της κι αφού ακούμπαγε τα χείλη της στο μέτωπο μου, για να δει αν έχω πυρετό με κουνούσε ελαφρά μουρμουρίζοντας το αγαπημένο μου νανούρισμα κι εγώ κούρνιαζα στην κυριολεξία σ' αυτή.
Η κυραμάνα μας ήταν και κινούμενη ιστορία της ζωής της τότε μικρής μας πόλης, γιατί με τα τόσα χρόνια που είχε ζήσει και ζούσε είχε πολλά να μας πει. Έτσι όταν η μάνα ή ο πατέρας δεν είχαν το χρόνο να μας απασχολήσουν τα βράδια και ιδιαίτερα τα κρύα βράδια του χειμώνα με ιστορίες και παραμύθια, αυτή μας μάζευε στα μπάσια του μαντζάτου και άρχιζε να μας λέει ιστορίες.
Μας διηγιόταν για τα παιδικά της χρόνια όταν μεγάλωνε στην Καραβατιά, για το σόι της που ήταν στη συνοικία αυτή των Γιαννίνων, για το γάμο της με το Νικόλαο Παλάσκα, που κατάγονταν από τη γνωστή οικογένεια των Παλασκαίων του ηρωικού Σουλίου και για την εγκατάστασή της στο σπίτι του στη Λούτσα. Μας έλεγε για τον άντρα της, για τα παιδιά της το Βαγγέλη, την Κούλα και την Λένκω, τη μάνα μας. Μας εξιστορούσε με συγκίνηση, πώς βρήκε ένα μωρό στην πόρτα της και το υιοθέτησε βαφτίζοντάς το Γιώργο.
Τα περισσότερά της χρόνια τα είχε ζήσει στα τουρκοκρατούμενα Γιάννινα, γι' αυτό πολλές ιστοριούλες και μισελέδες της, που μας τους έλεγε με την παλιά γιαννιώτικη λαλιά διανθισμένη με τούρκικες λέξεις, αναφέρονταν σε Τουρκογιαννιώτες. Αυτοί ήταν κακοί και καλοί. Οι πρώτοι δημιουργούσαν πολλές δυσάρεστες καταστάσεις σε βάρος των Ελλήνων χριστιανών Γιαννιωτών και μας περιέγραφε μερικές απ' αυτές, που συνήθως κατέληγαν και σε σκοτωμούς.
Με μεγάλη θλίψη μας εξιστορούσε πως τρεις απ' αυτούς είχαν σκοτώσει τον παπά της εκκλησίας της Περιβλέπτου, τις παραμονές της απελευθέρωσης των Γιαννίνων, ένα απόγευμα που πήγαινε στην εκκλησία για τον εσπερινό. Είχαν αφηνιάσει ακούγοντας ότι γρήγορα το Μπιζάνι θα «πέσει» και θ' ακολουθήσει η απελευθέρωση της πόλης μας, γι' αυτό έκαναν κάθε είδους κακών, όπως φόνους, τραυματισμούς, εμπρησμούς και λεηλασίες. Οι κακές τους αυτές πράξεις τους ανάγκασαν να φύγουν «νύχτα και σκοτάδι» όπως έλεγε η κυραμάνα, για την Τουρκία προτού έρθει η λευτεριά στα Γιάννινα, φοβούμενοι τη δίκαιη τιμωρία από τους Έλληνες.
Ήταν όμως και οι καλοί Τουρκογιαννιώτες, οι οποίοι ζούσαν στις γειτονιές των Γιαννίνων αρμονικά με τις οικογένειες των Ελλήνων Χριστιανών χωρίς να δημιουργούνται προβλήματα. Η αγάπη και η εκτίμηση, που είχαν μεταξύ τους φάνηκε, όπως μας έλεγε, όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Το τι κλάψιμο έπεσε κι από τις δυο μεριές δε λέγεται.
Με ιδιαίτερη συγκίνηση η κυραμάνα κάθε Φλεβάρη μας διηγιόταν πώς «έπεσαν» τα Γιάννινα κι ήρθε σ' αυτά η πολυπόθητη λευτεριά στους κατοίκους τους. Την αφήγηση της απελευθέρωσης της πόλης μας από τους Τούρκους την ακούγαμε απ' αυτή αλλά κι από τον πατέρα και τη μάνα, που είχαν ζήσει τα γεγονότα εκείνα σε διαφορετικές ηλικίες.
Η κυραμάνα δεν περιορίζονταν μόνο σε ιστορίες, αληθινές ή φανταστικές, αλλά μας έλεγε και πολλά παραμύθια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το παραμύθι, που μας έλεγε σε συνέχειες πολλές νύχτες και χρόνια ακόμα με τίτλο: «Της Σιαμποκατής καμώματα». Αναφέρονταν σε μια κοπέλα, που είχε κακιά μητριά και διωγμένη απ' αυτή έψαχνε μόνη της διασχίζοντας λαγκαδιές, λίμνες, βουνά και θάλασσες να βρει την τύχη της. Η διαδρομή της σ' αυτά ήταν δύσκολη γιατί την εμπόδιζαν δράκοι, τέρατα και κακές μάγισσες.
Αν ποτέ έβρισκε το καλό πριγκιπόπουλο ή βασιλόπουλο, που ήταν έτοιμο να την παντρευτεί και να τελειώσουν τα βάσανά της το έχανε, γιατί η μητριά της της έστελνε την κακιά μάγισσα και με μάγια την εξαφάνιζε και βρισκόταν από το παλάτι σ' ένα σκοτεινό δάσος γεμάτο ξωτικά. Από κει η Σιαμποκατή προσπαθούσε να ξεμπλέξει από την κακιά μοίρα της και οι περιπέτειές της συνεχίζονταν.
Η κυραμάνα ήταν καλή χριστιανή. Όταν μπορούσε πήγαινε συχνά στην εκκλησία και ιδιαίτερα στο εκκλησάκι του σπιτιού του Νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου. Παρακολουθούσε τις λειτουργίες και τις αγρυπνίες, που γίνονταν σ' αυτό και ιδιαίτερα στις αρχές του Γενάρη, που ήταν κι η γιορτή Του (17 Ιανουαρίου). Μια φορά το χρόνο κανόνιζαν αυτή και η μάνα σε συνεννόηση με την καλόγρια και πηγαίναμε στο σπίτι του Αγίου οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά του σπιτιού μας και κοιμόμασταν στο εκκλησάκι του.
Με ρεφενέ κανόνιζε με τη μάνα και με άλλες γυναίκες της γειτονιάς μας και με τις μεγάλες παραδοσιακές βάρκες με κουπιά πήγαιναν στο Νησί της Λίμνης μας και κάνανε λειτουργία σε μια από τις εκκλησίες του. Αυτό γίνονταν σε όλες τις εκκλησίες του Νησιού λίγες μέρες γρηγορότερα από τη γιορτή τους.
Προτού πάνε εκεί νήστευαν και στο τέλος της λειτουργίας μεταλάβαιναν κι ύστερα στο προαύλιο της εκκλησίας έστρωναν στρωσίδια και τρώγανε ότι είχανε φέρει μαζί τους από τα Γιάννινα. Αυτό γίνονταν και σε διάφορα ξωκλήσια γύρω από την πόλη μας, όπου πήγαιναν με τα πόδια, αν ήταν κοντά ή με το αμάξι με άλογο (παϊτόνι) του γείτονα αμαξά Λινάτσα.
Η κυραμάνα «κρατούσε» όλες τις σαρακοστές πέρα από τις Τετάρτες και Παρασκευές. Ήταν ικανή να περάσει ολόκληρο σαραντάημερο λιτοδίαιτα. Θυμάμαι ιδιαίτερα τις σαράντα μέρες της σαρακοστής προ των Χριστουγέννων. Έτρωγε νερόβραστα φασόλια ή φακές και τις περισσότερες φορές ένα πράσο, που το ροκάνιζε με τα λίγα δόντια, που της είχαν μείνει στο στόμα, αφού το «βουτούσε» σε ένα μείγμα από τριμμένα καρύδια, τριμμένη ρίγανη και κόκκινο καυτερό πιπέρι. Το λιτό αυτό φαγητό της συνοδεύονταν με λίγο σχετικά ζυμωτό σταρένιο ψωμί. Τρεις μέρες προτού μεταλάβει δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα. Περνούσαν οι μέρες αυτές με νερό και λίγο ψωμί, που πολλές φορές το μούσκευε στο νερό. Όλοι τη θαυμάζαμε για την συνήθειά της αυτή κι η μάνα τη μάλωνε λέγοντάς της ότι θα πεθάνει από την αναφαγιά. Εκείνη ήρεμα και χαμογελώντας της απαντούσε ότι δεν παθαίνει τίποτα και αντέχει, γιατί είναι «παλιό κόκκαλο».
Την κυραμάνα δεν την αγαπούσαμε μόνο εμείς του σπιτιού, αλλά και οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες και οι γνωστοί μας, γιατί ήταν καλή κι απονήρευτη, ευχάριστη και γλυκειά, που χαίρονταν να τη βλέπουν και να την ακούνε. Κι ενώ ήταν η αγαπημένη όλων μας υπήρχε κι ένας, που τη μισούσε και κοίταζε να της κάνει κακό.
Αυτός ήταν ο πέτος, που είχαμε με τις κότες στην αυλή του σπιτιού μας. Ήταν ένας κόκορας μεγάλος με πολύχρωμα φτερά και κυκλοφορούσε καμαρωτός και σκερτσόζος στον μπαξέ μας και πολλές φορές ανέβαινε σε κανένα ψηλό μέρος και μας θύμιζε την παρουσία του με τα κικιρίκου του. Ο πετεινός αυτός λοιπόν μόλις έβλεπε την κυραμάνα να βγαίνει στην αυλή και πολλές φορές να φωνάζει τις κότες για να τους ρίξει ψίχουλα ή καλαμπόκι, της ρίχνονταν επάνω στο κεφάλι και με τα νύχια των ποδιών του της τράβαγε το μαντήλι και με το ράμφος την τσίμπαγε σ' αυτό, βγάζοντάς της αρκετές φορές και αίματα. Στις φωνές της έτρεχε όποιος ήταν πιο κοντά κι απομάκρυνε τον πέτο.
Οι επιθέσεις του κόκορα είχαν πυκνώσει κι επειδή η κυραμάνα δεν μπορούσε ν' αντιδράσει, αν και την είχαμε εφοδιάσει μ' ένα ξύλο, για να τον χτυπάει όταν της ρίχνονταν, αναγκάστηκε ο πατέρας να τον σφάξει. Το ζουμί του βρασμένου πετεινού έγινε μια ωραία και μυρωδάτη σούπα και το μεσημεριανό μας φαγητό συμπληρώθηκε μ' αυτόν κοκκινιστό σε μερίδες κομμένο και τηγανιτές πατάτες. Τρώγοντάς τον λοιπόν ακούστηκε να λέει η κυραμάνα: «Μπορεί να μούβγαλες λακμάδες (κομμάτια δέρματος) ιμένα απ' του κιφάλ', αλλά κι ισύ μ' αυτό έφαες του κιφάλ'σ'».
Αυτή η αγαπημένη μας κυραμάνα, που μαζί της περάσαμε ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές, μια μέρα μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας και της πόλης μας από τους Γερμανούς έφυγε από τη ζωή ήσυχα, όπως ήρεμη ήταν σ' όλη της τη ζωή. Φαίνεται είχε τελειώσει «το λάδι στο καντήλι της ζωής της», όπως συχνά μας έλεγε για άλλους, που πέθαιναν.
Είχε περάσει τα ενενήντα κι όμως για μας ήταν ο δικός μας άνθρωπος ο αγαπητός, που γέμιζε την οικογένειά μας, γι' αυτό και ο χαμός της μας είχε στοιχίσει πολύ. Περισσότερο νομίζω είχα στενοχωρηθεί εγώ ο μικρότερος της εγγονός, γι' αυτό αισθανόμουν ένα βαθύ πόνο μέσα μου, που δεν θα την ξανάβλεπα και θα μου έλειπαν τα χάδια της, έστω κι αν είχα του πατέρα και της μάνας.
Σήμερα έχουν αλλάξει οι συνθήκες ζωής και με τη δικαιολογία κυρίως ότι δεν χωράνε τα σπίτια γέμισαν τα γηροκομεία και οι οίκοι ευγηρίας από πικραμένους γονιούς, παπούδες και γιαγιάδες. Έτσι λείπουν από τα παιδιά που μεγαλώνουν τώρα και βρίσκονται στην ηλικία των 2-10 χρόνων το χάδι και το παραμύθι του παππού και της γιαγιάς.