Σκόρπια Λόγια

on .

• Στον απόηχο της 21ης Φεβρουαρίου.
Πριν χρόνια κατέγραψα την μαρτυρία ατόμων, που ως παιδιά είχαν ζήσει την αναστάσιμη για τα Γιάννενα ημέρα της 21ης Φεβρουαρίου 1913.
Μεταξύ αυτών και η Κίτσα Καζαντζή, δέσποινα Γιαννιώτισσα με μεγάλη κοινωνική προσφορά, η οποία μας διηγήθηκε:
«Οι Γιαννιώτες είχαν ακόμη έντονη την πικρή ανάμνηση από τον πόλεμο του ’97 κι είχαν δισταγμούς, αλλά μετά τη διαταγή του στρατηγού Σαπουντζάκη να προχωρήση ο στρατός για τα Γιάννινα, οι ελπίδες αναζωπυρώθηκαν.
Με την λαχτάρα για την ποθούμενη ελευθερία άρχισαν να ετοιμάζωνται κιόλας – μετά τη διαταγή του Σαπουντζάκη – για να γιορτάσουν την απελευθέρωση, που δεν υπολόγιζαν ότι θα αργούσε ακόμη. Άρχισαν λοιπόν να ψωνίζουν άσπρο και μπλε πανί για να φτιάξουν σημαίες, μέχρι που παρατηρήθηκε έλλειψη στα μαγαζιά για το μπλε ύφασμα!
Μπροστά μου έχω πάντοτε την σημαία που έφτιαξαν οι δικοί μου από μπλε μάλλινο και άσπρο σατέν, αφού δεν βρήκαν τίποτε άλλο. Όλες οι Γιαννιώτισσες έρραβαν σημαίες, αλλά με το παραμικρό χτύπημα της πόρτας τις έκρυβαν από φόβο από τους Τούρκους.
Γι’ αυτό με την είσοδο του Ελληνικού στρατού, η πόλις ήταν σημαιοστολισμένη κι όλοι διηρωτώντο πού βρέθηκαν οι σημαίες!
•••
Το χαρμόσυνο νέο το πληροφορηθήκαμε νωρίς το απόγευμα – 20 Φεβρουαρίου – από τον γείτονά μας τον νεαρό Βλαδίμηρο Λαζαρίδη, γυιο του διερμηνέως του Ρωσικού Προξενείου, που ήλθε και μας είπε ότι: «Τα Γιάννενα έπεσαν» και ότι «αυτή την ώρα οι πρόξενοι και ο δεσπότης φεύγουν για την υπογραφή».
•••
Δεκατρείς μέρες φυσούσε δυνατός παγωμένος βοριάς στα Γιάννινα μέρα νύχτα, που σταμάτησε την 21η Φεβρουαρίου. Ξημέρωσε μια μέρα διάφανη, ζεστή, καλοκαιρινή, αναστάσιμη!
Με την ανατολή του ηλίου ήλθαν και χτύπησαν την πόρτα μας τέσσερες χανούμισες, κρατώντας μεγάλους μπόγους. Zητούσαν να τις προστατεύσουμε στο σπίτι μας. Απάντησα ότι δεν υπήρχε κανένας φόβος και ότι έπρεπε να γυρίσουν στα σπίτια τους και να μείνουν εκεί, όπως κι έγινε.
•••
Ντυθήκαμε όλοι μας με τα γιορτινά και βγήκαμε στην Πλατεία απέναντι από το Ρολόι. Εκεί καμαρώσαμε όλη την πομπή του Ελληνικού στρατού. Ο ουρανός γέμισε από κόκκινα φέσια, που οι Γιαννιώτες πετούσαν στον αέρα. (Τα κόκκινα φέσια ήταν δείγμα δουλείας).
Οι άνθρωποι δακρυσμένοι χαιρετιόνταν με το «Χριστός Ανέστη». Μια ξέφρενη χαρά ήταν διάχυτη παντού και οι λέξεις είναι πολύ πτωχές για να αποδώσουν τα αισθήματα αυτών των στιγμών.
Στην περιοχη του Αρχιμανδρειού τα μπακάλικα του Τζαλμακλή, του Τζαμίχα, του Γραμμενιάτη και του Μπάρκα είχαν ετοιμάσει μεζέδες με τουρσιά, λαχαραμιά και κερνούσαν όλους τους Έλληνες στρατιώτες. Όλοι χόρευαν, γελούσαν, γλεντούσαν μέχρι αργά, κι αφού είχε δύσει ο ήλιος. Όπως μας έλεγαν το ίδιο γινόταν παντού και ιδιαίτερα στην Καλούτσια».
•••
Και από την ύπαιθρο:
Στη διάρκεια των πολύμηνων και αιματηρών αγώνων για την εκπόρθηση του φρουριακού συγκροτήματος των Ιωαννίνων, πολλά έπαθαν τα χωριά 48 καταστράφηκαν ή πυρπολήθηκαν, ιδιαίτερα αυτά που ήταν στην πολεμική ζώνη. Οι κάτοικοι υπέστησαν τα πάνδεινα και για να γλυτώσουν τη σφαγή βγήκαν στα χιονισμένα βουνά.
Ο Τάσιο-Δάσκαλος, από τα Σερβιανά, γεννημένος το 1896, μου διηγήθηκε πως έζησαν οι κάτοικοι του χωριού τις τελευταίες πριν από την Άλωση ημέρες.
«Στις 6 Οκτωβρίου του 1912, λέει ο μπάρμπα-Τάσιος, μας έδιωξαν οι Τούρκοι αξιωματικοί από το χωριό μας. Αφήσαμε τα σπίτια μας μ’ όλη την περιουσία μας και πήγαμε στα Κατσανοχώρια, στο Λοζέτς. Φύγαμε κι από κει και πήγαμε στην Κορύτιανη, ενώ άλλοι πήγαν προς την Φιλιππιάδα.
Την περιουσία μας, τα πάντα μας τα πήραν τα τούρκικα αστέρια. Μας πήραν τα γεννήματα και τον ρουχισμό. Ρίχνουν τα σπίτια για να πάρουν την ξυλεία, χαλούσαν τα πατώματα, τα νταβάνια για ν’ ανάβουν φωτιά.
Οι γυναίκες πήγαιναν με τα πόδια στην Φιλιππιάδα, αγόραζαν λίγο καλαμπόκι, τώκοβαν στο Μύλο και τώφερναν και τρώγαμε.
•••
Με τη μεγάλη επίθεση στις 7 Δεκεμβρίου οι Τούρκοι κατέβηκαν στα Σερβιανά, στο Κουτσελιό. Στα Σερβιανά οι Τούρκοι είχαν επιμελητεία τροφίμων.
•••
Η παράδοση της φρουράς του οχυρού Μπιζανίου έγινε μέσα στα Σερβιανά, κοντά στην Παναγία. Ήταν πολύ ασκέρι. Εκεί στάθηκαν δύο αξιωματικοί Έλληνες από μια μεριά, που ύψωσαν τα ξίφη τους και κάτω από τα ξίφη των αξιωματικών μας πέρασαν οι Τούρκοι αξιωματικοί. Τ’ ασκέρι δεν πέρασε.
•••
Πρωτοπήγα στα Γιάννινα στις 5 Μαρτίου. Ήταν εκεί στρατός δικός μας. Όλος ο κόσμος χαίρονταν πώγινε ελληνικό. Τα Γιάννινα τα ήξερα καλά από το 1909, που φοίτησα στη Ζωσιμαία Σχολή. Ήμουν στην 3η Σχολαρχείου, με τον Καλούδη γυμνασιάρχη και τον Σιαγκούνη μαθηματικό. Έφυγα από τα Γιάννινα μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος στις 30 Σεπτεμβρίου 1912. Έκατσα στα Σερβιανά 5-6 ημέρες κι οι Τούρκοι μας έδιωξαν. Έχασα τα βιβλία μ’ απ’ το Γυμνάσιο, δυο φορεσιές που πήγαινα στο σχολείο.
•••
Στις 24 Φεβρουαρίου ανέβηκα επάνω στα οχυρά, στο Μπιζάνι. Πήγα και πούλησα γάλα στους Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικούς, που ήταν στους στρατώνες τους τούρκικους. Τα κανόνια ήταν στα πυροβολεία. Μέτρησα 14 ρόδες στο μεγάλο μέτωπο και 6 μικρότερα παραπέρα. Στο Μπιζάνι πηγαίναμε ελεύθερα με τα πρόβατα. Άφθονες οβίδες, αμέτρητα πτώματα, παντού. Πολλούς άρρωστους Τούρκους τους είχαν παρατήσει εδώ. Όσοι πέθαιναν εδώ τους έθαψε ο Στρατός μας και η Κοινότητά μας. Αυτοί στα μέτωπα δυσκολεύτηκαν πολύ από πείνα».