Η νεοελληνική κακοδαιμονία...

on .

l Στο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο: "ο ηγέτης ως ενσάρκωση του θεσμού" η καθηγήτρια της Διοικητικής Επιστήμης, Ιωάννα Τσιβάκου, διερευνά τα αίτια της κακοδαιμονίας που μαστίζει τον τόπο μας και, επιλέγοντας, αναζητάει τον τρόπο με τον οποίο "θα διαμορφωθούν επιτέλους οι συνθήκες εκείνες που θα ευνοήσουν την ανάδειξη της κατάλληλης και επαρκούς ηγεσίας και να μην την αναμένει ο λαός εις μάτην από την τύχη ή τον ουρανό, συχνότερα δε από ψευτοπροφήτες, μάγους ή τσαρλατάνους που υποκρίνονται τους ηγέτες χωρίς να είναι. Το αρνητικό χάρισμα μπορεί να αποδειχθεί χειρότερο από την απουσία του".
Στην τελευταία αυτή φράση αποδίδει η συγγραφέας την "κακοδαιμονία" που μαστίζει τον τόπο μας. Πρόκειται για ένα θέμα ουσιαστικό που απασχόλησε όλες τις οργανωμένες κοινωνίες από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας τους. Είναι γνωστό το δίλημμα ήδη από την ελληνική αρχαιότητα: "Δημιούργησε ο Περικλής το χρυσό αιώνα στην Αθήνα ή η Αθήνα ανάδειξε τον Περικλή"; Ή, αν θέλετε πιο απλά, δημιουργεί το άτομο την κοινωνία, διαλέγοντας τον τρόπο της συμπεριφοράς του, με αυθορμητισμό και ελευθερία, ή η κοινωνία δημιουργεί, με τους θεσμούς της, το άτομο και καθορίζει τον τρόπο της συμπεριφοράς του;
Το συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε είναι πως το άτομο μέσα σε μια κοινωνία είναι ταυτόχρονα δημιούργημα και δημιουργός, αποτέλεσμα και αφετηρία. Το θετικό αποτέλεσμα έρχεται μόνο εκεί όπου η κοινωνία και το άτομο υπάρχουν και δρουν σε συνάρτηση η μία με το άλλο. Προσωπικότητες μεγαλόπνοες συχνά ατύχησαν, γιατί το κοινωνικό περιβάλλον ήταν ανώριμο να δεχθεί το βάρος των οραμάτων τους. Δυνάμεις λαών σπαταλήθηκαν μάταια, γιατί δε βρέθηκαν άνθρωποι άξιοι να συντονίσουν και να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Κρύβει πολλή αλήθεια η απάντηση του Θεμιστοκλή προς τον Κυκλαδίτη πολιτικό από τη Σέριφο, που θέλησε να μειώσει τη δόξα και την αξία του, επισημαίνοντας ότι:
"Ούτε εγώ θα γινόμουν ένδοξος, αν ήμουν Σερίφιος, ούτε εσύ, αν ήσουν Αθηναίος".
Με αυτό το πνεύμα οι αρχαίοι μας πρόγονοι αντιμετώπισαν τους άρχοντές τους, ακόμα και τους πιο ξακουστούς από αυτούς, όπως ήταν ο Μιλτιάδης, ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής.
"Δίκαια τους συμπεριφέρθηκαν, γράφει ο Δημοσθένης· όταν ήταν χρηστοί ηγεμόνες τους τιμούσαν, όταν όμως επιχειρούσαν να τους αδικήσουν, τους εμπόδιζαν".
Εμείς όμως οι νεότεροι Έλληνες τι κάναμε;
Τον Ιωάννη Καποδίστρια που πάσχισε να φτιάξει, από τα ερείπια, Κράτος, τον δολοφονήσαμε. Το Χαρίλαο Τρικούπη που θέλησε να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα δεν τον εκλέξαμε ούτε βουλευτή και στη θέση του εκλέξαμε τον "Γουλιμή".
Τον Ελευθέριο Βενιζέλο που έφτιαξε την Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δυο Ηπείρων αποπειραθήκαμε, δυο φορές, να τον δολοφονήσουμε.
Και από τότε; Γέμισε η Ελλάδα από "Γουλιμήδες";
Αυτό ζήσαμε και στα χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης. Χρόνια κατά τα οποία κυριάρχησαν στο πολιτικό προσκήνιο οι γνωστές πολιτικές δυναστείες, και "έλαμψαν" με την παρουσία τους οι λεγόμενοι "αχθοφόροι του πατρικού και του οικογενειακού ονόματος".
Το αποτέλεσμα; Γέμισε η πολιτική σκηνή από κάθε λογής "απορρίμματα",  όπως είχε προαναγγείλει ήδη από το 1966 ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, τα οποία οδήγησαν τη χώρα στο σημερινό αδιέξοδο. "Ανιχνεύοντας πλέον –γράφει ο συνταγματολόγος καθηγητής Γιώργος Σωτηρέλης– τον τρίτο δρόμο προς τον καπιταλισμό και όχι προς το σοσιαλισμό, μετατράπηκαν σε πλήρως αποϊδελογικοποιημένους μεταμοντέρνους τεχνοκράτες της εξουσίας. Και σαν να μην έφθανε αυτό, η πολιτική σκηνή γέμισε από αμοραλιστές, αρριβίστες και τυχοδιώκτες οι οποίοι, χωρίς να έχουν υπάρξει ποτέ σοσιαλιστές ή να έχουν παλέψει έστω για κάποια ιδανικά, βρέθηκαν ξαφνικά προβεβλημένα στελέχη, υπουργοί ή και δελφίνοι, μόνο και μόνο γιατί εξαγόρασαν, με αμέριστη στήριξη από τα Μ.Μ.Ε., την υποτακτικότητά τους στα διαπλεκόμενα και στους σημερινούς πάτρωνες".  Αυτό ακριβώς είναι και το μήνυμα που αναδύεται από το πρόσφατο βιβλίο "Ο ηγέτης ως ενσάρκωση των θεσμών" της Ιωάννας Τσιβάκου. Μήνυμα σαφές και αξιοπρόσεχτο:
"Αν θέλουμε –μας λέει– να απαλλαγούμε από την κακοδαιμονία που μαστίζει τον τόπο, πρέπει να διαμορφώσουμε τις συνθήκες εκείνες που θα ευνοήσουν την ανάδειξη της κατάλληλης και επαρκούς πολιτικής ηγεσίας, και να απαλλαγούμε από τους κάθε λογής ψευδοπροφήτες, μάγους ή τσαρλατάνους που υποκρίνονται τους ηγέτες χωρίς να είναι".
Μια τέτοια "κατάλληλη και επαρκής ηγεσία" αναδεικνύεται, σε βάθος χρόνου, μέσα από κατάλληλους θεσμούς και διαδικασίες που επιβραβεύουν σε κάθε τομέα τη λαμπρή επαγγελματική και επιστημονική σταδιοδρομία, και τη συνακόλουθη με αυτές κοινωνική καταξίωση.
Με τους γνωστούς μηχανισμούς των κομμάτων και με τους κομματικούς σωλήνες, συνθήκες κατάλληλες για μια επαρκή πολιτική ηγεσία δεν μπορούν να διαμορφωθούν και η νεοελληνική κακοδαιμονία θα συνεχίζεται.