Ο θεσμός των Κοινοτήτων επί Τουρκοκρατίας…

on .

Η οργάνωση του ελληνικού κόσμου μετά την άλωση και η διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας, κάτω από σκληρές συνθήκες, είναι ένα θέμα καίριο για τον καταδιωγμένο ραγιά. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η σύνθεση των κοινοτήτων και η οργάνωση των αρματολικιών. Η διερεύνηση του θέματος επί Τουρκοκρατίας των ελληνικών Κοινοτήτων παρουσιάζει γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον. Είναι ένας θεσμός με εξέλιξη ιστορική, αλλά και εξέλιξη των τοπικών θεσμών. Οι γνώμες για το πρόβλημα της καταγωγής των Κοινοτήτων διαφέρουν. Οι επικρατέστερες ερμηνείες του προβλήματος είναι: Η ερμηνεία του Κ. Παπαρρηγόπουλου, ο οποίος θεωρεί ότι οι Κοινότητες επί Τουρκοκρατίας έχουν βαθιές ρίζες στις παραδόσεις του ελληνικού έθνους. Δεν διακόπηκε η ιστορική συνέχεια των κοινοτήτων και δεν έπαψαν να υπάρχουν από την αρχαία εποχή.
Ο Άγγλος διπλωμάτης Uryuhart γράφει ότι τη γένεση των Κοινοτήτων την προκάλεσε η είσπραξη των φόρων επί Τουρκοκρατίας. Ο Νικ. Μοσχοβίτης (Δημοτική διοίκηση εν Ελλάδι, Αθήναι, 1859) έχει τη γνώμη ότι οι κοινότητες είναι ίδιες με εκείνους τους βυζαντινούς οργανισμούς που δεν έχουν κανένα κοινό με την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή εποχή. Επικρατέστερη φαίνεται να είναι η άποψη του Κ. Παπαρρηγόπουλου, όπως φαίνεται από την επιβίωση των αγροτικών κοινοτήτων ελεύθερων χωρικών που επέζησαν.
Ο αριθμός των κοινοτικών αρχόντων στις ελληνικές αστικές και αγροτικές κοινότητες στην ηπειρωτική Ελλάδα επί Τουρκοκρατίας ποικίλει από τόπο σε τόπο. Το ίδιο συνέβαινε και για την οργάνωση, την εκλογή και τη σύνθεση των κοινοτήτων.
Στη Θεσσαλονίκη και στις Σέρρες παρατηρείται η ύπαρξη δωδεκαμελούς συμβουλίου, ενώ σε άλλες πόλεις έχουμε τον αριθμό των τεσσάρων επιτρόπων. Στις Σέρρες στις αρχές του 17ου αιώνα συναθροίζονταν όλοι οι χριστιανοί, «άπας ο λαός», «μικροί και μεγάλοι» στον ναό και ψηφίζονταν μάλλον «διά βοής» δώδεκα δίκαιοι και θεοφοβούμενοι άνθρωποι, ένας από κάθε ρουφέτι (συντεχνία) για τη διαχείριση των κοινών. Την ίδια κοινωνική σύνθεση είχε και το κοινοτικό συμβούλιο των Ιωαννίνων. Οι άρχοντες εκλέγονται κατά κανόνα ανάμεσα στους πιο πλούσιους ανθρώπους. Η καλύτερη οικονομική θέση ατόμων ή οικογενειών βαρύνει την εκλογή τους.
Οι κοινοτικοί άρχοντες αποτελούν την νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία του κάθε τόπου. Οι αποφάσεις τους έχουν γενική ισχύ και δεν επιδέχονται καμία άρνηση. Οι άρχοντες αποτελούν επίσης μέλη του συμβουλίου που εκδικάζουν τις υποθέσεις των συντοπιτών τους. Σύμφωνα με το ισλαμικό δίκαιο οι άπιστοι (Χριστιανοί και Εβραίοι) δικάζονται με δικούς τους νόμους. Οι άρχοντες της Κοινότητας είναι πιο έντιμοι και πιο επιεικείς από τους Καδήδες.
Επειδή ο Καδής δίκαζε κατά αυθαίρετο τρόπο, οι Έλληνες υπέβαλλαν τις διαφορές τους στους προκρίτους και τους Επισκόπους τους και πολύ σπάνια κατέφευγαν στον Καδή. Οι ποινές που επέβαλλε ο Καδής ήταν πρόστιμο, φυλάκιση, ραβδισμό. Ο Καδής εκτός από τη δικαστική εξουσία είχε και καθήκοντα αστυνόμου και αγορανόμου. Οι δίκες των Ελλήνων ήταν η πηγή πλουτισμού των Καδήδων. Μία ηπειρωτική παροιμία λέει σχετικά με τον πλουτισμό των Καδήδων: «Ρωμαίικος καυγάς, τούρκικος χαλβάς».
Σε περίπτωση δίκης χριστιανού και μουσουλμάνου, ο Χριστιανός δεν εύρισκε ποτέ το δίκαιό του, έστω και αν είχε δίκιο. Δεν επιτρεπόταν να ακούγονται καταθέσεις χριστιανών μαρτύρων εναντίον μουσουλμάνων. Πολλοί από τους κοινοτικούς άρχοντες (τους λεγόμενους Κοτσαμπάσηδες στα τουρκικά) είχαν μειωμένες ηθικές αντιδράσεις και συνεργάζονταν με τους κατακτητές. Οι άδικοι αυτοί χαρακτήρες καταπιέζουν τους φτωχούς και αδύνατους συμπατριώτες τους. Αποτέλεσμα η λέξη Κοτσαμπάσης να σημαίνει τον βάναυσο, τον δυνάστη, τον καταπιεστή.
Αναπόστατα μέλη της Κοινότητας ήταν και οι κατά τόπους κληρικοί με επικεφαλής τον Μητροπολίτη. Η ενεργή συμμετοχή των κληρικών εκδηλώνεται, όχι μόνο ως πνευματικοί καθοδηγητές του ποιμνίου τους, αλλά και ως δικαστές.
Επί Τουρκοκρατίας υπήρχαν και ορισμένες προνομιακές κοινότητες, όπως του Ζαγορίου, Μαλακασίου και Αγράφων. Για την περιοχή Ζαγορίου επικρατεί η εξής παράδοση: Το κεντρικό τμήμα του υποτάχτηκε επί Μουράτ Β’ μετά από συνθήκη του αντιπροσώπου του με τις δυνατές οικογένειες του τόπου, ενώ το ανατολικό υποτάχτηκε το 1478, μετά δηλ. την υποταγή των Ιωαννίνων (1430). Και το δυτικό αναφέρεται ως αυτοδιοίκητο, χωρίς να είναι γνωστή η χρονολογία υποταγής. Η περιοχή του Ζαγορίου υπαγόταν στην Βαλιδέ Σουλτάνα (βασιλομήτορα). Οι κάτοικοι πλήρωναν τρεις φόρους: Τον προσωπικό (Τζιτζιέ γκερμπάν), το προβατονόμιο και το χαράτσι. Χάρη στις προσπάθειες των αρχόντων του Ζαγορίου, μεταξύ των ετών 1681-1684, τα χωριά του Ζαγορίου αποτέλεσαν μία ομοσπονδία 47 χωριών, που διατηρήθηκαν για σχεδόν 200 χρόνια, ως το 1868.
Ο Πρόεδρος ή γενικός προεστός Ζαγορίου εκλεγόταν κάθε χρόνο ή κάθε εξάμηνο στα Γιάννινα με πλειοψηφία, από τους προεστούς του κάθε χωριού. Παράλληλα με τον γενικό προεστό σε κάθε χωριό εκλέγονταν κοινοτικοί άρχοντες από τους προκρίτους. Από προφορική παράδοση τα προνόμια που είχε εξασφαλίσει η Ομοσπονδία αυτή ήταν τα εξής: 1) Απαγορευόταν η είσοδος των Τούρκων στην περιοχή Ζαγορίου. 2) Οι κάτοικοι να μην πηγαίνουν για τις υποθέσεις τους σε τουρκικά δικαστήρια και 3) να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και το δικαίωμα της κωδονοκρουσίας. Για να διαφυλάξουν τα προνόμια αυτά συχνά επικαλούνταν, έναντι χρηματικού ποσού, την προστασία αγάδων και μπέηδων του Αργυροκάστρου, Τεπελενίου και Ιωαννίνων ή των αντιπροσώπων τους (σιουμπασιάδων).
Η περιοχή Μαλακασίου, που βρίσκεται στα ΝΑ του Ζαγορίου και προς Ν. των Ιωαννίνων ως την περιοχή της Άρτας και περιελάμβανε τα χωριά, Καλαρίτες, Συρράκο, Μέτσοβο, Αρμπορέσι και πολλά άλλα χωριά, υπαγόταν επίσης στη Βαλιδέ Σουλτάνα και πλήρωναν τους ίδιους φόρους με το Ζαγόρι. Τα χωριά αυτά του Βόρειου Μαλακασίου, εκτός από τους Καλαρύτες, χάνουν την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας, παραχωρούνται σε Σπαχήδες και δοκιμάζουν συνεχείς βιαιοπραγίες από το 1635. Η περιοχή του Μετσόβου, χάρη στην εύνοια ενός Βεζύρη προς τον Μετσοβίτη Τσέλιγκα Κύργιον ή Κυριάκον Φλόκα, αποκτά στα 1659 επί Μεχμέτ Δ’ (1648-1687) και νέα προνόμια, τα οποία ανανεώνονται από τους διαδόχους ως την εποχή του Σελίμ Γ’ (1789-1807).
Αναφέρεται ότι ο Μεχμέτ Δ’ με φιρμάνι κήρυξε την περιοχή Μετσόβου (Μέτσοβο, Ανήλιο, Μαλακάσι, Βουτινός, Μηλιά και Κουτσούφλιανη) ιερή και αυτοδιοίκητη. Υπάρχει και η άποψη ότι ο Μουράτ Β’ παρεχώρησε προνόμια στους Μετσοβίτες γιατί διευκόλυναν το πέρασμα των στρατευμάτων υπό τον Σινάν Πασά από τα στενά του Μετσόβου προς τα Ιωάννινα. Ο ίδιος ο Σουλτάνος δικαιολογεί την παροχή προνομίων στους Μετσοβίτες: «Επειδή οι Μετσοβίται οικούσι χώραν, δι’ ης πολλοί διέρχονται κατά πάσαν ώραν του έτους, και του μεν χειμώνα διαπερώσιν αυτούς κατακλειομένους υπό των πολλών χιόνων και να απολεσθώσιν κινδυνεύοντας εκείθεν στρωννύντες επιβλήματα εις τους πόδας των ίππων και μεταφέροντες τους ανθρώπους επί των ώμων αυτών, το δε θέρος εκτιθεμένους εις την διάκρισιν των ληστών προφυλάττουσι και εξασφαλίζουσιν αυτούς». (Ι. Λαμπρίδης, Πολιτική διοίκησις Μαλακασίου, σ. 384).
Από τότε, γράφει ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Β’, Θεσ/νίκη 1964, σ. 293), αναφέρεται το Μέτσοβο να διοικείται από επταμελή επιτροπή (ένας άραγε από κάθε μαχαλά;) που αποτελείται από τον πρόεδρό της, τον λεγόμενο δημογέροντα, τον εισπράκτορα των φόρων, τον έφορον των σχολείων, τον φροντιστήν των υδάτων, τον αγορανόμον, τον επίτροπον των εκκλησιών και τον οπλαρχηγόν της φρουράς του τόπου. Εκτός από το σώμα αυτό υπήρχε και το σώμα από συνετούς γέρους με πρόεδρο τον δημογέροντα, που δίκαζε σύμφωνα με τις συνήθειες του τόπου.
Μέχρι τον 18ο αιώνα η διοίκηση των κοινών βρισκόταν στα χέρια των δυνατών, που ξεχώριζαν με τη φορεσιά τους και με τα μεγαλοπρεπή σπίτια τους. Την τάξη αυτή των δυνατών κατά τον 19ο αι. την αποτελούσαν οι τσελιγκάδες και κτηματίες, αλλά και αστοί, δηλ. εκείνοι που είχαν αποκτήσει μεγάλες περιουσίες ως εμπορευόμενοι στην Αίγυπτο, Ρωσία, Βλαχία και Κωνσταντινούπολη.
Οι κοινότητες είναι ένας αυθόρμητος κοινωνικός θεσμός που δημιουργήθηκε από τα αρχαία χρόνια, για την αντιμετώπιση των παρουσιαζομένων προβλημάτων που τους απασχολούσαν ή και ακόμη από τους κινδύνους που τους απειλούσαν. Εκτός από τις κοινότητες που αναφέραμε είναι γνωστές και οι Κοινότητες των νησιών του Αιγαίου και τα προνόμια που είχαν εξασφαλίσει οι Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα.