Έλληνες φιλόσοφοι και οι απόψεις τους περί θεού...

on .

Επιστημονική θεολογία είναι όρος που χρησιμοποιείται, για να δηλώσει την προσπάθεια επιστημονικής θεμελίωσης της πίστεως στην ύπαρξη του θεού, και διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Ρωμαίο γραμματικό Ουάρρωνα. Όπως είναι γνωστό, όλες οι θρησκείες στον κόσμο δέχονται την ύπαρξη του θεού, χωρίς καμιά προσπάθεια αποδείξεως της ύπαρξής του. Αυτό ίσχυε και στην αρχαία Ελλάδα, με τη διαφορά ότι οι θεοί των Ελλήνων όχι μόνο ήσαν ανθρωπόμορφοι, με μόνη διαφορά από τους θνητούς ότι αυτοί ήσαν αθάνατοι, πάντοτε νέοι και ωραίοι, και φυσικά με υπερφυσικές δυνάμεις, αλλά είχαν και όλα τα θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά που είχαν οι άνθρωποι.
Τον έκτο, ωστόσο, αιώνα π.Χ. γεννήθηκε στην Ελλάδα, στην Ιωνία πρώτα και αργότερα στη Μεγάλη Ελλάδα και την κεντρική Ελλάδα η φιλοσοφία. Για πρώτη φορά μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι, απορρίπτοντας τις έως τότε επικρατούσες θεολογικές και μυθολογικές αντιλήψεις, διατύπωσαν θεωρίες περί της φύσεως, προσπαθώντας να βρουν τις αρχές της γενέσεως του κόσμου, της εξελίξεως και του μετασχηματισμού, βασιζόμενοι στον Λόγο, τη λογική.
Δυστυχώς, τα συγγράμματά τους χάθηκαν και ό,τι γνωρίζουμε είναι από αποσπάσματα που διασώθηκαν από διαφόρους άλλους συγγραφείς. Και έτσι, όμως, αυτά είναι αρκετά για να μας φανερώσουν το διανοητικό και πνευματικό επίτευγμα των «φυσικών», όπως αποκλήθηκαν, φιλοσόφων. Η επίδρασή τους στη φιλοσοφική σκέψη, στη διανόηση και στις επιστήμες υπήρξε συνεχής και ανεκτίμητη. Αρκεί να αναφέρουμε την ατομική θεωρία του Λευκίππου και του Δημοκρίτου.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα δεν ήταν δυνατόν να αφεθεί έξω από την επιστημονική σκέψη η θεολογία. Ο μόνος λαός, ο οποίος, ακόμα και σε αυτό το πεδίο, αυτό της θρησκευτικής πίστεως, επεδίωξε την επιστημονική απόδειξη, ήταν ο ελληνικός.
Ο φιλόσοφος που πρώτος επεχείρησε αυτό ήταν ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος. Έγραψε ποιητικά έργα που στρέφονταν εναντίον του Ομήρου και του Ησιόδου ασκώντας κριτική για τα όσα είχαν γράψει σχετικά με τους θεούς, επειδή απέδιδαν σε αυτούς τα ανθρώπινα ελαττώματα, την κλοπή, την απάτη, τη μοιχεία κ.ά. Απορρίπτει τον ανθρωπομορφισμό των θεών, λέγοντας ότι, αν τα βόδια και τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν χέρια και είχαν τις ικανότητες των ανθρώπων, θα έδιναν στους θεούς τους τις δικές τους μορφές, δηλαδή οι θεοί θα ήσαν βοόμορφοι, αλογόμορφοι ή λεοντόμορφοι. Παρόμοια για τους Αιθίοπες οι θεοί θα ήταν μαύροι και για τους Θράκες με γαλανά μάτια και κόκκινα μαλλιά.
Οι θεολογικές αντιλήψεις του εκφράζονται σε κάποια μεμονωμένα αποσπάσματα, τα οποία διασώθηκαν από τα συγγράμματά του, και μέσα από μεταγενέστερους συγγραφείς, όπως π.χ. ο Αριστοτέλης, ο οποίος ασκεί κριτική στις θεωρίες του. Είναι σημαντικό να πούμε ότι ο Ξενοφάνης  τις απόψεις του αυτές τις εξέθεσε σε ένα σύγγραμμα, στο οποίο είχε διατυπώσει και τις άλλες θεωρίες του σχετικά με τις πρώτες αρχές της δημιουργίας του κόσμου κλπ.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτόν, οι κόσμοι είναι άπειροι, καθετί που γίνεται είναι φθαρτό, όλα δημιουργούνται από τη γη και το νερό και φθειρόμενα καταλήγουν όλα και πάλι στη γη και στο νερό, και ότι η ψυχή είναι πνεύμα. Η ακριβής και σαφής γνώση σχετικά με τους θεούς, αλλά και με όλα τα άλλα, είναι αδύνατη. Μόνο «δόκος», δηλαδή υποκειμενική γνώμη, μπορεί να υπάρξει για το καθετί. Ακόμη και αν διατυπώσει κάποιος μια γνώμη που τυχαίνει να είναι αληθής, ο ίδιος δεν μπορεί να το γνωρίζει με βεβαιότητα.
Σχετικά με τη θεολογία. Πρώτος αυτός διατύπωσε την επιστημονική άποψη ότι ο θεός είναι ένας, είναι παντοδύναμος, δεν έχει ούτε τη μορφή ούτε τη σκέψη του ανθρώπου. Κυβερνά τα πάντα, χωρίς κόπο, μόνο με τη νόηση. Βλέπει, ακούει και νοεί τα πάντα, και είναι ακίνητος. Αυτά ρητά λέει στα διασωζόμενα αποσπάσματα.
Από την κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης μαθαίνουμε τα επιχειρήματά του. Αν υπάρχει θεός, είναι αδύνατο να έχει γεννηθεί, επομένως είναι άναρχος και αγένητος. Κι αυτό επειδή, όπως λέει, κάτι που γίνεται, γίνεται από το όμοιο ή το ανόμοιο. Δεν μπορεί, όμως, να γίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αν μπορούσε να γίνει από το πιο αδύναμο το ισχυρότερο, από το πιο μικρό το μεγαλύτερο, από το χειρότερο το καλύτερο ή από το καλύτερο το χειρότερο, τότε θα μπορούσε να γίνει και από το μη ὄν το ὄν, δηλαδή από αυτό που δεν υπάρχει αυτό που υπάρχει. Αυτό, όμως, λέει ότι είναι αδύνατο, δεν μπορεί να γίνει. Το συμπέρασμα από αυτόν τον συλλογισμό είναι ότι ο θεός είναι «ἀίδιος», αιώνιος.
Αν ο θεός είναι κράτιστος, έχει δηλαδή τη μεγαλύτερη δύναμη, είναι παντοδύναμος, τότε πρέπει αυτός να είναι ένας. Επειδή, αν ήταν δύο ή περισσότεροι, δεν θα ήταν παντοδύναμος και καλύτερος από όλους. Επειδή ο καθένας από αυτούς ως θεός θα είχε την ίδια δύναμη με τους άλλους. Αυτό, όμως, θα ήταν αδύνατο, επειδή σε μια τέτοια περίπτωση τόσο η δύναμη όσο και η βούληση του ενός θα περιοριζόταν από τη δύναμη και τη βούληση του άλλου. Αυτό, όμως, θα ήταν παράλογο. Επομένως, ένας και μοναδικός πρέπει να είναι ο θεός.
Εφόσον είναι ένας και μοναδικός, είναι πάντοτε όμοιος, χωρίς δηλαδή αλλαγές, και βλέπει και ακούει τα πάντα. Όντας ἀίδιος, ένας και μοναδικός και αναλλοίωτος (όμοιος), δεν είναι ούτε άπειρος ούτε πεπερασμένος. Δεν είναι άπειρος, διότι μόνο το μη ὄν είναι άπειρον, και ο θεός ως ένα ὄν δεν μπορεί να μοιάζει με το μη ὄν. Ούτε κινείται ούτε ακίνητος είναι, επειδή ακίνητον είναι μόνο το μη ὄν και κινούνται μόνο τα πολλά. Ο θεός όμως είναι ένας, επομένως δεν κινείται.
Ἀσχετα αν  τα επιχειρήματα που επικαλείται είναι ορθά ή εσφαλμένα, αυτό που έχει σημασία είναι ότι για πρώτη φορά επιχειρείται η επιστημονική θεμελίωση της υπάρξεως του θεού. Ιδιαίτερη μάλιστα σημασία έχει ότι συλλογιστικά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο θεός είναι ένας, παντοδύναμος, αναλλοίωτος, αγέννητος και αιώνιος, που δεν έχει τη μορφή ούτε τη σκέψη του ανθρώπου, που νοεί, βλέπει και ακούει τα πάντα, που εξουσιάζει τα πάντα μόνο με τη νόηση. Επιπλέον, είναι ηθικά ακέραιος, απαλλαγμένος από όλα τα αρνητικά ηθικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων (κλέπτης, απατεώνας, μοιχός, κ.ά.), τα οποία προσήψαν οι προηγούμενοι ποιητές, όπως ο Όμηρος και ο Ησίοδος, στο θείο.