Η κυρά Βαγγελή...

on .

 - Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΡΑΚΗΣ

Στη φτωχική σχετικά παλιά γειτονιά του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα στα Γιάννινα με τα περισσότερα μικρά σπίτια, με τις αυλές και τους μπαξέδες, με τα πεζούλια στις εξώπορτες, όπου οι γειτόνισσες τα βραδάκια του καλοκαιριού κάθονταν και συζητούσαν για πολλά και διάφορα πράγματα ζούσε και η κυρά Βαγγελή. Κάθε πρωί σκούπιζε το μικρό οβορό (αυλή) του σπιτιού της κι ύστερα πότιζε με το γυάλινο λαΐνι τα λουλούδια, που είχε στην άκρη του χαμηλού μαντρότοιχου και τους τενεκέδες με τους βασιλικούς και τις γαριφαλιές, που ήταν πάνω σ' αυτόν.
Κατά την περίοδο αυτή μοίραζε «καλημέρες» στους περαστικούς με κείνη την τσιριχτή ιδιόμορφη φωνή της. Ύστερα συνήθιζε να περνάει σε όλη τη γειτονιά από το σπίτι της, που ήταν κοντά στο Γηροκομείο, μέχρι το σπίτι του 'Αη-Γιώργη φωνάζοντας τις γειτόνισσες με τ' όνομά τους και λέγοντάς τους «καλημέρα», λες κι ήταν το ξυπνητήρι της γειτονιάς μια κι ο ήλιος είχε ανέβει μια πιθαμή πάνω από το βουνό Περιστέρι.
Αυτό γίνονταν σχεδόν κάθε μέρα πηγαίνοντας η κυρά Βαγγελή στο σπίτι του Αγίου, για ν' ανάψει ένα κερί στη χάρη Του ή στα μποστάνια, που ήταν στην παραλίμνια περιοχή κάτω από τη γειτονιά μας, για να ψωνίσει λίγα ζαρζαβατικά (λαχανικά) για το καθημερινό φαγητό της ή στο μπακαλειό του κυρ' Νίκου, για μικροψώνια ή στο φούρνο του κυρ' Αλέξη, για ψωμί.
Όλα αυτά τα έκανε σχετικά πρωί, γιατί έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι για να βάλει το φαΐ στη φωτιά να βράζει κι εκείνη να καθίσει στο τραπέζι, που είχε την παλιά ραπτομηχανή, με την οποία έραβε γυναικεία κυρίως ρούχα και την οποία έβαζε σε κίνηση με το δεξί της χέρι.
Δεν ήταν από τις πολύ καλές μοδίστρες, αλλά μπορούσε να ράψει απλά φουστάνια και ρόμπες και να κάνει μεταποιήσεις ρούχων κι έτσι να συμπληρώνει τα οικονομικά του σπιτιού της με τα λίγα, που έβγαζε ο άντρας της, που ήταν μπαλωματής παπουτσιών.
Η κυρά Βαγγελή ήταν μια μεσόκοπη γυναίκα, λεπτή, στητή και αεράτη, φορούσε πάντα απλά φουστάνια και το χειμώνα παλτά, αλλά προσεγμένα και με γούστο πάνω της. Στο κεφάλι της έδενε με προσοχή το λουλουδάτο γιαννιώτικο μαντήλι σε «πάπια», όπως έλεγαν, δηλαδή μεγάλο σχετικά φιόγκο στο αριστερό μέρος του κεφαλιού. Ήταν πάντα καθαρή σε όλα της και όπως συνήθιζε να λέει η ίδια: «Εμένα δε μου κολλάει ούτε τρίχα πάνω μου».
Η σχολαστικότητά της για την καθαριότητα ήταν μεγάλη και πολλές φορές έκανε παρατηρήσεις σε μερικές γειτόνισσες γι' αυτή των σπιτιών τους ή των ρούχων τους, τόσο, που αυτές όταν την άκουγαν να πηγαίνει στα σπίτια τους έλεγαν: «Ωχ, έρχεται η κυρά Βαγγελή κάτι πάλι θα μας πει».
Όταν περνοδιάβαινε τη γειτονιά μας κάθε λίγο και λιγάκι κοντοστέκονταν να χαιρετήσει κάποιο γείτονα ή κάποια γειτόνισσα και να ρωτήσει μ' ενδιαφέρον για ότι αφορούσε τον καθένα. Το ίδιο έκανε και όταν πήγαινε επίσκεψη στα σπίτια, για να παραδώσει κάποιο ρούχο, που είχε ράψει ή μεταποιήσει ή για να πιεί καφέ ή να φάει γλυκό του κουταλιού, που κάθε σπίτι στα παλιά Γιάννινα το συνήθιζε να προσφέρει, έστω κι αν ήταν πλούσιο ή φτωχό.
Δεν ρωτούσε, νομίζω, για να σχολιάσει ή για να κάνει κουτσομπολιό, αλλά ρωτούσε από καθαρό ενδιαφέρον, γιατί ένιωθε τον καθένα «δικό της άνθρωπο» και γιατί το πρόβλημα του γείτονα τη βασάνιζε κι αυτή. Ήταν φυσικά μερικές γειτόνισσες, που μεταξύ τους την έλεγαν κουρκουσούρου (κουτσομπόλα).
Χαρακτηριστικό της κυρά Βαγγελής ήταν η παθολογική αγάπη που έτρεφε για τα παιδιά. Η ίδια στερήθηκε την παρουσία των παιδιών, μια και στάθηκε άτυχη και άκληρη. Έτσι όλα τα παιδιά της γειτονιάς, από τα οποία δυο, νομίζω, ήταν βαφτιστικά της, τα θεωρούσε δικά της παιδιά. Έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν κανένα απ' αυτά αρρώσταινε. Κάθε πρωί θα περνούσε από το σπίτι του άρρωστου παιδιού, για να μάθει για την πορεία της αδιαθεσίας του.
Η χαρά της ήταν μεγάλη όταν κάποιο από τα παιδιά πήγαινε στο σπίτι της. Διέκοπτε αμέσως τις δουλειές του σπιτιού ή το ράψιμο για να το κεράσει βύσσινο ή κυδώνι, που είχε φυλαγμένα σε βάζα στο ράφι της κουζίνας, κι όταν έφευγε του έδινε στο χέρι πολύχρωμα ζαχαρομπιρμπλιά.
Επειδή το σπίτι της ήταν στη γωνία του κάθετου δρόμου, δίπλα στο Γηροκομείο, στο δρόμο που οδηγούσε και οδηγεί στο σπίτι του 'Αη-Γιώργη και πάνω από το μαγαζί, που ήταν τενεχτσίδικο (τενεκετζίδικο), τη θυμάμαι, που έβγαινε στο παραθύρι της κουζίνας και μας παρακολουθούσε όταν μερικά από τα παιδιά της γειτονιάς παίζαμε στο απέναντι από το σπίτι της φαρδύ χωματένιο πεζοδρόμιο του Γηροκομείου. Εκεί παίζαμε τις αμάδες, τα κότσια, το ποταμάκι, τους γκιουλέδες, τα αγάλματα, το κρυφτό, το μούκα με τις καραντάνες και άλλα.
Όταν δε παίζαμε τα σκλαβάκια κι η μια ομάδα ήταν στο στύλο της τότε Ηλεκτρικής Εταιρείας, που ήταν στη γωνία του μαντρότοιχου του Γηροκομείου και η άλλη στον απέναντι στύλο του δρόμου, που ήταν μπροστά στο σπίτι του Πανολάμπρου, η κυρά Βαγγελή συμμετείχε στο παιχνίδι μας με τις φωνές της από το παράθυρο του σπιτιού της.
Αυτό γίνονταν όταν ένα παιδί της μιας ομάδας κυνηγούσε παιδί της άλλης, για να το πιάσει σκλάβο, τότε ακούγονταν η ιδιόμορφη δυνατή φωνή της: «Κόσια μουρέ ζαλιάρ’κου γλήγουρα, γιατί θα σι τσακώσ’».
Μεγάλη της αδυναμία ήταν, επίσης ο άντρας της, ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος και λιγνός σαν κυπαρισσάκι. Τον περιποιόταν και τον φρόντιζε σαν μικρό παιδί. Όταν γύριζε από τη δουλειά το σπιτικό της γέμιζε χαρούμενες κουβέντες. Του έδινε να φορέσει στα κουρασμένα του πόδια τα δερμάτινα πατίκια και του διηγόνταν πώς πέρασε τη μέρα της, τι ψώνια έκανε, ποιο λουλούδι άνθισε και γενικά τα νέα της γειτονιάς μας.
Πολλά απογεύματα του καλοκαιριού κάθονταν στο φαρδύ πλατύσκαλο, που ήταν μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού τους κι ενώ εκείνος έπινε τον καφέ του εκείνη έραβε ή μπάλωνε διάφορα ρούχα.
Όπως σε όλα τα γιαννιώτικα σπίτια έτσι και στης κυρά Βαγγελής έβρισκες όλα σχεδόν τα θεραπευτικά βότανα που τότε χρησιμοποιούσαν για τις ανημπόριες και τις αρρώστιες. Σ' ένα μεγάλο ράφι της κουζίνας της είχε στη σειρά διάφορα βαζάκια όπου φύλαγε τα βότανα, τα οποία χρησιμοποιούσε αυτή και ο άντρας της, αλλά έδινε, με μεγάλη προθυμία, στις γειτόνισσες, που ξεμένανε απ' αυτά, ιδιαίτερα την περίοδο του χειμώνα. Τα βότανα που είχε στα κλεισμένα γυάλινα βάζα ήταν: τσάι του βουνού, χαμομήλι, φύλλα δάφνης, φρουξλάνθια, κορυφές δεντρολίβανου, φύλλα βασιλικού, μολοχάνθια, τίλιο, βάλσαμο, φασκόμηλο, γλυκάνισο και άλλα.
Η κυρά Βαγγελή έκανε και προξενιά. Προσπαθούσε μ' ευστροφία και διπλωματικότητα να ταιριάζει ζευγάρια και το πετύχαινε, γιατί προξένευε πάντα τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη περίπτωση. Χαρά και λαχτάρα της ήταν να βλέπει δυο ανθρώπους να παντρεύονται, να δημιουργούν οικογένεια και να ζουν ευτυχισμένοι. Τα ζευγάρια, που είχαν γίνει με τη δική της μεσολάβηση, της χρωστούσαν πάντα ευγνωμοσύνη και πολλές φορές έρχονταν σπίτι της να τη δουν και να της προσφέρουν ένα μικρό δώρο.